Drive-in: Ήρθαν (και πάλι) για να μείνουν;
Ένα made in USA είδος ψυχαγωγίας που είχε παρακμάσει «ζωντάνεψε» ξανά λόγω κορωνοϊού για να μας γυρίσει νοσταλγικά πίσω, στα χρόνια του «Grease» με τον Τζον Τραβόλτα και την Ολίβια Νιούτον Τζον
Drive-in στον Λυκαβηττό, drive-in στη Γλυφάδα, drive-in στο Χαϊδάρι, στο ΟΑΚΑ, φεστιβάλ drive-in με σταθμούς σε πόλεις της επικράτειας. O κορωνοϊός δεν ήρθε μόνο για να αλλάξει (προσωρινά, ελπίζουμε) διάφορες καθημερινές συνήθειές μας. Ηρθε για να αλλάξει και τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε τα διάφορα θεάματα, ανάμεσά τους και τον κινηματογράφο. H επιστροφή των drive-in και στην Ελλάδα είναι γεγονός. Είδος που όταν παλαιότερα είχε εισαχθεί στη χώρα μας δεν γνώρισε, είναι η αλήθεια, μεγάλη επιτυχία, επέστρεψε για να δοκιμαστεί ξανά. Κυρίως επειδή υπόσχεται ασφάλεια. Επέστρεψε και για να θυμίσει στους παλαιότερους κάτι βράδια εκεί στα τέλη των 70s που μαζί με την κοπέλα τους ή με την παρέα τους «έβαζαν πλώρη» για Μαλακάσα, όχι απαραιτήτως για να δουν ταινία στο drive-in που λειτούργησε για λίγο εκεί και που η οθόνη του στέκει ακόμη, αλλά για τη βόλτα, για την πλάκα, για την εμπειρία. Γιατί μπορούσαν να χαζεύουν στην οθόνη και να κάνουν θόρυβο, να γελούν, να μιλούν, να τρώνε και να πίνουν, χωρίς να ενοχλούν κανέναν – αυτό στα οικογενειακά drive-in, γιατί υπήρχαν και τα άλλα, τα «αμαρτωλά», όπου την ώρα της ΧΧΧ προβολής μέσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα γίνονταν… Σόδομα και Γόμορρα.
Αν και τα εγκαίνια του πρώτου drive-in τοποθετούνται στα 1933, στην πραγματικότητα παρόμοιοι κινηματογράφοι λειτουργούσαν αρκετά χρόνια πριν. Κάτι σαν drive-in, μια σκηνή για παραστάσεις και προβολές, όπου υπήρχαν εκτός από τα συμβατικά καθίσματα και θέσεις για ορισμένα αυτοκίνητα, είχε πρωτολειτουργήσει το 1915 στο Νέο Μεξικό. Ακολούθησε ένα ακόμη στο Τέξας. Να σημειωθεί πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε το πρόβλημα του ήχου, δεν χρειαζόταν δηλαδή το επιπλέον ηχείο που αργότερα σου έδιναν στην είσοδο για να μπορείς να ακούς (ή τουλάχιστον να το προσπαθείς, αφού η απόδοση ήταν συνήθως κακή), καθώς οι ταινίες ήταν ακόμη βωβές. (Πρώτη ομιλούσα ταινία ήταν «Ο τραγουδιστής της τζαζ» το 1927.)
Ένας τρυφερός (και έξυπνος) γιος
Τα drive-in όπως πάνω-κάτω τα γνωρίζουμε σήμερα δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με μια όχι απόλυτα επιβεβαιωμένη αλλά πολύ διασκεδαστική εκδοχή, εξαιτίας μιας αρκετά πληθωρικής κυρίας, που ζούσε στο Νιου Τζέρσεϊ. Ο γιος της, ο Ρίτσαρντ Χόλινγκσχεντ τζούνιορ, που ασχολούνταν με τις πωλήσεις αυτοκινήτων στην εταιρεία του πατέρα του, βλέποντας πως της ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει ταινία καθισμένη στον κινηματογράφο (γιατί δεν την χωρούσε στο κάθισμα), αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Αντί λοιπόν να συνοδεύσει τη μητέρα του στο σινεμά, έφερε το σινεμά στη μητέρα του: Ο πολυμήχανος Ρίτσαρντ έστησε έναν αυτοσχέδιο κινηματογράφο σε ένα οικόπεδο μπροστά στο σπίτι του. Τέντωσε ένα λευκό σεντόνι ανάμεσα σε δύο δέντρα, έβαλε ένα ηχείο από πίσω και χρησιμοποιώντας έναν προτζέκτορα της Kodak του 1928, πρόβαλλε ταινίες, τις οποίες τα μέλη της οικογένειας αλλά και οι γείτονές τους μπορούσαν να παρακολουθούν και από τα παράθυρα των σπιτιών τους και καθισμένοι στα παρκαρισμένα αυτοκίνητά τους. Κατά μία άλλη εκδοχή, αυτό το έκανε απλά και μόνο για να διαφημίσει τη μάντρα αυτοκινήτων του πατέρα του. Οποια και αν είναι η αλήθεια, ένα νέο είδος διασκέδασης γεννιόταν.
Η πρώτη προβολή
Τελειοποιώντας την εφεύρεσή του, ο Χόλινγκσχεντ πρόσθεσε στον χώρο των προβολών ράμπες οι οποίες ανύψωναν ελαφρώς τα μπροστινά μέρη των αυτοκινήτων ώστε οι επιβάτες τους να μπορούν να βλέπουν χωρίς πρόβλημα στην οθόνη. Το 1932 υπέβαλε αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ακολούθως, και αφού βρήκε επενδυτές πρόθυμους να χρηματοδοτήσουν το τολμηρό σχέδιό του, ίδρυσε την εταιρεία Park-It Theaters. Στις 6 Ιουνίου 1933, η φιλόδοξη δημιουργία του, το Automobile Movie Theater, εγκαινιάστηκε με τη βρετανική κωμωδία του 1932 με τίτλο «Wives Beware» (ή «Two White Arms») με πρωταγωνιστή τον Αντολφ Μενζού. Το φιλμ είχε προβληθεί στους κινηματογράφους μία εβδομάδα πριν χωρίς επιτυχία, γι’ αυτό και το επέλεξε, ώστε να μην υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις από την εταιρεία παραγωγής στα δικαιώματα. Ηταν γεννημένος έμπορος!
Μία νέα μόδα
Ακολούθησε το άνοιγμα και άλλων drive-in σε διάφορες Πολιτείες των ΗΠΑ, όπως στην Πενσιλβάνια, στην Καλιφόρνια, στη Μασαχουσέτη, στη Φλόριδα, στο Τέξας… Η νέα μόδα άρχισε να εξαπλώνεται. Την εποχή που κάθε Αμερικανός ονειρευόταν το δικό του αυτοκίνητο, οι κινηματογράφοι όπου έμπαινες με το όχημά σου δεν μπορεί παρά να έκαναν επιτυχία. Τα μεγάλα ηχεία που αρχικά τοποθετούνταν επάνω από τη σκηνή ή κάπου μέσα στο οικόπεδο, γρήγορα αντικαταστάθηκαν από μικρότερα, με την RCA να παρουσιάζει το 1941 τα πρώτα φορητά ηχεία με χειριστήριο έντασης, ώστε να μπορεί κάθε θεατής να απολαμβάνει τον ήχο όπως τον ήθελε και να μην ενοχλεί τους γύρω του. Η δεκαετία του ’50 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 ήταν περίοδοι κατά τις οποίες οι drive-in κινηματογράφοι γνώρισαν πολύ μεγάλη άνθηση. Οι αμερικανικές οικογένειες βρήκαν την ευκαιρία να ψυχαγωγούνται παίρνοντας μαζί τους ακόμη και τα μωρά τους, που κοιμόντουσαν μέσα στο αυτοκίνητο. Eτσι, δημιουργήθηκαν ακόμη και κινηματογράφοι χωρητικότητας 2.500 αυτοκινήτων! Την ίδια όμως εποχή άρχισαν να φουντώνουν και οι καταγγελίες για ανάρμοστες συμπεριφορές, καθώς αρκετά ζευγάρια αντί να παρακολουθούν τη δράση στο πανί αναλάμβαναν τα ίδια δράση μέσα στα αυτοκίνητά τους. Είναι και αυτή μια πλευρά, η πιπεράτη, της ιστορίας των drive-in.
Λίγο πριν το τέλος
Η εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης και των βιντεοταινιών σηματοδότησε την αρχή της παρακμής των drive-in κινηματογράφων. Το κοινό τους άρχισε να μειώνεται, οι ιδιοκτήτες τους άρχισαν να μην μπορούν να πληρώσουν τα λειτουργικά έξοδά τους και για να τα βγάλουν πέρα αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν τους χώρους τους όχι μόνο ως κινηματογράφους αλλά και ως μάντρες όπου πωλούνταν αυτοκίνητα ή διοργανώνονταν παζάρια. Την εποχή που ξεκινούσε η παρακμή τους στο εξωτερικό τα drive-in έκαναν (με καθυστέρηση) την εμφάνισή τους στην Ελλάδα, σε Μαλακάσα, Αθήνα (στη λεωφόρο Κηφισίας, στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής), Θεσσαλονίκη και Κρήτη και αλλού. Δεν άντεξαν όμως πολύ.
Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 έγιναν προσπάθειες να επανέλθουν, όμως το κοινό είχε χάσει το ενδιαφέρον του. Η παρακμή έγινε ακόμη πιο έντονη όταν ορισμένα drive-in στράφηκαν στην προβολή πορνό. Αλλά ούτε εκείνα άντεξαν. Ωσπου τώρα, με τον κορωνοϊό, και στις ΗΠΑ, και σε χώρες της Ασίας και της Ευρώπης, το ενδιαφέρον του κόσμου για ένα ψυχαγωγικό είδος που σε βγάζει μεν από το σπίτι, αλλά σε κρατάει την ίδια στιγμή μέσα σε περιβάλλον ασφάλειας, άρχισε να αυξάνεται. Οσο και αν δεν μπορούμε να μιλάμε για πανηγυρική αναβίωση, όσο και αν το μέλλον τους εξακολουθεί να προδιαγράφεται δυσοίωνο (δεδομένου ότι ακόμη οι «κανονικοί» κινηματογράφοι αντιμετωπίζουν προβλήματα), είχε τελικά κάτι το νοσταλγικό η (σύντομη;) επάνοδός τους. Κάτι από τα παλιά, ελαφρώς εξιδανικευμένα χρόνια που έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας.
Τα drive-in στο… σινεμά!
Οι πιο εμβληματικές σκηνές που γυρίστηκαν σε drive-in είναι προφανώς εκείνες της κινηματογραφικής μεταφοράς του μιούζικαλ «Grease» του 1978: Με τον ερωτευμένο Τζον Τραβόλτα να τραγουδάει «Stranded at the drivin’, branded a fool/ What will they say Monday at school?/ Sandy, can’t you see I’m in misery?/ Oh Sandy!». Ή να προσπαθεί να πιάσει το στήθος της Σάντι, την οποία ερμηνεύει η Ολίβια Νιούτον Τζον, την ώρα που (δεν) παρακολουθούν την ταινία. Στο «Twister» (1996) με την Ελεν Χαντ και τον Μπιλ Πάξτον, ένας τρομερός ανεμοστρόβιλος χτυπάει ένα drive-in τη στιγμή κατά την οποία στην οθόνη προβάλλονται σκηνές από τη «Λάμψη» με τον Τζακ Νίκολσον. Ενα έρημο drive-in μέσα στην έρημο χρησιμοποιείται ως δυσοίωνο σκηνικό σε μια σκηνή της κωμωδίας «Οι κατάσκοποι που ήρθαν από τη ζέστη» (1985) με τον Τσέβι Τσέις και τον Νταν Ακρόιντ. Σε ένα drive-in καταφεύγει τέλος μια σιαμέζα γάτα που… συνδέεται με μία απαγωγή, στο «That Darn Cat!» (1965), το οποίο στην Ελλάδα προβλήθηκε ως «Ασημένια γάτα», με τον Ντιν Τζόουνς.
Κοσμάς Βίδος – in.gr