Χαμένοι στη Μετάφραση: Η πανανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία
Χαμένοι στη Μετάφραση/Lost in Translation (2003): Η πανανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, η απουσία της και η αίσθηση της λαχτάρας μεταφράζονται κινηματογραφικά σε ένα ιδιότυπο φιλμ χειρονομιών, βλεμμάτων, χαρμολύπης, κομψότητας και εύστοχου κάστινγκ – κανέναν άλλον δεν μπορείς να φανταστείς στη θέση των Μπιλ Μάρεϊ και Σκάρλετ Γιόχανσον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ουράνια Πλάσματα: Το αλλόκοσμο, άγριο «παραμύθι» του Πίτερ Τζάκσον
Ένας μεσόκοπος ηθοποιός και μια νιόπαντρη κοπέλα συναντιούνται στο Τόκιο.
Εκείνος, πάλαι ποτέ χολιγουντιανός σταρ, σε ταξίδι-αρπαχτή στο Τόκιο για να διαφημίσει μια μάρκα ουίσκι. Εκείνη, πτυχιούχος του Γέιλ, άφησε τα πάντα πίσω της για να στηρίξει τη καριέρα του ανερχόμενου φωτογράφου συζύγου της στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Εκείνος πενηντάρης, χαμένος στη μέση της πορείας του -εκεί όπου συνειδητοποιεί κανείς ότι έχει πάρει λάθος δρόμο, αλλά δεν μπορεί να κάνει ούτε εμπρός ούτε πίσω. Εκείνη εικοσάχρονη, χαμένη στην εκκίνηση -εκεί όπου πρωτοσυγκρούεται κανείς με την απομυθοποίηση του «έζησαν αυτοί καλά…».
Το χαοτικό Τόκιο λειτουργεί ως αντίστιξη στον μεγεθυντικό φακό με τον οποίο η Σοφία Κόπολα παρακολουθεί την προσωπική αναζήτηση των ηρώων της στο ολότελα ξένο γι’ αυτούς περιβάλλον. Η ισορροπία που κρατάει (κάθε πιθανό ερωτικό ξέσπασμα κρίνεται στο πάρα πέντε) εκπέμπει λεπτότητα και σεβασμό απέναντι σε μια σχέση που άλλες κινηματογραφικές προσεγγίσεις ενδεχομένως να υποβίβαζαν. Όσκαρ σεναρίου, τρεις Χρυσές Σφαίρες και δύο βραβεία στη Βενετία
Η Ιαπωνία είναι μόνο το εύρημα. Πώς μπορείς να είσαι τόσο μόνος στην πιο πολύβουη μητρόπολη του κόσμου; Πώς μπορείς να είσαι βουβός με τόσες φωνές -γυναίκα, παιδιά, ατζέντη- στο κεφάλι σου; Πώς μπορείς να είσαι ξένη στην αγκαλιά του άντρα του, αν και νιόπαντρη;
Ο κεντρικός άξονας της ιστορίας, η αναγκαιότητα να την αφηγηθείς, η σιωπηλή καρδιά που χτυπά εκκωφαντικά στο «Χαμένοι στη Μετάφραση» είναι η μοναξιά. Η μοναξιά όταν είσαι μόνος, η μοναξιά όταν είσαι αταίριαστο ζευγάρι, η μοναξιά της ερημιάς σου όταν είσαι στο κέντρο μίας πολύβοης μητρόπολης, η μοναξιά τα άυπνα βράδια, η μοναξιά τα απασχολημένα σου πρωινά.
Ο τρόπος της Κόπολα να την αφηγηθεί ήταν υπόγειος, σιωπηλός, αλλά γεμάτος ένταση. Έχτισε το κενό με τέτοια συνέπεια που στο τέλος η ανάγκη ο Μπομπ και η Σάρλοτ να συναντηθούν ήταν παλλόμενη, εκρηκτική, ξεπερνούσε τη μεγάλη οθόνη. Κι αυτό, τεχνικά, το κατάφερε με σχέδιο, συνέπεια και γεωμετρικές ισορροπίες. Κάθε μονή λήψη της Σάρλοτ ζευγάρωνε με την μονή λήψη του Μπομπ. Σκηνοθετικά, είχαν συναντηθεί σε μία τέλεια αρμονία, πολύ πριν συνευρεθούν στη γραμμική αφήγηση της ιστορίας τους.
Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν ένα κοινό παρονομαστή και μοιάζουν μεταξύ τους στον πυρήνα τους, χωρίς αυτό να φαίνεται ούτε στο ελάχιστο φαινομενικά ή εξωτερικά. Κι όμως εντοπίζουν και αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλο τους εαυτούς τους και αυτή είναι η πραγματική βάση της γνήσιας έλξης και του πλατωνικού έρωτα που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Για πολλούς η μόνη γνήσια μορφή αληθινού έρωτα, ο ανολοκλήρωτος
Πολλά έχουν γραφτεί από τη στιγμή που η ταινία έκανε πρεμιέρα. Άλλα τόσα έχουν συμβεί. Η κωδικοποιημένη αγκαλιά που έδωσε η Σοφία Κόπολα στους ήρωές της, και κατά συνέπεια στους θεατές της, το κλείσιμο του ματιού για όσα δεν συμβαίνουν ούτε στις ταινίες, ούτε στη ζωή, αυτό το ενδιάμεσο “τίποτα” που μπορεί να σε κάνει να χαμογελάς ευτυχισμένος, κέρδισε διακρίσεις, αναγνώριση, βραβεία. Τα χέρια του Μπομπ και της Σάρλοτ άνοιξαν και αγκάλιασαν όλο τον κόσμο και εκείνοι ανταπέδωσαν την αγκαλιά.
Όσοι αγάπησαν κεραυνοβόλα αυτή την ταινία φοβήθηκαν μήπως χαθεί στην μετάφραση… Μήπως ανάμεσα στα φλύαρα μητροπολιτικά τοπία και τα άυπνα βλέμματα δύο τουριστών που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό, κανείς δεν διακρίνει τίποτα. Μήπως τα ολιγοήμερα γυρίσματα, το τολμηρά αφαιρετικό σενάριο, η εμπιστοσύνη σε δύο αταίριαστους θα έλεγε κανείς ηθοποιούς να κουβαλήσουν όλα αυτά που δεν θα πουν ποτέ… πέρασαν απαρατήρητα. Μήπως κανείς ψάξει το χειροπιαστό, το ξεκάθαρο, το ωμό και χάσει τη στιγμή της προσμονής, της καρδιάς που χτυπά με την αμφιβολία, την πάλη της λογικής με την ψυχή.
Οι αποδείξεις έγιναν χρυσός στα χέρια της κόρης με τον μπαμπά Κόπολα να κοιτά βουρκωμένος από τις καρέκλες της Ακαδημίας. Οι πραγματικές αποδείξεις όμως είναι τα εκατομμύρια μάτια που βούρκωσαν παγκοσμίως. Τα μάτια που θόλωσαν και ας μην είδαν, οι καρδιές που ένιωσαν και ας μην κατάλαβαν, τα αυτιά που θα ορκιζόντουσαν ότι άκουσαν τον ψίθυρο ξεκάθαρο.
Για αυτό το «Χαμένοι στη Μετάφραση» είναι μία ταινία που επισκέπτεσαι ξανά και ξανά. Παρέα για όλα αυτά τα βράδια που βαραίνουν το βλέμμα χωρίς λόγο, τα βράδια που θέλεις να μην μιλάς άλλο. Που νιώθεις χαμένος στην μελαγχολία, στις σκέψεις σου, στα φωτάκια της πόλης έξω από την τζαμαρία. Γιατί αυτή η ταινία είναι για όσους έχουν χαθεί σε τρομαχτικούς αφιλόξενους κόσμους, για όσους βρήκαν τον εαυτό τους σε μια μικρή αγκαλιά, και για όσους απομακρύνθηκαν ξανά, χωρίς το χάπι εντ τους, αλλά με την καρδιά ζεστή και γλυκιά. Σαν μέλι.
livethere.gr με πληροφορίες από cinemagazine.gr/athinorama.gr/flix.gr/lifo.gr