ΤΕΧΝΕΣ

«H Τελευταία μου πνοή»: Ο αποχαιρετισμός του Λουίς Μπουνιουέλ

«H Τελευταία μου πνοή»: Ο αποχαιρετισμός του Λουίς Μπουνιουέλ

Επανακυκλοφορεί σε νέα μετάφραση από τις εκδόσεις «Δώμα» το ημιβιογραφικό αφήγημα του κορυφαίου Ισπανού σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ με τον απολογισμό και τους αφορισμούς μιας ζωής

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Λουίς Μπουνιουέλ: Ο μέγιστος δημιουργός του σινεμά

Είναι από τα βιβλία που θα μπορούσαν να χτυπήσουν «σαν την αξίνα σε παγωμένη θάλασσα», έτσι όπως τα ήθελε ο Κάφκα. Που μεταφέρουν έναν τρόπο θέασης του κόσμου στον οποίο ανήκουν, που προδίδουν την «αγωνία θανάτου» του γηραιού δημιουργού, που μεταφέρουν το δικό τους ξεχωριστό ήθος, όσο ντεμοντέ κι αν έχει καταλήξει ο κακοποιημένος όρος. Η «Τελευταία μου πνοή» του Λουίς Μπουνιουέλ (1900 – 1983), την οποία είχαμε γνωρίσει από τον «Οδυσσέα» στη μετάφραση της Μαρίας Μπαλάσκα (με πρώτη έκδοση το 1982), επανακυκλοφορεί στη φροντισμένη έκδοση του «Δώματος» και στη «διαφωτιστική» μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή, ο οποίος μεταφέρει την ειρωνεία και τις αποχρώσεις από το ισπανικό ταμπεραμέντο και το γαλλικό πρωτότυπο (προσθέτει επίσης την προσωπική αντωνυμία στον τίτλο, καθώς έλειπε).

Ιερό σύμβολο για τους απανταχού σινεφίλ, βλάσφημος και εικονοκλάστης, φίλος και συνοδοιπόρος των σουρεαλιστών, μεταμεληθείς για τον κόσμο που δεν θα άλλαζε μέσα από την επανάσταση ή την τρομοκρατία, λάτρης των παθών, αυστηρός κριτής των μεγαλόσχημων της ελιτίστικης τέχνης. Η «Τελευταία πνοή» εκτυλίσσεται σαν πικαρέσκο ημιβιογραφικό μυθιστόρημα. Από τη γενέτειρα Αραγώνα, όπου «ο μεσαίωνας διήρκεσε μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο», μέχρι τις συνοικίες του Παρισιού και το Χόλιγουντ της χρυσής εποχής.

Αλλά αν διαπεράσει κανείς την επιφάνεια των αυτοβιογραφικών αναφορών, αρχίζει να διακρίνει το δεύτερο «δέρμα» του βιβλίου, που συνιστά μια σπουδή στην ηθική και έναν στοχασμό για την προσωπική ελευθερία. Ο Μπουνιουέλ μεγαλώνει σε ένα χωριό όπου «οι καμπάνες σήμαιναν τις θρησκευτικές τελετές (τις λειτουργίες, τους εσπερινούς, τον Άγγελο Κυρίου), αλλά και τα γεγονότα της καθημερινής ζωής, ή τους θανάτους». Ο ίδιος αργότερα θα δηλώσει άθεος, αλλά το καθολικό δόγμα θα παραμείνει μία σταθερή επίδραση –έστω και από την ανάποδη όψη- στο έργο του. Αν ο Χίτσκοκ είναι ο κατεξοχήν «καθολικός» σκηνοθέτης και ενσωματώνει στις εικόνες του τη «διδασκαλία» για την ενοχή ή την τιμωρία, ο Μπουνιουέλ είναι ο αμφισβητίας που καταδυναστεύεται από τη θρησκεία ως πολιτισμική επιρροή. «Στην Καλάνδα (σ.σ. γειτονικό κεφαλοχώρι) οφείλω τις πρώτες μου συναντήσεις με το θάνατο, ο οποίος, από κοινού με μια βαθιά θρησκευτική πίστη και το ξύπνημα του σεξουαλικού ενστίκτου, αποτέλεσε κινητήρια δύναμη της εφηβείας μου». Παρακάτω, σε ένα από τα πιο παραισθησιογόνα κεφάλαια του βιβλίου, το περίφημο «Υπέρ και κατά», όπου σκαρώνει την προσωπική λίστα με τις προτιμήσεις και τις απαγορεύσεις, θα σημειώσει δίκην αφορισμού: «Δεν μου αρέσει η έρημος, η άμμος, ο αραβικός, ο ινδικός και, κυρίως, ο ιαπωνικός πολιτισμός. Απ’ αυτή την άποψη δεν είμαι άνθρωπος της εποχής μας. Στην πραγματικότητα, ο ελληνορωμαιοχριστιανικός πολιτισμός μες στον οποίο μεγάλωσα είναι ο μόνος που με συγκινεί πραγματικά». Και αλλού: «Αισθανόμουν ερωτευμένος με τον τρόπο που ένας εκστασιασμένος καλόγερος μπορεί ν’ αγαπά την Παναγία».

Μέσα σ’ αυτό τον πολιτισμό ο Μπουνιουέλ ανακαλύπτει το απελευθερωτικό μάθημα του αυτοερωτισμού και της σεξουαλικότητας. Μια δύναμη που μπορεί να φέρει την αταξία στη ζωή και τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο ότι η σωματική έκρηξη συνοδεύεται από μια έκρηξη στοχασμού: «Η ανάγνωση της Καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου υπήρξε για μένα μια αποκάλυψη, και εξάλειψε τα τελευταία μου υπολείμματα θρησκευτικής πίστης (σ.σ.: στα 14 του)». Και η αμέσως επόμενη πρόταση: «Η παρθενία μου χάθηκε σ’ ένα μικρό πορνείο της Σαραγόσας». Δεν είναι επίσης τυχαίο που η είσοδος στην μποεμία –εκεί όπου ανακαλύπτει το αγαπημένο ντράι μαρτίνι- συγκρίνεται με άλλη μια θρησκευτική εικόνα: «Μέσα στα μπαρ έχω περάσει ηδονικές στιγμές… Σαν τον άγιο Συμεών τον Στυλίτη που, σκαρφαλωμένος στο στύλο του, συνομιλούσε με τον αόρατο θεό του, έτσι κι εγώ έχω περάσει στα μπαρ μακρές στιγμές ονειροπόλησης, μιλώντας σπάνια με τους σερβιτόρους και συχνότερα με τον εαυτό μου».

Σαν τον Μπαλζάκ

Ο Μπουνιουέλ στρέφεται κατά πάντων και ταυτόχρονα είναι σεβαστικός απέναντι σε οτιδήποτε πρέπει να σωθεί από έναν κόσμο βυθισμένο στην υποκρισία. Περιφέρεται σαν άλλος Μπαλζάκ στα μεγαλεία και τις δυστυχίες των κουρτιζάνων μέσα στις σύγχρονες μητροπόλεις, αυτό το οργιαστικό δάσος που τον δαιμονικό του χαρακτήρα ανέδειξε ο Γάλλος μυθιστοριογράφος μαζί με τον Μποντλέρ. Ακριβώς με την μπαλζακική μέθοδο της παρατήρησης φτάνει κοντά σε ψυχογραφήματα με ανεπαίσθητες μολυβιές, όπως στην περίπτωση του Ζορζ Μπατάιγ: «Είχε ένα πρόσωπο σκληρό, σοβαρό. Έμοιαζε ανίκανος να χαμογελάσει έστω και λίγο». «Δεν μου αρέσει καθόλου η Γκερνίκα», γράφει αλλού για τον Πικάσο, «παρόλο που βοήθησα να προβληθεί. Τα πάντα σ’ αυτό τον πίνακα μ’ ενοχλούν –τόσο η μεγαλοστομία του έργου όσο και η πάση θυσία πολιτικοποίηση της ζωγραφικής». Παρομοίως, θα αγαπήσει τον Φ.Γ.Λόρκα ως προσωπικότητα αλλά όχι τα «ρητορικά, επιτηδευμένα» θεατρικά του. Παρά τον θαυμασμό του για πολλά έργα του Σαλβαντόρ Νταλί δεν θα συγχωρήσει «την κτηνωδώς εγωκεντρική επιδειξιομανία του, την κυνική του συμπόρευση με τον φρανκισμό και, πάνω απ’ όλα, το δεδηλωμένο μίσος του για τη φιλία».

Θα φωτίζουν για πάντα τη ζωή του Μπουνιουέλ οι ταινίες του Φριτς Λανγκ, ενώ θα κρατήσει μέσα του την πρώτη στιγμή που είδε το «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Το ίδιο και το μάθημα του Αντρέ Μπρετόν όταν ο σουρεαλισμός θα ξεθυμάνει και θα ενταχθεί στη βιομηχανία της τέχνης: «Είναι θλιβερό, αγαπητέ μου Λουίς, αλλά το σκάνδαλο δεν υπάρχει πια». Μάθημα που θα επανέλθει και στον Μάη του ’68: «Όπως κι εμείς, οι φοιτητές μίλησαν πολύ και έπραξαν λίγο. Αλλά δεν τους κατηγορώ για τίποτα. Όπως θα μπορούσε να έχει πει ο Αντρέ Μπρετόν, η πράξη έχει πια καταστεί σχεδόν αδύνατη, όπως και το σκάνδαλο». Του αρέσει ο βορράς, το κρύο και η βροχή, μισεί «μέχρι θανάτου» τον Τζον Στάινμπεκ. Αγαπάει τη ρομανική και γοτθική τέχνη, καθώς και τα μοναστήρια -του προκαλεί φρίκη ο όχλος. Σιχαίνεται το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» (μιλιταριστικό και εθνικιστικό μελόδραμα), του αρέσουν «Οι σταυροί στο μέτωπο» (Κιούμπρικ), το «Ρόμα» και το «Ντόλτσε βίτα» (Φελίνι), το «Μεγάλο φαγοπότι» (Μάρκο Φερέρι), η «Περσόνα» (Μπέργκμαν), ο «Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» (Τζον Χιούστον) -όλα φυσικά από το απολαυστικό κεφάλαιο με τη λίστα των 20 σελίδων.

«H Τελευταία μου πνοή»: Ο αποχαιρετισμός του Λουίς Μπουνιουέλ

«Μια σκιά από λάσπη»

Στο τέλος μένει ο ίσκιος ενός ονείρου. «Τι είμαι εγώ για [τον Θεό]; Τίποτα, μια σκιά από λάσπη. Το πέρασμά μου είναι τόσο γρήγορο που δεν αφήνει κανένα ίχνος. Είμαι ένας δύσμοιρος θνητός, δεν έχω άξια λόγου υπόσταση ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Ο Θεός δεν ασχολείται μαζί μας. Αν υπάρχει, είναι σαν να μην υπήρχε». Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, όμως, έχει σημασία η εφήμερη ασωτία, η επίγνωση ότι η χαμέρπεια και οι καθημερινές απολαύσεις συμβαδίζουν με το μεγαλείο της ανθρώπινης περιπέτειας. Από αυτή την αίσθηση πηγάζει και η περίφημη φανταστική φάρσα στους φίλους: «Καλώ σπίτι μου όσους παλιούς φίλους μου είναι αμετάπειστοι άθεοι όπως εγώ. Θλιμμένοι, παίρνουν θέση γύρω απ’ το κρεβάτι μου. Τότε έρχεται ένας παπάς που εγώ έχω ζητήσει να τον φωνάξουν. Μπροστά στους σκανδαλισμένους φίλους μου, κάνω την εξομολόγησή μου, ζητώ άφεση για όλες μου τις αμαρτίες, ο παπάς με διαβάζει…Για ένα πράγμα μόνο λυπάμαι: που δεν θα μαθαίνω πια τι θα συμβαίνει…Παρά το μίσος μου για την πληροφορία, θα ήθελα να μπορώ να σηκώνομαι από τους νεκρούς κάθε δέκα χρόνια, να πηγαίνω σ’ ένα περίπτερο, και ν’ αγοράζω μερικές εφημερίδες».

Το καλύτερο πάντως το είχε ο Μπουνιουέλ εξομολογηθεί ήδη στην αρχή όταν αναφερόταν στην εξαφάνιση του σεξουαλικού ενστίκτου: «Αν ο Μεφιστοφελής εμφανιζόταν και μου πρότεινε να ξαναποκτήσω αυτό που λέμε ανδρισμό, θα του απαντούσα: “Όχι, ευχαριστώ, δεν θέλω. Δυνάμωσε όμως το συκώτι και τα πνευμόνια μου, για να μπορώ να πίνω και να καπνίζω περισσότερο”».

Δημήτρης Δουλγερίδης – in.gr