ΤΕΧΝΕΣ

Όταν η κάμερα πάει… επαρχία

Η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη έφερε ξανά στο προσκήνιο την κινηματογραφική καλτ ελληνική επαρχία.

Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι από τους Ελληνες κινηματογραφιστές που, ώς τώρα τουλάχιστον, ήταν μάλλον ταυτισμένοι με το αστικό τοπίο.

Οι εντάσεις, οι εκρήξεις και τα μπινελίκια που χαρακτηρίζουν το σινεμά του, τοποθετούνταν συνήθως μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός στενού διαμερίσματος, κάπου στο χάος της πόλης. Με την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ωστόσο, ο Οικονομίδης βγήκε στην… εξοχή. Η καινούργια περιπετειώδης κωμωδία του εκτυλίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη –πρόκειται για τη Λαμία, αλλά δεν κατονομάζεται– από εκείνες, όπου όλοι γνωρίζονται λίγο-πολύ μεταξύ τους και το τοπικό σκυλάδικο (θα μπορούσε να) λέγεται άνετα «Κροκόδειλος».

Οι χαρακτήρες από την πλευρά τους είναι βέβαια οι αντίστοιχοι: ο ντόπιος επιχειρηματίας με τις διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο. Ο ίδιος ο υπόκοσμος που κινείται σε ρυθμούς επαρχίας. Ο διοικητής της αστυνομίας που λαδώνεται, σχεδόν βαριεστημένα. Ο ιδιοκτήτης του στριπτιζάδικου με τη χαρακτηριστική προφορά εξ Αγρινίου. Και βέβαια οι δύο απίθανες μαμάδες για τις οποίες μιλούν όλοι όσοι έχουν δει την ταινία. Κάπως έτσι η «Μπαλάντα» έχει ήδη μπει σε μια πολύ ξεχωριστή και συνάμα απολαυστική κατηγορία ελληνικών φιλμ που είναι αφιερωμένα στην καλτ ελληνική επαρχία. Παρακάτω θυμόμαστε μερικά ακόμα τέτοια μικρά «διαμάντια» που μας έκαναν να γελάσουμε, συχνά υπερβάλλοντας αλλά ταυτόχρονα πετυχαίνοντας διάνα με την καυστική τους σάτιρα.

«Όλα είναι δρόμος»

Μία από τις κορυφαίες δουλειές του Παντελή Βούλγαρη είναι αυτό το τοποθετημένο στη Βόρεια Ελλάδα σπονδυλωτό φιλμ. Οι πρώτες δύο ιστορίες του, με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Καταλειφό και Θανάση Βέγγο αντίστοιχα, έχουν πιο δραματικό προφίλ και είναι βέβαια αξιόλογες, όμως η πραγματική καλτ αποθέωση έρχεται με το καταληκτικό «Βιετνάμ». Εκεί ο Γιώργος Αρμένης υποδύεται τον Μάκη Τσετσένογλου, έναν μεγαλέμπορο επίπλων, τον οποίο εγκαταλείπει η γυναίκα του, παίρνοντας μαζί και το παιδί τους. Για να πνίξει τον πόνο του, εκείνος καταλήγει στο μόνιμο στέκι του, το επαρχιακό σκυλάδικό ονόματι «Βιετνάμ», όπου γίνεται δεκτός με τιμές… αρχηγού κράτους. Καθώς η νύχτα προχωρεί, από την οθόνη περνούν ντόπιοι τροβαδούροι-λαϊκοί ήρωες, αεικίνητες λουλουδούδες, μπιντέδες και πλακάκια που καταφτάνουν για σπάσιμο στην πίστα και φυσικά το θρυλικό παλτό του Τσετσένογλου, το οποίο ποτισμένο με ουίσκι παραδίδεται στις φλόγες, στην κορυφαία πιθανότατα σκηνή ολόκληρης της εγχώριας κινηματογραφικής καλτ μυθολογίας. Με δύο λέξεις: «Ηλία, ρίχ’ το!».


«Έρωτας στη χουρμαδιά» (αριστερά) και «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (δεξιά) του Σταύρου Τσιώλη, το «Μπραζιλέρο» (κέντρο) του Σωτήρη Γκορίτσα. 

«Μπίζνες στα Βαλκάνια»

Κυκλοφορώντας στα μέσα της «αμαρτωλής» δεκαετίας του 1990, η ταινία του Βασίλη Μπουντούρη ασχολείται με ένα κλασικό θέμα της εποχής: τις όμορφες κοπέλες από το πρώην ανατολικό μπλοκ, οι οποίες γέμισαν (και) τα επαρχιακά νυχτερινά κέντρα, προσελκύοντας με τα κάλλη τους τις καθημερινές… επενδύσεις των ντόπιων. Ενας νεαρός τυχοδιώκτης (Αλέξανδρος Λογοθέτης) από το Πήλιο φεύγει για τη Ρουμανία, προκειμένου να αναζητήσει κορίτσια για το μπαρ που σκοπεύει να ανοίξει στο χωριό του. Επειτα από αρκετές περιπέτειες θα επιστρέψει με τρεις κοπέλες, οι οποίες πιάνουν αμέσως δουλειά, αναστατώνοντας τις καρδιές των ντόπιων, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου. Απόλυτα λαϊκό και καλτ, το φιλμ του Μπουντούρη περιέχει μερικές ξεκαρδιστικές σκηνές όπως εκείνη με τον αστυνομικό, ο οποίος κάνει τον «έλεγχο» στο βανάκι που επιστρέφει δίχως πόρτα –και με ελαφρώς παράνομες συνεπιβάτισσες– από την περιήγησή του στα Βαλκάνια.

Το σινεμά του Σταύρου Τσιώλη

Μια κατηγορία μόνος του. Οι περισσότερες από τις ταινίες του sui generis κινηματογραφιστή αποτελούν παράλληλο φόρο τιμής στην ελληνική Περιφέρεια. Ξεκινώντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πελοπόννησο, όπου τοποθετούνται φιλμ όπως τα «Ερωτας στη Χουρμαδιά», «Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε», «Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» κ.ά., ο Τσιώλης πέρασε και από την υπόλοιπη Ελλάδα, πάντα με το μοναδικό του χιουμοριστικό στυλ, φιλτραρισμένο τις περισσότερες φορές μέσα από τη χαρακτηριστική φιγούρα του Αργύρη Μπακιρτζή. Κορυφαίες στιγμές το απόλυτα αναρχικό –στην ουσία δεν υπάρχει σενάριο– «Φτάσαμεε!», με τον Γιάννη Ζουγανέλη σε ρόλο Ρουμελιώτη σουβλατζή-φιλοσόφου και βέβαια το ανεπανάληπτο «Ας περιμένουν οι γυναίκες»· μια «καλοκαιρινή μακεδονική κωμωδία», όπως αναφέρεται στους τίτλους αρχής, η οποία ανακατεύει την ελληνική επαρχία, με την ξεχωριστή πολιτική… πανίδα του τόπου και την ερωτική καψούρα, που προκαλεί τελικά και τα περισσότερα προβλήματα. Το μείγμα απλώς απολαυστικό με το τρίο φωτιά των Μπακιρτζή, Ζουγανέλη και Μπουλά στα καλύτερά του.

«Μπραζιλέρο»

Εδώ η (όχι και τόσο) τίμια ελληνική Περιφέρεια έρχεται προφητικά σε σύγκρουση με τους Ευρωπαίους εταίρους, μία δεκαετία περίπου πριν πέσει όντως ο ουρανός στο κεφάλι μας. Ο Σωτήρης Γκορίτσας αφηγείται την ιστορία ενός ευκατάστατου παράγοντα μιας μικρής πόλης (Στέλιος Μάινας), ο οποίος δέχεται την αιφνιδιαστική επίσκεψη ενός ελεγκτικού διδύμου από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι τελευταίοι βρίσκονται εκεί για να διαπιστώσουν αν το πολιτιστικό κέντρο που υποτίθεται πως κατασκευάστηκε με κοινοτικά χρήματα, όντως υπάρχει. Η εν λόγω επιδότηση βέβαια κατέληξε στη μεταγραφή ενός «κουτσού Βραζιλιάνου» για χάρη της τοπικής ομάδας, οπότε οι ελεγκτές ετοιμάζονται να πάρουν μέτρα, ενώ το ελληνικό δαιμόνιο κάνει τα δικά του. Η σάτιρα του Γκορίτσα είναι έξυπνη, ανάλαφρη και –κυρίως– εύστοχη, απευθυνόμενη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Αν πάντως κανείς συγκρίνει το ρομαντικό φινάλε της ταινίας με όσα πολύ πραγματικά ζήσαμε αργότερα, μάλλον θα τον πιάσει μελαγχολία.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΑΡΜΠΗΣ-kathimerini.gr