ΤΕΧΝΕΣ

«2020: Obscene»: Μια περφόρμανς για τον ερωτισμό και το «άσεμνο»

«2020: Obscene»: Μια περφόρμανς για τον ερωτισμό και το «άσεμνο»

«Είμαι γυναίκα, όχι ανόητη» δηλώνει η Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή και στήνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μια περφόρμανς-μανιφέστο για την ακρότητα των σωμάτων και των βλεμμάτων. Το σκηνικό του «2020: Obscene» με τα χτυπητά χρώματα και τις κάμερες που καταγράφουν τα πάντα, είναι στο όριο. Όπως και όλα όσα συμβαίνουν στη Μικρή Σκηνή της Στέγης από 16 έως 18 Δεκεμβρίου στα 85 λεπτά αυτής της περφόρμανς που σχολιάζει τον lifestyle σαδομαζοχιστικό φετιχισμό του ερωτισμού.

Ελληνικής καταγωγής περφόρμερ, χορογράφος και εικαστική καλλιτέχνις με έδρα τη Ζυρίχη και σημαντικούς σταθμούς και συνεργασίες στην καριέρα της -MoMA Νέας Υόρκης, Tate Modern Λονδίνου, ImPULSTanz Βιέννης, Julidans ‘Αμστερνταμ κά- η Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή, στο «2020: Obscene», χρησιμοποιεί το σώμα, το κείμενο και την εικόνα για να διερευνήσει τα ασαφή όρια του «άσεμνου» (obscene) επί σκηνής (on scene).

Από κοινού με τρεις ακόμα περφόρμερ, η χορογράφος εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στο ακραίο σώμα και στην κατανάλωσή του από το ηδονοθηρικό βλέμμα και την υπερβάλλουσα κειμενικότητα. Από τη μια, το έργο εξετάζει τα προβλήματα του θεάτρου ως μηχανισμού χειραγώγησης σε ό,τι αφορά την αποπλάνηση, την έλξη και τα παιχνίδια της σεξουαλικής ταυτότητας, ενώ από την άλλη διερευνά το ίδιο το σώμα των περφόρμερ ως τόπο αποξένωσης και περιορισμού.

Όπως αναφέρει το δελτίο τύπου της παράστασης, «οι περφόρμερ έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους τη σωματικότητα – με τις αντινομίες ανάμεσα στη διαίσθηση και στη χειρονομία, στο φως και στη νύχτα, στη χορογραφική παρτιτούρα και στο σενάριο, στον κανόνα και στη μορφή, στη σύλληψη και στη δράση. Το έργο, συνεπώς, δεν αμφισβητεί μονάχα το ανατρεπτικό και το κανονιστικό στην παραστατική τέχνη, αλλά προσφέρεται το ίδιο μέσα από την υπερβολή ως μια ριζοσπαστική διακοπή μορφοποιήσεων, χειρονομιών, πολιτισμικών μοτίβων και αρχετύπων».

Η Μπαχτσετζή είναι απόφοιτη του Καλλιτεχνικού Λυκείου της Ζυρίχης (1995) και της Ακαδημίας Θεάτρου Dimitri της ελβετικής πόλης Βέρσο (1997). Συνέχισε τις σπουδές της στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα περφόρμανς στο Κέντρο Τεχνών Χορού, Εικόνας & Ήχου STUK, στην πόλη Λέβεν/Λουβέν του Βελγίου (1999) και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ακαδημία Θεάτρου και Χορού DAS του Πανεπιστημίου Τεχνών του ‘Αμστερνταμ (2006).

Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία, ανάμεσά τους το Performancepreis Schweiz (Ελβετικό Βραβείο Επιτελεστικής Τέχνης) (2012), το Ελβετικό Βραβείο Τεχνών (2011) και το Migros-Kulturprozent Jubilee Award (2007). Από το 2001, οπότε άρχισε να εργάζεται ανεξάρτητα, η Μπαχτσετζή έχει δημιουργήσει πάνω από τριάντα έργα, τα οποία έχουν παρουσιαστεί παγκοσμίως, σε χώρους όπως το MoMA (Νέα Υόρκη), το Stedelijk Museum (‘Αμστερνταμ), η Tate Modern (Λονδίνο), το Museo Jumex (Πόλη του Μεξικού), το ImPULSTanz (Βιέννη), το Julidans (‘Αμστερνταμ), η Bundeskunsthalle (Βόνη) και το MUDAM (Λουξεμβούργο).

Στα μάτια της Μπαχτσετζή, η ποπ κουλτούρα, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ο κόσμος του διαδικτύου παράγουν τα νέα μοτίβα του σύγχρονου χορού. Η ίδια ερμηνεύει τον χορό ως μια πολυφωνική γλώσσα όπου διασταυρώνονται πολλοί δημιουργικοί χώροι: από τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική μέχρι τη φωτογραφία, το βίντεο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τη βιομηχανία του πορνό.

Η δουλειά της ερευνά τις χορογραφίες του σώματος και το πώς ο πολιτισμός προσφέρει πηγαίο υλικό για τις χειρονομίες, τις εκφράσεις και τις φαντασίες μας. Στις παραστάσεις της, η Μπαχτσετζή θίγει τους στερεοτυπικούς τρόπους αναπαράστασης του θηλυκού σώματος στην ποπ κουλτούρα, στον κόσμο του θεάματος και στη βιομηχανία του σεξ, χρησιμοποιώντας αυτούς τους τρόπους για να οικοδομήσει μια νέα, αυτοστοχαστική και χειραφετητική επίσημη γλώσσα.