Mπορεί το στρες να μας αρρωστήσει;
Πώς η ψυχική επηρεάζει τη σωματική υγεία
Είναι παλαιά η συζήτηση κατά πόσον η ψυχική συνθήκη επιβαρύνει ή όχι τη σωματική υγεία. Είναι μια συζήτηση που φτάνει κάποτε σε αφοριστικές γενικεύσεις. Κατά καιρούς, τυχάρπαστοι τυχοδιώκτες έχουν εκμεταλλευτεί τον ανθρώπινο πόνο πάνω στην πιο ευάλωτη στιγμή ασθενών και συγγενών. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η ιατρική δείχνει να μετατοπίζεται, όχι φυσικά προς τέτοιες επικίνδυνες, αντιεπιστημονικές πρακτικές, αλλά προς μια φιλοσοφία η οποία χαρακτηρίζεται από μια πιο ολιστική προσέγγιση.
Ο γιατρός Γκαμπόρ Ματέ, στο βιβλίο του «Όταν το σώμα λέει όχι. Το κόστος του κρυφού στρες», παρουσιάζει μια τέτοια οπτική πάνω στη σχέση της ανθρώπινης βιολογίας με το άγχος και τις συνέπειές του. Δεν είναι από τα γνωστά απλουστευτικά βιβλία «αυτοβοήθειας» αλλά μια απόπειρα διερεύνησης και συνάμα η αφήγηση μιας περιπετειώδους πορείας στον λαβύρινθο των συσχετισμών ανάμεσα στη σωματική και την ψυχική υγεία. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books σε μετάφραση της Μαρίας Κουκιάδη. Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» προδημοσιεύει ένα ενδεικτικό απόσπασμα.
Η. Μ.
Προδημοσίευση
Πώς μπορεί το στρες να μεταλλαχθεί σε ασθένεια; Το στρες είναι ένα περίπλοκο συνονθύλευμα από σωματικές και βιοχημικές αντιδράσεις σε έντονα συναισθηματικά ερεθίσματα. Από πλευράς φυσιολογίας, τα συναισθήματα είναι ηλεκτρικές, χημικές και ορμονικές αντιδράσεις του ανθρώπινου νευρικού συστήματος. Τα συναισθήματα επηρεάζουν –και επηρεάζονται από– τη λειτουργία των πιο σημαντικών μας οργάνων, την καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού και τη δράση των –πολλών– βιολογικών ουσιών που κυκλοφορούν στον οργανισμό και επηρεάζουν τη σωματική λειτουργία. (…) Η απώθηση –η αποσύνδεση των συναισθημάτων από το συνειδητό επίπεδο και η μετατόπισή τους στο ασυνείδητο– αποσυντονίζει και μπερδεύει την άμυνα του οργανισμού, σε βαθμό που η άμυνα σε πολλούς ανθρώπους καταλήγει να παίρνει τον λανθασμένο δρόμο καταστρέφοντας την υγεία, αντί να την προστατεύει.
«Η άποψη ότι η ασθένεια και ο θάνατος αποτελούν προσωπική αποτυχία είναι ένας απολύτως ατυχής τρόπος να κατηγορεί κανείς το θύμα», τόνιζε η βασική στήλη του New England Journal of Medicine το 1985. «Την ώρα που οι ασθενείς φέρουν ήδη το βάρος της αρρώστιας, δεν θα έπρεπε να τους επιβαρύνουμε με το να αναλάβουν την ευθύνη για το αποτέλεσμα».
Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το μυαλό από το σώμα, είπε ο Σωκράτης σχεδόν δυόμισι χιλιετίες πριν από την έλευση της ψυχονευροανοσο-ενδοκρινολογίας!
Θα επανέλθουμε σε αυτό το δύσκολο ερώτημα, που αφορά το αν τελικά κατηγορεί κανείς τον ασθενή ότι φταίει για κάτι. Εδώ θα αρκεστώ να σημειώσω ότι το θέμα δεν είναι ούτε το φταίξιμο ούτε η αποτυχία. Αυτές οι λέξεις το μόνο που κάνουν είναι να θολώνουν τα νερά. Οπως θα δούμε, το να κατηγορεί κανείς εκείνον που υποφέρει –πέραν του ότι είναι ηθικά αδιανόητο– δεν έχει καμία επιστημονική βάση.
Το άρθρο του NEJM συγχέει το φταίξιμο με την ευθύνη. Ενώ ο καθένας μας φοβάται μην κατηγορηθεί ότι φταίει, όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε πιο υπεύθυνοι – δηλαδή να έχουμε την ικανότητα να ανταποκρινόμαστε υπεύθυνα και με επίγνωση στις καταστάσεις της ζωής μας, αντί απλώς να αντιδράμε. Θέλουμε να παίρνουμε εμείς τις αποφάσεις για τη ζωή μας: να διατηρούμε τον έλεγχο, να έχουμε τη δυνατότητα να παίρνουμε τις αποφάσεις που μας επηρεάζουν. Δεν υπάρχει πραγματική ευθύνη χωρίς επίγνωση. Μία από τις αδυναμίες της δυτικής ιατρικής είναι ότι έχουμε αναγάγει τον γιατρό σε αυθεντία, ενώ ο ασθενής είναι πολύ συχνά εκείνος που απλώς υφίσταται μια αγωγή ή θεραπεία. Αφαιρείται έτσι από τους ανθρώπους η ευκαιρία να είναι πραγματικά υπεύθυνοι. Κανένας μας δεν φταίει αν υποκύψουμε σε μια ασθένεια ή στον θάνατο. Καθένας μπορεί να υποκύψει ανά πάσα στιγμή, αλλά όσο περισσότερα μπορούμε να μάθουμε για τον εαυτό μας, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες να γίνουμε παθητικά θύματα.
Πρέπει να δούμε τη σχέση του μυαλού και του σώματος, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε τόσο την ασθένεια όσο και την υγεία. Ο δρ Ρόμπερτ Μόντερ, από το ψυχιατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου του Τορόντο, έχει γράψει για τη σχέση μυαλού-σώματος στην ασθένεια. «Οταν προσπαθούμε να καταλάβουμε και να απαντήσουμε στο ερώτημα που αφορά το στρες», μου είπε σε μια συνέντευξη, «είναι πιο πιθανό να οδηγηθούμε στην υγεία απ’ ό,τι αν αγνοήσουμε το ερώτημα». Στη διαδικασία της θεραπείας η παραμικρή πληροφορία, κάθε κομμάτι της αλήθειας, μπορεί να είναι πάρα πολύ σημαντική. Αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των συναισθημάτων και του οργανισμού, το να μην ενημερώσει κανείς τους ανθρώπους γι’ αυτήν σημαίνει ότι τους στερεί τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ένα σημαντικό εργαλείο.
Και εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ανεπάρκεια της γλώσσας. Μόνο και μόνο με το να μιλάμε για τη σχέση μεταξύ μυαλού και σώματος είναι σαν να υπονοούμε ότι δύο ξεχωριστές οντότητες συνδέονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Στη ζωή όμως δεν υπάρχει τέτοιος διαχωρισμός· δεν υπάρχει σώμα που δεν είναι μυαλό, δεν υπάρχει μυαλό που να μην είναι σώμα. Εχει προταθεί η λέξη μυαλό-σώμα, για να αποδοθεί η πραγματική κατάσταση ως έχει.
Η θεωρία περί μυαλού-σώματος δεν είναι καν καινούργια στη Δύση. Σε έναν από τους Διαλόγους του Πλάτωνα, ο Σωκράτης αναφέρεται στην κριτική που ασκεί ένας γιατρός από τη Θράκη στους Ελληνες συναδέλφους του: «Αυτός είναι ο λόγος που η θεραπεία τόσο πολλών ασθενειών είναι άγνωστη στους Ελληνες γιατρούς· αγνοούν το όλον. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος της εποχής μας όσον αφορά τη θεραπεία του ανθρώπινου σώματος, ότι οι γιατροί διαχωρίζουν το μυαλό από το σώμα». Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το μυαλό από το σώμα, είπε ο Σωκράτης – σχεδόν δυόμισι χιλιετίες πριν από την έλευση της ψυχονευροανοσοενδοκρινολογίας!
Πηγή: kathimerini.gr