ΚΟΣΜΟΣ

Revenge Porn: Το χυδαίο φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας

Την απομάκρυνση του Στάθη Παναγιωτόπουλου από την εκπομπή «Ράδιο Αρβύλα», ανακοίνωσε τη Δευτέρα 13/12 το απόγευμα ο Αντώνης Κανάκης, στον απόηχο των διαδικτυακών αποκαλύψεων ότι ο εκ των συμπαρουσιαστών της εκπομπής φέρεται να είχε αναρτήσει βίντεο και φωτογραφίες με σεξουαλικό περιεχόμενο σε γνωστή ιστοσελίδα πορνογραφίας, με πρωταγωνίστρια πρώην σύντροφό του, χωρίς τη συγκατάθεση της ίδιας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ράδιο Αρβύλα: Ο Λιγνάδης, η Μενδώνη και ο Στάθης Παναγιώτοπουλος

Μετά τις αποκαλύψεις, αλλά και την πρώτη δήλωση που έκανε σήμερα, Τρίτη, μέσω της εκπομπής Πρωινό, ο Στάθης Παναγιωτόπουλος σχετικά με την υπόθεση revenge porn για την οποία κατηγορείται, επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για το τι είναι η εκδικητική πορνογραφία, τι επιπτώσεις έχει στο θιγόμενο πρόσωπο και πώς μπορούμε τελικά να αντιμετωπίσουμε άμεσα το σοβαρό φαινόμενο, το οποίο δε διαφέρει καθόλου από οποιαδήποτε άλλη μορφή βίας, κακοποίησης και δημιουργίας αισθήματος ντροπής και ενοχής στα άτομα που προσβάλλονται.

Revenge Porn: Εκδικητική πορνογραφία σημαίνει σεξουαλική βία, εκβιασμός, ταπείνωση

Μετά και τις πρόσφατες καταγγελίες κατά γνωστού τηλεοπτικού προσώπου, το φαινόμενο της λεγόμενης «εκδικητικής πορνογραφίας» (revenge porn) φαίνεται να απασχολεί ολοένα και συχνότερα την κοινή γνώμη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, καθώς επίσης και τις δικαστικές αρχές στην Ελλάδα. Οι όροι «εκδικητική πορνογραφία», «μη συναινετική πορνογραφία» και «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας» χρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως για να περιγράψουν τη δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο φωτογραφιών ή βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου προσώπου.

Το ευαίσθητο αυτό οπτικο-ακουστικό υλικό μπορεί να έχει δημιουργηθεί από την ίδια την παθούσα, από το άτομο που το διαδίδει ή ακόμα και από τρίτο πρόσωπο, και συνήθως ανταλλάσσεται αρχικά μεταξύ ερωτικών συντρόφων («sexting») ή στο πλαίσιο κάποιας άλλης σχέσης εμπιστοσύνης. Σε άλλες περιπτώσεις, οι εν λόγω εικόνες έχουν αποκτηθεί μέσω των λεγόμενων πρακτικών «upskirting» και «downblousing» (όπου ο δράστης «τραβάει» μια φωτογραφία κάτω από τη φούστα ή μέσα από τη μπλούζα του θύματος, αντίστοιχα), μέσω hacking ή εκβιασμού («sextortion»), ή μπορεί ακόμη να έχουν δημιουργηθεί με ψηφιακή επεξεργασία («pornographic photoshopping» και «deepfake videos») ή να αποτελούν προϊόν μαγνητοσκόπησης σεξουαλικών επιθέσεων.

Το υλικό που παρανόμως δημοσιεύεται στο διαδίκτυο μπορεί να τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια μιας σχέσης με ή χωρίς τη γνώση και τη συγκατάθεση του θύματος και το οποίο, αφότου τελειώσει η συναναστροφή, εκδικητικά δημοσιοποιείται και εξαπλώνεται ταχύτατα στο διαδίκτυο, μέσω ανώνυμων δικτύων, φόρουμ και sites εκδικητικής πορνογραφίας. Πρόκειται για μορφή κακοποίησης με τρομακτικές συνέπειες για τα θύματα, τα οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι γυναίκες και νεαρά κορίτσια.

H εκδικητική πορνογραφία αφορά άτομα όλων των ηλικιών, από παιδιά 11 ετών μέχρι ενήλικα άτομα μεγαλύτερων ηλικιών. Ωστόσο, τα πιο συχνά αναφερόμενα περιστατικά προέρχονται από άτομα που είναι στην εφηβεία τους, κυρίως κατά την διάρκεια της ενηλικίωσης τους. Στην πλειοψηφία του, το εν λόγω υλικό λαμβάνεται από ζευγάρια που βρίσκονται σε σχέση. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με το cyberalert.cy, σε αρκετές περιπτώσεις, το θύμα (άνδρας ή γυναίκα), έχει υποστεί σεξουαλική βία, η οποία διευκολύνεται από χορήγηση ναρκωτικών (rape drugs) που προκαλούν επίσης μειωμένη αίσθηση πόνου, συμμετοχή σε αποτρόπαιες σεξουαλικές πράξεις ή/και αμνησία.

Η κατοχή του υλικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους δράστες για να εκβιάσουν τα υποψήφια θύματα σε άλλες σεξουαλικές πράξεις, να τα εξαναγκάσουν να συνεχίσουν τη σχέση ή ακόμα και να τους τιμωρήσουν για το τέλος της συναναστροφής μαζί τους. Μπορεί μάλιστα να προβαίνουν σε αυτή τη χυδαία μορφή εκδίκησης με σκοπό να καταστρέψουν φήμη των θιγομένων ή ακόμα και για οικονομικό κέρδος.

Η ανυπολόγιστη ζημιά που προκαλεί το revenge porn στα θιγόμενα πρόσωπα

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αναφερόμενες περιπτώσεις εκδίκησης μέσω εικόνων και βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου, έχουν αυξηθεί σημαντικά μετά το 2015 και το 2016.

Με τα smartphones να γίνονται ολοένα και πιο “έξυπνα” και τις κάμερες υψηλής ευκρίνειας να αποτελούν τον βασικό εξοπλισμό στα περισσότερα μοντέλα, η δημοσιοποίηση εικόνων και βίντεο είναι πλέον δυνατή και επιτυγχάνεται άμεσα και, δυστυχώς, με μεγάλη ευκολία. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε αύξηση διαμοιρασμού οικείων εικόνων με σεξουαλικούς συντρόφους μέσω των social media και άλλων υπηρεσιών άμεσων μηνυμάτων, όπως Viber, WhatsApp, Messenger, κλπ.

Όπως αναφέρει η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, όταν μια σχέση τελειώσει και η διάλυσή της δεν είναι φιλική, ορισμένα άτομα καταφεύγουν στο ανεπίτρεπτο σημείο να χρησιμοποιήσουν αυτό το υλικό που έχουν από τον/την πρώην σύντροφό τους εναντίον τους, ως μέσο εκδίκησης. Αυτό μπορεί να καταστεί εξαιρετικά επιζήμιο για το θύμα, καθώς οι εικόνες που προορίζονται για ιδιωτική χρήση, προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για προβολή από τον παραλήπτη. Συνήθως, μάλιστα, τα θύματα revenge porn έχουν εμπιστευτεί τον/την σύντροφο τους για να μοιραστούν προσωπικό περιεχόμενο μαζί τους και έχουν λάβει διαβεβαίωση ότι αυτός/αυτή δεν θα ενεργήσει κακόβουλα και βλαπτικά.

Όταν μια τέτοια εικόνα κοινοποιείται σε άλλους ή ακόμη χειρότερα, δημόσια στο κοινό, τότε το θιγόμενο άτομο δεν μπορεί να ελέγξει το ποιος βλέπει αυτήν την εικόνα του εαυτού του. Η έλλειψη ελέγχου σε συνδυασμό με την αίσθηση ταπείνωσης, τον εξευτελισμό, την γελοιοποίηση, την δημόσια ντροπή και τον φόβο της περιθωριοποίησής τους, καθιστά τα θύματα αδύνατα να αντιδράσουν, αφήνοντάς τα έρμαιο στα χέρια των δραστών τους και προκαλώντας τους ανεπανόρθωτη ζημιά.

Η παραβίαση της εμπιστοσύνης που επέδειξε ο θύτης, ασκεί τρομερή ψυχολογική πίεση στο θύμα, ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Revenge porn: ποιο είναι το προφίλ των ανδρών που εκθέτουν γυναίκες;

Revenge Porn: Τι προβλέπει η Ελληνική Έννομη Τάξη για τη Μη Συναινετική Πορνογραφία

Σύμφωνα με όσα υπογραμμίζει στο theartofcrime η Αγγελική Γιαννάκη, Δικηγόρος Αθηνών (MSc in Criminology and Criminal Justice), αναλύοντας παράλληλα μία πραγματική υπόθεση μη συναινετικής και εκδικητικής πορνογραφίας, η άσκηση ποινικής δίωξης για τα συγκεκριμένα αδικήματα είναι απολύτως συνεπής προς την κρατούσα στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών δικαιοδοσιών τάση σε ό,τι αφορά το φαινόμενο της μη συναινετικής πορνογραφίας.

Όπως αναφέρεται στο κείμενο, αρκετές χώρες της Ευρώπης έχουν προσθέσει στο ποινικό τους οπλοστάσιο διατάξεις που περιγράφουν και τιμωρούν την «εκδικητική πορνογραφία» ως sui generis έγκλημα που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ιδιωτικής ζωής ή -πιο συγκεκριμένα- αυτό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ πολλές άλλες εξακολουθούν να υπάγουν τέτοιου είδους πράξεις σε ήδη υφιστάμενα αδικήματα που στρέφονται κατά των ανωτέρω εννόμων αγαθών.

Η Γερμανία, για παράδειγμα, ανήκει στις πρώτες, τιμωρώντας τη χωρίς άδεια δημιουργία ή μετάδοση φωτογραφιών ατόμου που βρίσκεται εντός οικίας ή δωματίου ιδιαιτέρως προστατευμένου από την κοινή θέα και την κατά αυτόν τον τρόπο παραβίαση της ερωτικής ιδιωτικότητάς του. Αντιθέτως, η Ελλάδα, μην έχοντας ποινικοποιήσει τη μη συναινετική πορνογραφία ως τέτοια, εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, με αποτέλεσμα η εισαγγελική της αρχή να διώκει τις εν λόγω συμπεριφορές βάσει των ποινικών διατάξεων του νόμου «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Ν. 4624/2019), οι οποίες -κατά την κρατούσα άποψη- προστατεύουν το έννομο αγαθό της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης.

Στον αντίποδα αυτής της «παραδοσιακής» προσέγγισης των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων που υπάγονται στο ηπειρωτικό δίκαιο, βρίσκονται οι δικαιοδοσίες του Κοινοδικαίου, οι οποίες στην πλειονότητά τους αντιμετωπίζουν τη μη συναινετική πορνογραφία ως έγκλημα στρεφόμενο κατά της σεξουαλικής ταυτότητας και ακεραιότητας του θύματος, δηλαδή της κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα γενετήσιας ελευθερίας.

Ενδεικτικά, με τον Νόμο περί Ποινικής Δικαιοσύνης και Δικαστηρίων του 2015, στην έννομη τάξη της Αγγλίας και της Ουαλίας κατέστη αξιόποινη η δημοσίευση («αποκάλυψη») ιδιωτικών σεξουαλικών φωτογραφιών και ταινιών, η οποία έλαβε χώρα χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου προσώπου και με σκοπό την πρόκληση ψυχικού πόνου σε αυτό.

Η ποινικοποίηση του «revenge porn» ως μορφής σεξουαλικής κακοποίησης στις χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου, έχει ως αποτέλεσμα τη βαρύτερη τιμώρηση τέτοιου είδους πράξεων, όπως επίσης και την εν γένει αντιμετώπισή τους από τους θεσμούς της ποινικής δικαιοσύνης κατά τρόπο εφάμιλλο των λοιπών σεξουαλικών εγκλημάτων.

Η διάσταση μεταξύ των δικαιοδοσιών του ηπειρωτικού δικαίου και αυτών του Κοινοδικαίου, όσον αφορά το φερόμενο ως προσβαλλόμενο έννομο αγαθό των σεξουαλικά κακοποιητικών συμπεριφορών με τη χρήση εικόνων είναι απολύτως δικαιολογημένη.

Από τη μία πλευρά, οι εν λόγω αξιόποινες πράξεις συνιστούν κατάφωρες παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής, και ειδικότερα του δικαιώματος της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, δηλαδή του δικαιώματος «να αποφασίζει κανείς ποιες περιστάσεις από την απόρρητη ιδιωτική ζωή του, πότε, υπό ποιες προϋποθέσεις και σε ποιους θα αποκαλυφθούν και θα γίνουν γνωστές». Οι παραβιάσεις αυτές καθίστανται ακόμη σοβαρότερες, όταν οι παρανόμως δημοσιευμένες φωτογραφίες αναρτώνται στο διαδίκτυο, συνοδευόμενες από πληροφορίες που αφορούν το εικονιζόμενο πρόσωπο, καθιστώντας το τουλάχιστον ταυτοποιήσιμο– μία συνήθης πρακτική διεθνώς γνωστή ως «doxing».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
«Doxing»: Τι πρέπει να προσέχετε στις εφαρμογές γνωριμιών

Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ο χαρακτήρας των εικόνων που δημοσιεύονται και συγκεκριμένα το σεξουαλικό τους περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνει η δικηγόρος, Αγγελική Γιαννάκη, οι δράστες προβαίνουν στην ανάρτηση του ευαίσθητου προσωπικού υλικού, ακριβώς επειδή είναι τέτοιο, αποσκοπώντας στον χλευασμό, την ταπείνωση και τη δυσφήμηση της παθούσας, ενόψει της φύσης των δημοσιευόμενων φωτογραφιών ή βίντεο. Το αγαθό που σκοπεύει να βλάψει ο δράστης και το οποίο τελικά προσβάλλεται, είναι αυτό της γενετήσιας ελευθερίας, δηλαδή της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης του θύματος, στο βαθμό που αυτό «καλύπτει την επιλογή συντρόφου, την επιλογή της στιγμής, του τόπου και του τρόπου των ερωτικών πράξεων», δεδομένου ότι οι προσωπικές αυτές στιγμές που προορίζονταν να παραμείνουν ιδιωτικές καθίστανται δημόσιες χωρίς τη συγκατάθεσή της.

Όπως αναφέρει στο άρθρο της η κα Γιαννάκη, η άποψη που αφορά στον χαρακτήρα της μη συναινετικής πορνογραφίας ως σεξουαλικού εγκλήματος, φαίνεται να συναντά ευρεία υποστήριξη στη διεθνή βιβλιογραφία, όπου προτείνονται όροι όπως «διαδικτυακός βιασμός» («cyber rape»), αλλά και ο προαναφερθείς όρος «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας» («image-based sexual abuse») για να περιγράψουν το θλιβερό φαινόμενο.

Η θέση ότι οι εν λόγω συμπεριφορές αποτελούν μέρος του ευρύτερου φάσματος των μορφών σεξουαλικής βίας εδράζεται κατά κύριο λόγο στα κοινά χαρακτηριστικά των πράξεων αυτών, δηλαδή στη σεξουαλική φύση των εικόνων και της κακοποίησης, στον έμφυλο χαρακτήρα της διάπραξης του αδικήματος και της θυματοποίησης, στις επιπτώσεις στους παθόντες, αλλά και στην υποτίμηση του φαινομένου σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου, νομοθεσίας και χάραξης πολιτικής. Είναι σημαντικό να αναφερθεί μάλιστα ότι η σεξουαλική ελευθερία δεν είναι μόνο σωματική, αλλά εκτείνεται και στην ψυχολογική και πνευματική σφαίρα, με αποτέλεσμα η διαδικτυακή –και άρα μη σωματική– προσβολή της να μπορεί επίσης να συνιστά πράξη σεξουαλικής βίας.

Η δικηγόρος κα Γιαννάκη υποστηρίζει ότι, λόγω έλλειψης ποινικής διάταξης που να αποτυπώνει με συγκεκριμένο τρόπο τις συμπεριφορές που συνιστούν το φαινόμενο του revenge porn, οι δικαστικές αρχές της Ελλάδας ευλόγως υπάγουν τέτοιου είδους πράξεις σε αδικήματα στρεφόμενα κατά της ιδιωτικής ζωής και της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης.

Κλείνοντας το άρθρο της σχετικά με τη νομική αντιμετώπιση της μη συναινετικής/εκδικητικής πορνογραφίας, τονίζεται ότι οι εν λόγω κακοποιητικές πράξεις αποτελούν εγκλήματα που προσβάλλουν το έννομο αγαθό της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης. Στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, σύμφωνα με την Αγγελική Γιαννάκη, τέτοιες πράξεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έναυσμα για εποικοδομητικό διάλογο σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι ήδη υφιστάμενες αξιόποινες πράξεις προσήκουν στον χαρακτήρα της μη συναινετικής πορνογραφίας, όπως επίσης και σχετικά με την επάρκεια αυτών σε ό,τι αφορά την πρόληψη και την εν γένει ποινική μεταχείριση αυτής.

Revenge porn: Πώς αντιμετωπίζεται η εκδικητική πορνογραφία

Παρά το γεγονός ότι πλέον διώκεται ποινικά, πολλά θύματα κατηγορούνται για το υλικό που έχει κάποιος άλλος στη διάθεσή του (victim blaming), αντιμετωπίζοντας επιθέσεις που προσομοιάζουν σε σεξουαλική παρενόχληση.

Το πιο σημαντικό από όλα είναι αρχικά το θιγόμενο πρόσωπο να κατανοήσει ότι δεν ευθύνεται στο ελάχιστο για το γεγονός, ενώ, όσο ψυχοφθόρο κι αν είναι αυτό που βιώνει, χρειάζεται να βρει το κουράγιο και τη δύναμη να μιλήσει για αυτό που του συνέβη σε ανθρώπους στο περιβάλλον του. Μόνο έτσι θα καταστεί εφικτή η τιμωρία του θύτη και θα αδειάσουν οι διάφορες ιστοσελίδες από ιδιωτικές εικόνες και βίντεο ατόμων που έπεσαν θύματα εκδικητικής πορνογραφίας.

Στο πιο πρακτικό μέρος, τα θύματα του revenge porn πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τις αρχές, έτσι ώστε να λαμβάνονται όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα και δράσεις, τόσο προς το θύμα, όσο και προς τον θύτη. Τα θύματα έχουν δικαιώματα και το οποιοδήποτε υλικό τα αφορά, διέπεται από σαφή νομοθεσία που τα προστατεύει και οφείλει να τα προστατεύει.

Πρακτικές συμβουλές: Τι να κάνετε αν είστε θύμα revenge porn

  • -Καταγγείλτε το περιστατικό
  • -Κρατήστε αποδεικτικά
  • -Μιλήστε σε φίλους και οικογένεια
  • -Ζητήστε ψυχολογική υποστήριξη

Για οποιοδήποτε θέμα αφορά παραβατική συμπεριφορά μέσω διαδικτύου, επικοινωνήστε με τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος με τους ακόλουθους τρόπους:

– Τηλέφωνο: 11188
– Fax: 213-1527471
– Email: ccu@cybercrimeunit.gov.gr
– μέσω του portal στη διεύθυνση: https://goo.gl/vOHdVb
– Ταχυδρομική διεύθυνση: Λ. Αλεξάνδρας 173, Τ.Κ. 11522, Αθήνα

Υποδιεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος:

– Τηλέφωνο: 11188
– Fax: 213-1527666
– Email: ydheve@cybercrimeunit.gov.gr
– Ταχυδρομική διεύθυνση: Μοναστηρίου 326, Τ.Κ. 54 121, Θεσσαλονίκη

ΚΟΡΑΛΙΑ ΞΕΠΑΠΑΔΕΑ – neolaia.gr