Nότια της Ρώμης ψέλνουν ελληνικά
ΡΩΜΗ. Παράδοση χιλιετιών προσπαθούν να συντηρήσουν οι δέκα ορθόδοξοι μοναχοί οχυρής μονής σε λόφο νότια της Ρώμης, διαφυλάσσοντας πνευματική κληρονομιά 1.600 ετών.
Με ηλικίες μεταξύ 23 και 89 ετών, οι μοναχοί αυτοί είναι μεταξύ των τελευταίων μελών του ελληνορθόδοξου «τάγματος» των Βασιλειανών, οι οποίοι συνεχίζουν να ακολουθούν τους ασκητικούς κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου. Ο Μέγας Βασίλειος, που υπήρξε επίσκοπος Καισάρειας, έθεσε τις βάσεις του μοναχισμού στα μέσα του 4ου αιώνα, ορίζοντας μεταξύ άλλων ότι ο μοναχός πρέπει να εναλλάσσει την εργασία με την προσευχή.
Ο 27χρονος μοναχός Κλαούντιο Κορσάρο εγκατέλειψε πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία βαρύτονου στην όπερα, για να ενδυθεί το μοναστικό χιτώνα. Το μόνο τραγούδι που ηχεί πια από τα χείλη του είναι οι ψαλμωδίες της Θείας Λειτουργίας. «Ημουν μόλις έξι ετών όταν ένιωσα την παρουσία του Θεού για πρώτη φορά. Συνειδητοποίησα την έφεσή μου για τη μοναστική ζωή πολλά χρόνια αργότερα, αφού είχα ήδη εκκινήσει την οπερατική σταδιοδρομία μου», λέει ο Κορσάρο, καθώς βηματίζει στον ελαιώνα της μονής. Ο Κορσάρο και οι μοναχοί φορούν ορθόδοξα άμφια, ενώ η λειτουργία γίνεται στα ελληνικά.
Οι Βασιλειανοί μοναχοί της μονής του Αγίου Νείλου έχτισαν το αβαείο της Γκροταφεράτα το 1004, πενήντα χρόνια πριν από το Μεγάλο Σχίσμα του 1054, που οδήγησε στον διαχωρισμό ανατολικής και δυτικής χριστιανοσύνης. Την εποχή εκείνη, οι μοναχοί της Γκροταφεράτα επέλεξαν να παραμείνουν πιστοί στον Πάπα της Ρώμης, αντί να ακολουθήσουν τον ορθόδοξο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι σήμερα, όμως, οι Βασιλειανοί ακολουθούν την ελληνορθόδοξη λειτουργία. Οι καθολικοί σε όλο τον κόσμο πραγματοποιούν τη Θεία Λειτουργία στις τοπικές γλώσσες τους και ορισμένες φορές στα λατινικά.
Η ημέρα των μοναχών του Αγίου Νείλου αρχίζει στις 5.30 τα ξημερώματα, πρώτα με ατομική προσευχή και αργότερα στη συλλογική Θεία Λειτουργία. Τα καθημερινά καθήκοντά τους περιλαμβάνουν τη φροντίδα του λαχανόκηπου, τη συγκομιδή της ελιάς από τα ελαιόδενδρα της μονής, την αγιογραφία, τη μελέτη των κειμένων και την καθαριότητα των κελιών. Μετά το γεύμα, οι μοναχοί έχουν μία ώρα ξεκούρασης στη διάθεσή τους, προτού συνεχίσουν τις εργασίες. Η ημέρα κλείνει με τον Εσπερινό και το δείπνο στην τραπεζαρία.
Οι περισσότεροι μοναχοί έχουν οικογενειακές σχέσεις με την ελληνόφωνη μειονότητα της Κάτω Ιταλίας ή κατάγονται από τη Βόρειο Ηπειρο. Οι μοναχοί αυτοί είναι οι τελευταίοι που συνεχίζουν να ακολουθούν τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου.
Ο 23χρονος μοναχός Φιλίπο Πεκοράρο μεγάλωσε σε ιταλοαλβανική οικογένεια της Σικελίας, η οποία κατάγεται από την εθνότητα των τόσκηδων Αρμπερέσε, φυγάδες από την οθωμανική εισβολή στα Βαλκάνια μεταξύ 14ου και 18ου αιώνα. «Μεγάλωσα σε ιδιαίτερα θρησκευόμενο περιβάλλον και η απόφαση να μονάσω υπήρχε μέσα μου από παιδί», λέει ο Πεκοράρο. Η εισροή νέου αίματος, όμως, δεν έχει εμποδίσει τη συρρίκνωση του μοναστικού τάγματος των Βασιλειανών. Στα μέσα του 20ού αιώνα, η μονή φιλοξενούσε περισσότερους από 80 μοναχούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Κορσάρο παραμένει πιστός στην αποστολή του, που είναι η διατήρηση της αρχέγονης αυτής παράδοσης. «Νιώθω ότι ο Κύριος με επέλεξε μεταξύ πολλών για να επωμισθώ την ευθύνη αυτή και Τον ευχαριστώ για την ευκαιρία», λέει ο Κορσάρο.