Φρικιαστικά εγκλήματα τα οποία παραγράφηκαν και οι δράστες μπορεί να ζουν δίπλα μας
Στυγερές εκτελέσεις και ένα μακελειό που δεν βρήκαν ποτέ τους φυσικούς τους φορείς
Πολύς λόγος έγινε το καλοκαίρι του 2019 για το νομοσχέδιο που προώθησε η κυβέρνηση για το νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τις αλλαγές που αυτό θα φέρει μελλοντικά. Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου στις 6/6/2019 το νέο νομοσχέδιο αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιουλίου του 2019.
Η κίνηση της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει προς ψήφιση στην ολομέλεια της Βουλής το εν λόγω νομοθέτημα προξένησε πληθώρα αντιδράσεων ενώ έγινε δέκτης μύδρων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αιχμή του δόρατος αποτέλεσε η τροποποίηση του νόμου 1608/50 περί καταχραστών του δημοσίου.
Μάλιστα η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας έκανε λόγο για «παραγραφή σοβαρών υποθέσεων διαφθοράς οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί σκάνδαλα και βρίσκονται σε εξέλιξη. Όπως σχολίαζαν νομικοί, πως ενώ ο νομοθέτης προβλέπει ότι ενώ εκείνοι που διαπράττουν πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, υπεξαίρεση, απάτη και απιστία σε βάρος του δημοσίου τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος και καταδικάζονται σε κάθειρξη από 10 έως 15 έτη δεν συμβαίνει το ίδιο και στην περίπτωση της δωροδοκίας – δωροληψίας. Πρόκειται για αδικήματα που είναι συνώνυμα της «μίζας» και η υποβάθμιση τους σε πλημμελήματα θεωρείται βέβαιο πως θα τινάξει στον αέρα εμβληματικές δίκες που έχουν συνδεθεί με «μαύρο χρήμα».
Στην Ελλάδα ωστόσο έχουν παραγραφεί, ή είναι στα πρόθυρα της παραγραφής, υποθέσεις κακουργηματικής φύσεως και εγκλήματα που έχουν χαρακτηριστεί ειδεχθή. 20 χρόνια. Τόσο είναι το διάστημα που απαιτείται για να παραγραφεί ένα έγκλημα κακουργηματικής φύσεως στην περίπτωση που ο δράστης δεν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη προκειμένου να δικαστεί και να καταδικαστεί. Συμπεριλαμβανομένων και των εγκλημάτων που επισύρουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Παρακάτω θα μελετήσουμε τρεις περιπτώσεις δολοφονιών που σόκαραν τόσο με την αγριότητα που τις χαρακτήρισε όσο και με το γεγονός ότι μπορεί οι δράστες να κυκλοφορούν αναμεσά μας.
Ένας 37χρονος και ο 17χρονος ανιψιός του αντικρίζουν δύο μεγαλόσωμους άνδρες να μπαίνουν στο κοσμηματοπωλείο που διατηρεί ο πρώτος επί της οδού Πατησίων.
Ήταν ένα καυτό μεσημέρι Ιουλίου του 1983. Μπροστά στα μάτια δεκάδων μαρτύρων εκτελέστηκαν εν ψυχρώ ο 37χρονος ιδιοκτήτης κοσμηματοπωλείου Σταμάτης Κοντογιάννης και ο 17 ετών ανιψιός του, Χρήστος Τσάκαλος.
Δεκάδες οι μαρτυρίες από περαστικούς, πελάτες ή ιδιοκτήτες παρακείμενων καταστημάτων για το πώς έγινε η επίθεση. Σύμφωνα με την αστυνομία ο στόχος των ανδρών ήταν το χρηματοκιβώτιο που έκρυβε κοσμήματα τεράστιας αξίας.
Το δίδυμο των δολοφόνων φέρεται να μπήκε στο κατάστημα παριστάνοντας τους πελάτες. Όταν τελικά αποκάλυψαν τις προθέσεις τους στον Κοντογιάννη και τον ανιψιό του, έβγαλαν τα 45αρια τους και ζήτησαν τα κλειδιά. Όταν οι δύο άνδρες αρνήθηκαν τότε οι δράστες χωρίς δισταγμό τους εκτέλεσαν.
Αφού χτύπησαν θανάσιμα τον 17χρονο -ο οποίος πέθανε ακαριαία- και τραυμάτισαν σοβαρά τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, τράπηκαν σε φυγή πυροβολώντας συνεχώς για να ανοίξουν δρόμο και να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στις μοτοσυκλέτες των δύο συνεργών τους, οι οποίοι τους περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες, 50 μέτρα μακριά από το κατάστημα.
Η αιματηρή ληστεία είχε κοινά σημεία με μια άλλη ένοπλη επιδρομή που είχε γίνει δεκαπέντε ημέρες πριν σε κοσμηματοπωλείο της Λένορμαν. Στους μάρτυρες επιδείχθηκαν φωτογραφίες, αλλοδαπών, Αιγυπτίων, Ιταλών και Ισπανών, που είχαν απασχολήσει στο παρελθόν για ληστείες και εμπόριο ναρκωτικών.
Η αστυνομία στράφηκε σε οργανωμένα κυκλώματα που είχαν στο παλμαρέ τους ληστείες και εμπόριο ναρκωτικών. Ο φάκελος αυτής της υπόθεσης ανοίχθηκε αρκετές φορές όλα αυτά τα χρόνια, κάθε φορά που γινόταν παρόμοια επίθεση, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ένα από τα πλέον σοκαριστικά εγκλήματα στην κακουργηματική ιστορία της Ελλάδας διαπράχθηκε τον Ιούνιο του 1991 στην περιοχή της Εκάλης. Οι περιγραφές όσων αντίκρυσαν τα τέσσερα πτώματα στη βίλα της φρίκης προκαλούν ανατριχίλα:
Τα πτώματα των μελών της οικογένειας Χρυσαφίδη βρέθηκαν σε ξεχωριστά δωμάτια στο υπόγειο του σπιτιού σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες. Το σκηνικό μιλούσε από μόνο.
Τα τέσσερα θύματα είχαν φιμωθεί, δεθεί και ξυλοκοπηθεί άγρια, πριν δολοφονηθούν. Και όλα αυτά με τα τραύματά τους να προδίδουν πως ο δολοφόνος τους τους εκτέλεσε με φρικτό τρόπο, χρησιμοποιώντας «βαριά» όπλα για να τους σπάσει τα κρανία και κόκαλα. Σε χειρότερη κατάσταση ήταν η σορός του 16χρονου Μιχάλη-Δημήτρη Χρυσαφίδη ο οποίος εντοπίστηκε με σπασμένο στέρνο και σφοδρά τραύματα στο κεφάλι και το σώμα που προκλήθηκαν από βαριοπούλα.
Τη χειρότερη μοίρα ωστόσο, πριν πεθάνει, φαίνεται ότι είχε η Βρετανή μητέρα της οικογένειας, Λιζ. Η γυναίκα είχε αναγκαστεί να παρακολουθεί την δολοφονία του συζύγου και των παιδιών της ενώ βιάστηκε και κακοποιήθηκε με κάθε δυνατό τρόπο πριν καταλήξει κι αυτή νεκρή στις 23 Ιουνίου.
Το χρονικό, σύμφωνα με τις τότε έρευνες, ανέφερε ότι τρεις ημέρες μετά την εξαφάνιση, στις 20 Ιουνίου, σκότωσαν τα παιδιά, ακολούθησε ο σύζυγος και πατέρας στις 21 του μήνα και τελευταία η μητέρα. Οι δράστες δεν προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τα όπλα του τετραπλού φόνου καθώς βρέθηκαν ματωμένα στο υπόγειο. Ήταν ένα τσεκούρι, έναν μπαλντά και μια βαριοπούλα. Στο υπόγειο βρέθηκε και ένα επίσης ματωμένο σκεπάρνι.
Όπως αποκάλυψαν οι έρευνες, από το χρηματοκιβώτιο δεν έλειπε τίποτα άλλο πέρα από χρήματα και μερικά κοσμήματα.
Για επτά ολόκληρες ημέρες τα μέλη της οικογένειας του βιομήχανου Χρυσαφίδη δεν είχαν δώσει σημεία ζωής και η τελευταία είδηση που είχαν ακούσει προερχόταν από τα χείλη του Ταϊλανδού Πρασέρτ Σερτουασάνα, ο οποίος εργαζόταν στο σπίτι ως μπάτλερ.
Στις 18 Ιουνίου ο 28χρονος Τάι, όπως τον αποκαλούσαν, ενημέρωσε, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με συνεργάτες του Χρυσαφίδη, πως η οικογένεια έλειπε σε διακοπές και θα επέστρεφε στις 28 του μηνός.
Οι υποψίες στράφηκαν άμεσα στον έμπιστο μπάτλερ της οικογένειας από τη στιγμή που δεν απαντούσε στο τηλέφωνό του. Τα στοιχεία που προέκυψαν από τις ιατροδικαστικές έρευνες έδειξαν ότι η οικογένεια βασανίζονταν επί 4 μέρες πριν τελικά δολοφονηθεί. Για την αστυνομία αυτό παρέπεμπε σε μαφιόζικο χτύπημα
Ο Τάι είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Ουαζίτα, η οποία εργαζόταν στο σπίτι της οικογένειας Πουλιάση, στη Βάρη. Όλες οι μαρτυρίες συνέτειναν στο γεγονός πως ο Πρασέρτ Σερτουασάνα προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, λέγοντας ψέματα πως η οικογένεια είχε φύγει διακοπές. Όσο η αστυνομία προσπαθούσε να ξεμπλέξει το κουβάρι ωστόσο φάνηκε ότι οι ημερομηνίες δεν συνέπιπταν με εκείνες του ταξιδιού του Σερτουασάνα.
Οι αρχές θεώρησαν πιθανό το ενδεχόμενο οι δράστες να ενέπλεξαν τον 28χρονο και την μνηστή του και να του επέτρεψαν να εξαφανιστεί πριν εκείνοι ολοκληρώσουν το «έργο» τους. Για αυτό και μετά την φυγή του Τάι στο σπίτι βρέθηκαν πάρα πολλά προσωπικά του αντικείμενα.
Η Ελλάδα δεν έχει υπογράψει συμφωνία δικαστικής συνδρομής με την Ταϊλάνδη, με αποτέλεσμα ο Πρασέρτ Σερτουασάνα να μην εκδοθεί ποτέ στην Ελλάδα, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις για την υπόθεση.
Όταν οι αρχές ανακάλυψαν ένα χειρόγραφο σημείωμα του Χρυσαφίδη που έλεγε ότι η περιουσία του μένει στον ανιψιό του τα βλέματα στράφηκαν και προς τα εκεί χωρίς ωστόσο να αποδειχθεί κάποια εμπλοκή του στους φόνους.
Το 1991 φαίνεται ότι ήταν μία αρκετά έντονη χρονιά για το ανθρωποκτονιών. Λίγους πριν το μακελειό στην Εκάλη μία διπλή δολοφονία είχε σοκάρει την κοινή γνώμη.
Η 27χρονη Μαρία Νίκα και ο 30 ετών αρραβωνιαστικός της, ανθυποπλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, Στέφανος Στεφάνου, Βρέθηκαν άγρια δολοφονημένοι στις 20 Ιανουαρίου του 1991 σε μικρή απόσταση από το αυτοκίνητό τους που εντοπίστηκε σε ένα κοντινό πάρκινγκ. Οι σοροί του άτυχου ζευγαριού είχαν συρθεί μέχρι έξω από το Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας ο δράστης αιφνιδίασε το ζευγάρι και πρώτα πυροβόλησε τον ναυτικό ο οποίος βρέθηκε πεσμένος ανάσκελα κοντά στη θέση του συνοδηγού, χτυπημένος στον μηρό και τη μασχάλη της δεξιάς πλευράς του. Η 27χρονη είχε δεχτεί τη βολή στη θέση του οδηγού και είχε τραύματα στον αριστερό ώμο και τον τράχηλο.
Το φονικό όπλο ήταν μια καραμπίνα η οποία είχε κλαπεί από σπίτι στα Μελίσσια 2,5 μήνες πριν. Το γεγονός πάντως ότι δεν εντοπίστηκαν ούτε δακτυλικά αποτυπώματα, ούτε DNA του δράστη έδειξε ότι η «δουλειά» ήταν πέρα για πέρα επαγγελματική. Η αστυνομία μετά από μέρες βρήκε την καραμπίνα στη θάλασσα, μαζί με προσωπικά αντικείμενα της 27χρονης.
Ο 30χρονος ναυτικός βρέθηκε χωρίς κάποια ρούχα του ενώ η σύντροφός του είχε ανεβασμένη την μπλούζα της. Οι σκέψεις να πρόκειται η δολοφονία για σεξουαλικό έγκλημα δεν είχαν αποκλειστεί. Ωστόσο στα πρακτικά η υπόθεση έμεινε ως μία όπου τα θύματα κατά πάσα πιθανότητα βρέθηκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, γινόμενοι μάρτυρες κάποια εγκληματικής δοσοληψίας που… δεν έπρεπε να έχει μάρτυρες.