3 δισ. ευρώ επιπλέον «ένεση» ρευστότητας
Περίπου στα 11 δισ. ευρώ εκτιμούν ότι θα διαμορφωθεί η συνολική «ένεση» ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, σε χρονικό διάστημα εννιά μηνών, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης.
«Η Κυβέρνηση, από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, έθεσε ως μία από τις βασικές προτεραιότητές της, την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Ενίσχυση η οποία έγινε πράξη μέσω της δημιουργίας νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, αλλά και της βελτίωσης ή επέκτασης αυτών που προϋπήρχαν. Εργαλεία όπως είναι η Επιστρεπτέα Προκαταβολή, το Κεφάλαιο Κίνησης στο πλαίσιο του Ταμείου Επιχειρηματικότητας (ΤΕΠΙΧ ΙΙ) και το Ταμείο Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας», αναφέρουν σε κοινή τους δήλωση.
Σύμφωνα με τους δύο υπουργούς, μέχρι σήμερα, η συνολική στήριξη της πραγματικής οικονομίας από τα τρία αυτά χρηματοδοτικά εργαλεία ανέρχεται στα 7,9 δισ. ευρώ, ενώ εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος του έτους, θα διατεθούν επιπλέον πόροι συνολικού ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ από το ΤΕΠΙΧ ΙΙ, τη δεύτερη φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας, την ολοκλήρωση του 3ου κύκλου και τη δρομολόγηση και υλοποίηση του 4ου κύκλου της Επιστρεπτέας Προκαταβολής. Έτσι η συνολική ενίσχυση της ρευστότητας αναμένεται να διαμορφωθεί περίπου στα 11 δισ. ευρώ (σε χρονικό διάστημα εννιά μηνών), διευκρινίζοντας ότι σε αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνονται άλλα προγράμματα, όπως η αποζημίωση ειδικού σκοπού για μικρές επιχειρήσεις, που διαμορφώνεται, μέχρι σήμερα, περίπου στα 500 εκατ. ευρώ.
Κάνοντας ένα απολογισμό των δράσεων, αναφέρουν ότι μέσα σε περίπου 6 μήνες, έχουν διοχετευθεί:
- 3,1 δισ. ευρώ μέσω των τριών κύκλων της Επιστρεπτέας Προκαταβολής,
- 3,1 δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας, και
- 1,7 δισ. ευρώ μέσω του ΤΕΠΙΧ ΙΙ.
«Αποδεικνύεται, επομένως, έμπρακτα ότι η Κυβέρνηση αφουγκράζεται τις δυσκολίες επαγγελματιών και επιχειρήσεων, ακούει τον σφυγμό τους, και αντιδρά με αμεσότητα και αποτελεσματικότητα. Στόχος μας είναι να ξεπεράσουμε και αυτή τη μεγάλη δοκιμασία, με όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Και με τη μέχρι τώρα πορεία μας, έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε!», καταλήγουν.