«Mindhunter»: Οι «κυνηγοί μυαλών» που παίρνουν τον χρόνο τους
Είναι συνήθης πρακτική για τις επιτυχημένες σειρές του Netflix –και όχι μόνο– να ετοιμάζουν τους επόμενους κύκλους τους σε χρόνο-ρεκόρ. Εξι μήνες ή το πολύ ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της πρώτης σεζόν, ακολουθεί η δεύτερη, πιθανόν και η τρίτη, αναλόγως και της δημοφιλίας του σόου. Αυτό επιτάσσουν προφανώς οι κανόνες του μάρκετινγκ, με το ποιοτικό αποτέλεσμα ωστόσο σπανίως να μένει στα ίδια επίπεδα και οι τηλεθεατές να καταλήγουν να παρακολουθούν από… συνήθεια.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει για το «Mindhunter», την ιδιοφυή αστυνομική σειρά που εμφάνισε τον δεύτερο κύκλο της πριν από μερικές ημέρες στη διαδικτυακή πλατφόρμα, σχεδόν 2,5 χρόνια μετά το ντεμπούτο της. Και άξιζε την αναμονή. Με τον Ντέιβιντ Φίντσερ να κρατά τη θέση όχι μόνο του παραγωγού, αλλά και του σκηνοθέτη των τριών πρώτων επεισοδίων, οι ιστορίες των σίριαλ κίλερ επιστρέφουν ακόμη πιο εθιστικές από πριν. Για όσους δεν την έχουν παρακολουθήσει, η σειρά μάς πηγαίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου δύο πράκτορες του FBI μαζί με μια ακαδημαϊκό στήνουν την πρώτη μονάδα συμπεριφορικής ανάλυσης. Η δουλειά τους περιλαμβάνει εντατικές συνεντεύξεις με φυλακισμένους κατά συρροήν δολοφόνους, γεγονός που δεν θα τους αφήσει ανεπηρέαστους.
Στον δεύτερο κύκλο η δουλειά του διδύμου συνεχίζεται με ακόμα πιο «διάσημους» εγκληματίες, όπως ο Τσαρλς Μάνσον και ο Γιος του Σαμ. Οι πράκτορες Φορντ και Τρεντς θα έλθουν αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες μάλιστα αρκετές φορές θα τους οδηγήσουν κόντρα στον ίδιο τους τον εαυτό. Εκείνο βέβαια που είναι πάντα γοητευτικό στο «Mindhunter» είναι ο τρόπος που παίζει με το ανθρώπινο μυαλό. Σε μια σκηνή του εναρκτήριου επεισοδίου, ο Τρεντς εξηγεί με χαλαρότητα τις λεπτομέρειες μιας φρικιαστικής υπόθεσης, κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού μπάρμπεκιου. Οι παρευρισκόμενοι ακούν μαγεμένοι, με τα μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο και θαυμασμό, περίπου δηλαδή όπως και όλοι εμείς που παρακολουθούμε τα επεισόδια.
Ολες αυτές οι αναφορές, μικρές και μεγάλες, συνυπάρχουν εδώ με τη γνώριμη ατμοσφαιρική σκηνοθεσία-σκηνογραφία του Φίντσερ που κάνει οποιονδήποτε χώρο στήνει την κάμερα –ακόμα και τον υπεράνω υποψίας– να «μυρίζει» θρίλερ. Από την άλλη, η σεναριακή λεπτοδουλειά είναι ξανά τόσο καθοριστική, που σε κάνει να ξεχνάς τη σχεδόν πλήρη απουσία δράσης. Θα ήταν όλα αυτά άραγε εφικτά δίχως τη σχετική άνεση χρόνου στην παραγωγή;
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΑΡΜΠΗΣ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ