Ψυχολόγος εξηγεί πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους αρνητές της Covid-19
H Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας (M.Sc) – Ψυχοπαιδαγωγός, Μαριλένα Γιαννακού, εξηγεί γιατί κάποια άτομα αρνούνται την ύπαρξη του Covid-19 και παραθέτει τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να τα αντιμετωπίζουμε…
Τους συναντάμε καθημερινά. Στο δρόμο, στα social media, στα πλαίσια μιας συζήτησης ή στα όρια της παράνοιας. Είναι αυτοί που αρνούνται τον COVID-19 αποδίδοντας την ύπαρξή του σε θεωρίες συνωμοσίας και τις συνέπειές του σε επικείμενη αλλοίωση ή ακόμη και καταστροφή του ανθρώπινου είδους. Ποια είναι η ψυχοσύνθεση αυτών των ατόμων και πώς πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε; «Είναι σημαντικό να τονιστεί πως η άρνηση είναι μηχανισμός ψυχολογικής άμυνας. Είναι το πρώτο στάδιο της θλίψης κι ένας αρκετά συνήθης τρόπος να αντιμετωπίζουμε το φόβο του θανάτου», λέει η κυρία Γιαννακού και συνεχίζει: «Ένα απλό παράδειγμα…. Πόσες φορές έχει τύχει να μας ενημερώσουν για ένα δυσάρεστο γεγονός και η πρώτη μας αντίδραση είναι να πούμε: «Αλήθεια τώρα;» ή «Σοβαρολογείς;» ή «Αποκλείεται! Δεν μπορώ να το πιστέψω». Στην ουσία η άρνηση είναι το δίχτυ προστασίας μας. Δίνει χρόνο στο μυαλό μας να απορροφήσει και να επεξεργαστεί σταδιακά συγκλονιστικές πληροφορίες, για να μην κατακερματιστούμε ψυχολογικά. Ωστόσο, η άρνηση είναι μια κατάσταση του νου που μπορεί και οφείλει να περάσει προς την αποδοχή. Δυστυχώς όμως αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο να παρατηρούμε ανθρώπους, ακόμη και ηλικιωμένους, που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του COVID 19 και δεν τηρούν τα μέτρα κοινωνικής προστασίας. Τα άτομα αυτά φοβούνται τόσο πολύ το θάνατο, που βρίσκονται σε άρνηση να δεχθούν ότι υπάρχει ο κίνδυνος να συμβεί. Το παράδοξο στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι, ενώ φοβούνται το θάνατο, υιοθετούν συμπεριφορές που τους εκθέτουν τελικά στον «κίνδυνο» τον οποίο προσπαθούν να αποφύγουν. Αρνούνται να φορέσουν μάσκα, δεν τηρούν το μέτρο κοινωνικής αποστασιοποίησης, πηγαίνουν στη δουλειά τους χωρίς να λαμβάνουν επαρκείς προφυλάξεις. Εν ολίγοις, αγνοούν τα πρωτόκολλα δημόσιας υγείας που μας κρατούν όλους ασφαλείς».
Η άρνηση που ισοπεδώνει την λογική
Εάν όμως η άρνηση ύπαρξης του κορωνοϊού εκθέτει το άτομο σε κίνδυνο, γιατί συνεχίζει να αρνείται την πραγματικότητα; Ακόμη κι αν το άτομο δεν είναι σίγουρο ή δεν εμπιστεύεται τις πληροφορίες που ακούει από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης και τους επιστήμονες, γιατί δεν τηρεί τουλάχιστον κάποιους απλούς κανόνες για να προστατεύσει τον εαυτό του;
Όπως επισημαίνει η ειδικός: «Έχει αποδειχθεί πως όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση έντονου άγχους, οι γνωστικές μας λειτουργίες υπολειτουργούν. Έχουμε πιο αργούς ρυθμούς απόκρισης. Η προσοχή μας διασπάται ευκολότερα, ενώ δυσκολευόμαστε να εστιάσουμε σ’ ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Με άλλα λόγια, όταν βιώνουμε στρεσογόνες καταστάσεις καταναλώνουμε αρκετή ψυχική ενέργεια, αφήνοντας λιγότερη ενέργεια για άλλες γνωστικές μας λειτουργίες. Στη φάση της άρνησης, η παραπάνω κατάσταση είναι ακόμα πιο έντονη. Η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών μπορεί να μας οδηγήσει και σε μια επιλεκτική αποδοχή πληροφοριών απ’ το περιβάλλον. Μπορεί να καταλήξουμε σε σκέψεις και συμπεράσματα, αντίθετα πολλές φορές με τον τρόπο σκέψης που έχουμε όταν δεν είμαστε αγχωμένοι, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το συναίσθημά μας τη δεδομένη στιγμή. Κι ενώ απαιτείται αρκετή ενέργεια για να αντιμετωπίσουμε την περίπλοκη πραγματικότητα του κορωνοϊού, χρειαζόμαστε ακόμη περισσότερη ενέργεια για να την αρνηθούμε κι αυτό γιατί οι γνωστικές μας λειτουργίες υπολειτουργούν.»
Δείξτε κατανόηση, όχι θυμό!
Από τα παραπάνω προκύπτει πως τα άτομα που βρίσκονται σε άρνηση δεν σαμποτάρουν συνειδητά τον εαυτό τους και τους άλλους. Η άρνηση δεν είναι εκούσια. Είναι ο τρόπος που αντιδρά ο εγκέφαλός τους όταν δεν είναι ψυχολογικά έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάτι δύσκολο. Συνεπώς, το να προσπαθήσουμε να πείσουμε κάποιον που βρίσκεται σε άρνηση να συμπεριφερθεί διαφορετικά, πολύ πιθανόν να μας κάνει να νιώσουμε απογοήτευση και έντονο θυμό. Ένας άνθρωπος που δυσκολεύεται να δει την πραγματικότητα, δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί με ορθολογισμό. Χρειάζεται μιαν άλλου είδους προσέγγιση. Ποια θα πρέπει να είναι αυτή; «Φανταστείτε έναν άνθρωπο που εκδηλώνει έντονη γκρίνια επειδή πονάει αρκετά και δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό, γιατί αρνείται να το δεχθεί…. Το πρώτο που ενδεχομένως θελήσουμε να κάνουμε είναι να του βάλουμε τις φωνές ή να απομακρυνθούμε. Κι όμως χρειάζεται τη βοήθεια μας! Τα άτομα που αρνούνται την πραγματικότητα χρειάζονται ενσυναίσθηση. Βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και κινδυνεύουν ψυχολογικά και σωματικά», λέει η κυρία Γιαννακού και συνεχίζει: «Η οριοθέτηση αυτής της συμπεριφοράς είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα. Μεγαλύτερη επιτυχία στην οριοθέτηση μπορεί να έχει η επιστημονική κοινότητα μέσω παράθεσης και σωστής διατύπωσης επιχειρημάτων, καθώς και η κρατική επιμονή στον έλεγχο τήρησης των μέτρων. Στη δημόσια ή φιλική όμως συζήτηση μεταξύ πολιτών είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, και θα πρέπει οι συνομιλητές να επιδεικνύουν κατανόηση και ευγένεια. Αν και δε γίνεται μόνο η μια μεριά να επιδεικνύει συνεχώς κατανόηση και ενσυναίσθηση σε ανθρώπους που μοιάζουν (και ενεργούν) σαν τον «εχθρό»… είναι σημαντικό να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι είμαστε πιο ανθεκτικοί. ….Γιατί η περίοδος που διανύουμε είναι αρκετά στρεσογόνα. Και για να τη διαχειριστούμε και να βγούμε όσο πιο αλώβητοι γίνεται από αυτή, χρειάζεται να καταλάβουμε πώς να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον».