Ύφεση έως 8% στην Ελλάδα το 2020 εκτιμούν οι ξένοι οίκοι
Η εξέλιξη και άρα οι ακριβείς επιπτώσεις της πανδημίας του κοροναϊού στην ελληνική οικονομία σίγουρα είναι δύσκολο να προβλεφθούν προς το παρόν, ωστόσο, όπως επισημαίνουν αναλυτές και οικονομολόγοι στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», η ύφεση της ελληνικής οικονομίας φέτος μοιάζει αναπόφευκτη, ειδικά στο α΄ εξάμηνο λόγω και του «βάρους» του τουρισμού.
Οι προβλέψεις κυμαίνονται από συρρίκνωση της τάξεως του 1% έως και 8% για την ελληνική οικονομία φέτος, ωστόσο η Ελλάδα σίγουρα δεν θα είναι μόνη της σε αυτή την «καταιγίδα», καθώς βαθιά αναμένεται η συρρίκνωση των περισσότερων οικονομιών. Πολλά θα εξαρτηθούν και από τα εθνικά και διεθνή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται, ωστόσο όταν επιστρέψει η «κανονικότητα», προβλέπεται σημαντικό ριμπάουντ στην ελληνική οικονομία.
Τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η ραγδαία εξάπλωση του κοροναϊού σίγουρα αλλάζουν το «παιχνίδι» για τις οικονομίες διεθνώς, με τους αναλυτές να θεωρούν ότι οι αναβαθμίσεις της Ελλάδας –καθώς και όλων των χωρών– βγαίνουν πλέον από το «τραπέζι».
Πάντως, η ένταξη της χώρας στο έκτακτο QE της ΕΚΤ αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις, καθώς «εξασφαλίζει» τη διατήρηση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα, «προστατεύοντας» έτσι τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αν και το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμά μηδενική ανάπτυξη φέτος, λόγω του δύσκολου πρώτου εξαμήνου, οικονομολόγοι και αναλυτές που μίλησαν στην «Κ» εμφανίζονται πιο απαισιόδοξοι. Οπως σημειώνει στην «Κ» η Μέλανι Ντεμπόνο, οικονομολόγος της Capital Economics, αναμένει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα συρρικνωθεί απότομα το β΄ τρίμηνο. Με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,7% το δ΄ τρίμηνο του 2019, η Ελλάδα οδεύει σε ύφεση ήδη από το πρώτο τρίμηνο το 2020, καθώς είναι από τις οικονομίες που θα έχουν τις μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις, λόγω του μεγάλου βάρους του τουρισμού.
Αν και η όποια πρόβλεψη είναι πρόωρη, οι εκτιμήσεις της Capital Economics τοποθετούν την ύφεση στο 3,5% σε τριμηνιαία βάση το α΄ τρίμηνο και κοντά στο 12% στο β΄ τρίμηνο, που είναι και η βαθύτερη ιστορικά, τονίζει. Η ανάκαμψη που θα ακολουθήσει θα είναι σχετικά πιο αργή από ό,τι στην Ευρωζώνη, δεδομένης της επιβράδυνσης στα τέλη του 2019, και έτσι εκτιμά πως στο γ΄ και στο δ΄ τρίμηνο η ανάπτυξη της Ελλάδας θα κινηθεί στο 6,5% περίπου. Ετσι, η ελληνική οικονομία στο σύνολο του 2020 αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 8% που συγκρίνεται με τη συρρίκνωση 9,2% το 2011 στο ζενίθ της κρίσης χρέους.
Κατά τον Σεμπάστιεν Γκάλι, στρατηγικό αναλυτή της Nordea Asset Management, οι φόβοι για ύφεση και οι ανησυχίες για τα δημοσιονομικά της χώρας, άσκησαν σημαντικές πιέσεις στην ελληνική καμπύλη αποδόσεων το τελευταίο διάστημα πριν το «σωσίβιο» της ΕΚΤ.
«Είναι μία πολύ δυσάρεστη εξέλιξη για μία οικονομία που είχε καταφέρει να ανακάμψει πολύ ισχυρά από την κρίση χρέους, τονίζει στην «Κ». Ο χρόνος, η σωστή διαχείριση και ο ευρωπαϊκός συντονισμός αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες σε αυτήν την ιστορική κρίση, όπως τονίζει, επισημαίνοντας πως μία πρώτη πρόβλεψη είναι ότι η ύφεση στην Ελλάδα μπορεί να αγγίξει το 5% (ή και το 15% εάν τα πράγματα επιδεινωθούν) το 2020.
Εάν η πανδημία περιοριστεί έως το καλοκαίρι, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του 2020 θα κινηθεί κοντά στο 1%, σημειώνει ο Τζέικομπ Σουάλσκι, αναλυτής του οίκου αξιολόγησης Scope Ratings.
Ωστόσο, υπάρχει κίνδυνος για νέο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο ή τον χειμώνα. Η πρόβλεψη του 1% βασίζεται στο ότι η ιδιωτική κατανάλωση –λόγω και των φορολογικών ελαφρύνσεων– θα κινηθεί σε σταθερά επίπεδα, οι επενδύσεις θα ενισχυθούν σε σχέση με το 2019 και οι εξαγωγές θα ανακάμψουν στο γ΄ εξάμηνο, ενώ οι εισαγωγές θα σταθεροποιηθούν.
«Παγώνουν» για φέτος οι αναβαθμίσεις, πιστωτικά θετικό το QE
Η τρέχουσα κρίση σβήνει, όπως είναι λογικό, τις προοπτικές αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας φέτος. Οπως σημειώνει η κ. Ντεμπόνο, είναι απίθανο οποιαδήποτε χώρα να δει αναβάθμιση το επόμενο διάστημα, δεδομένου ότι η παγκόσμια οικονομία είναι στα πρόθυρα της ύφεσης και η Ελλάδα δεν είναι αλώβητη ως προς αυτό.
Οι αναλυτές, πάντως, τονίζουν πως η ένταξη στο έκτακτο QE της ΕΚΤ –η οποία δεν βρήκε καμία απολύτως αντίσταση από κανένα μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ– αποτελεί ένα σημαντικό σήμα και «θωρακίζει» το κόστος δανεισμού και έτσι δεν… ενοχλεί το γεγονός ότι απομακρύνεται το ορόσημο της «επενδυτικής βαθμίδας». Ωστόσο, σίγουρα αυτή η καθυστέρηση δεν βοηθά τις ελληνικές τράπεζες, καθώς τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση (collateral) για χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ.
Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτής της Danske Βank, η αναβάθμιση της Ελλάδας φέτος έχει πιθανότατα βγει από το τραπέζι, ωστόσο εάν κοιτάξουμε την Πορτογαλία, η οποία διατήρησε τις θετικές προοπτικές από την S&P παρά την κρίση λόγω κοροναϊού, έτσι μπορεί και αυτή να διατηρήσει το θετικό outlook από τις S&P και Fitch.
Παράλληλα, αναφέρει ότι η ένταξη στο έκτακτο QE της ΕΚΤ είναι μία εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη και ανακούφιση για τη χώρα, καθώς το κόστος δανεισμού θα υποχωρήσει. Επομένως, αν η Ελλάδα δεχόταν για κάποιον λόγο υποβάθμιση, θα εξακολουθεί να αποτελεί «μέλος» του QE και να είναι προστατευμένη.
«Οπως σε όλες τις χώρες, η κρίση του κοροναϊού θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην οικονομία της Ελλάδας, ιδιαίτερα στον τουριστικό κλάδο, και θεωρούμε ότι η ύφεση είναι εξαιρετικά πιθανή για τη χώρα φέτος», σημειώνει στην «Κ« η επικεφαλής αξιολογήσεων του οίκου DBRS, Νίκολα Τζέιμς.
Ωστόσο, η δημοσιονομική ευελιξία που προσφέρεται πλέον στη χώρα για να αντιμετωπίσει την κρίση και η αποδοχή από την πλευρά της ΕΚΤ των ελληνικών ομολόγων στο νέο της πρόγραμμα, παρέχουν ένα χρήσιμο δίχτυ ασφαλείας σε μια εποχή αυξημένης αστάθειας της αγοράς, ενώ και ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος έχει γίνει πιο ανθεκτικός και αυτό είναι ενθαρρυντικό.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΟΥΡΤΑΛΗ – kathimerini.gr