ΕΛΛΑΔΑ

IOBE: Ανάπτυξη 1,8% φέτος έως 2,5% το 2020

Διεύρυνση φορολογικής βάσης, επενδύσεις το κλειδί για την ανάπτυξη

Ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% για φέτος και υψηλότερες ταχύτητες το 2020 βλέπει ο ΙΟΒΕ στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Βάζει όμως τον πήχη χαμηλότερα από τον επίσημο στόχο της κυβέρνησης, θεωρώντας ότι ο στόχος του 2,8% είναι αρκετά φιλόδοξος και προϋποθέτει περισσότερες επενδύσεις και διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Σύμφωνα με την έκθεση το ελληνικό ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί το 2019 έως 1,8%, χάρη στην ενίσχυση των εξαγωγών (+5,0-5,5%), κυρίως σε υπηρεσίες (Τουρισμός – Μεταφορές) και αύξηση επενδύσεων, μικρότερη της αρχικά αναμενόμενης για φέτος (+6-7%). Η ανάκαψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών θα είναι περιορισμένη (+0,5%) , ενώ μεγαλύτερη υπολογίζεται η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης (+1,3%), λόγω επιδράσεων του εκλογικού κύκλου. Η ήπια άνοδος της εγχώριας ζήτησης, σε συνδυασμό με ένα «αποτέλεσμα βάσης» στις εισαγωγές προϊόντων στο τρίτο τρίμηνο, θα συγκρατήσουν την αύξηση των εισαγωγών (+3,5-4,0%).

Την επόμενη χρονιά η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα ανεβάσει ταχύτητα, πιάνοντας ρυθμούς 2,3% με 2,5%, χάρη στη μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, την πιστωτική επέκταση, τις φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, τις αποκρατικοποιήσεις – παραχωρήσεις (+15%) και τη νέα αύξηση εξαγωγών (+4-5%). Ήπια εκτιμάται ότι θα είναι η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,0%), ενώ θα έχουμε μικρή περιστολή καταναλωτικών εξόδων του δημοσίου από μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών (-0,5%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση αναμένεται να αποτυπωθεί στις εισαγωγές (+6,0-6,5%).

Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας αναμένεται κατά το τρέχον έτος ανάμεσα στο 1,5% και 2%, όπως ήταν και στα δύο προηγούμενα έτη, ενώ κατά το επόμενο αναμένεται να υπερβεί το 2%. Η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σε βάση που αποτελείται από τρεις κύριους πυλώνες: τη δημοσιονομική εξισορρόπηση που έχει επιτευχθεί, τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, και τη  μείωση του κόστους χρηματοδότησης της χώρας.

Σήμερα, εξήγησε, την επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης που θα πλησιάζουν ή και θα υπερβαίνουν το 3%, αντιστρατεύεται η ίδια η δομή της οικονομίας. Συγκεκριμένα, ισχυρή μεγέθυνση συνολικά μέσω ενίσχυσης της κατανάλωσης δεν είναι εφικτή καθότι θα συμπαρέσυρε σημαντική άνοδο των εισαγωγών.

Καθοριστικής σημασίας, υπογράμμισε, θα είναι οι επιλογές οικονομικής πολιτικής που θα γίνουν το τρέχον διάστημα έχουν μεγάλη κρισιμότητα. Όπως εξήγησε, η μείωση των συντελεστών συνολικά επιδρά φυσικά ευεργετικά στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις των νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ωστόσο πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι βαθμοί ελευθερίας που υπάρχουν να χρησιμοποιηθούν για να εξορθολογήσουν το σύστημα πρωτίστως προς την κατεύθυνση ενός απλούστερου και σταθερότερου συστήματος που δεν θα επιβαρύνει υπερβολικά την εργασία, όπως συμβαίνει σήμερα.

Τόνισε δε ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης αποτελεί  κεντρική προϋπόθεση για τη βελτίωση της δομής του νέου συστήματος. «Μια πολιτική που θα επιβραβεύει τις διαφανείς συναλλαγές στα τμήματα της αγοράς όπου υπάρχει υψηλότερη φοροδιαφυγή, θα ήταν η κατάλληλη» είπε.

Ο κ. Βέττας σημείωσε ακόμη τα ακόλουθα:

  • Οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αποτυπώνονται και στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, που είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος του IOBE βρίσκεται συνολικά στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης το 2008, ενώ ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαεννέα ετών.
  • Η σημερινή βάση δημιουργεί θετικές προοπτικές αλλά δεν λείπουν οι κίνδυνοι και οι λόγοι για εγρήγορση. Αυτοί σχετίζονται αφενός με τη δομή της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου με αρνητικές εξελίξεις που μπορεί να προκύψουν στο διεθνές  περιβάλλον.
  • Πρέπει η σημερινή θετική συγκυρία να χρησιμοποιηθεί ώστε να αποτελέσει βάση για συστηματικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά την επόμενη δεκαετία.
  • Ειδικότερα, η μείωση στο κόστος χρηματοδότησης στο σύνολο της οικονομίας, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και ευπρόσδεκτη, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και για να διευκολύνει τις δομικές αλλαγές.
  • Η βάση εκκίνησης είναι πολύ χαμηλή. Το επενδυτικό κενό είναι δυσθεώρητο, με τις επενδύσεις να είναι κάτω από το μισό του μέσου όρου της Ευρώπης. Η ανεργία βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και η αποκλιμάκωση της, έστω προς το 10%, δεν θα είναι εύκολη. Η πιστωτική επέκταση κινείται ακόμη σε αρνητικό έδαφος και η ενδυνάμωση της κατά το επόμενο έτος αποτελεί κεντρικό ζητούμενο.
  • Χωρίς τη στροφή σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο με επενδύσεις και εξαγωγές, η ενίσχυση το ρυθμών μεγέθυνσης θα είναι παροδική.
  • Ο στόχος να επιτευχθεί μεγέθυνση με ρυθμό άνω του 2,5% είναι φιλόδοξος και μπορεί να επιτευχθεί μόνο με σημαντική άνοδο των επενδύσεων. Κάποιες από αυτές θα χρειαστούν έναν μεγαλύτερο χρόνο επώασης.
  • Μια μετρημένη αλλά αποφασιστική μεταρρύθμιση του συστήματος είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και απαραίτητη. Η αλλαγή των όρων του συστήματος ούτε μπορεί να καθυστερήσει ούτε πρέπει να αφορά μόνο όσους θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας στο μέλλον.
  • Οι ρυθμοί μεγέθυνσης στη χώρα αυξάνονται ακριβώς την ώρα ου στην υπόλοιπη Ευρώπη και τους εμπορικούς μας εταίρους μειώνονται. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη εφαρμογή μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν, ώστε να αποφευχθεί συνέχιση της ύφεσης, έχει όρια.