ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Υιοθετώντας έναν παππού ή μια γιαγιά

 

ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

«Τα γηρατειά δεν είναι μάχη, είναι σφαγή!». Ομολογουμένως, η φράση αυτή από το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Καθένας» δεν είναι και πολύ κατάλληλη για αρχή σχολίου που αναφέρεται στην τρίτη ηλικία. Εχει όμως την ακρίβεια του ρεπορτάζ, καθώς, όσο προχωρούμε στον 21ο αιώνα, φαίνεται πως θα πρέπει να συνηθίζουμε όλο και περισσότερο την εικόνα της φθοράς. Την περασμένη Τρίτη, 1 Οκτωβρίου, ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων, και η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία ενός δυσοίωνου μέλλοντος· και δεν είναι η πρώτη φορά. Το 2050, λοιπόν, ο πληθυσμός της χώρας εκτιμάται ότι δεν θα ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια (ενδεχομένως και τα 8,3 εκατ.), οι έφηβοι θα αντιστοιχούν στο 12% του πληθυσμού, η μέση ηλικία των κατοίκων θα αγγίζει τα 50 έτη και οι οικονομικά ενεργοί πολίτες θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, 3,7 εκατ.

Την ίδια ημέρα έγινε γνωστό ότι μαθητές και μαθήτριες από το 3ο Γενικό Λύκειο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης σκοπεύουν να υιοθετήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα παππούδες και γιαγιάδες από την περιοχή τους. Η καθ’ όλα αξιέπαινη προσπάθεια δεν είναι μόνο μια παρηγορητική χειρονομία. Μέσα από την αντιστροφή της «υιοθεσίας», όπως την αντιλαμβανόμαστε, δίνουμε χώρο σε έναν άνθρωπο που διανύει τα τελευταία χιλιόμετρα του βίου του να μιλήσει, να μοιραστεί εικόνες, να ανακαλέσει μνήμες. Τις περισσότερες (αν όχι όλες) φορές που οι άνθρωποι αφηγούνται είναι γιατί αναζητούν έναν μάρτυρα για τη ζωή τους. Πού πήγαν, τι είδαν, τι είπαν, πώς αντέδρασαν. Γίνονται πρωταγωνιστές στο δικό τους σενάριο, αλλά χρειάζεται και κάποιος να ακούει. Εστω και ένας. Αλλιώς η σιωπή στοιχειώνει και η μοναξιά βαραίνει διπλά.

Τα στατιστικά στοιχεία δεν δηλώνουν μόνο μια χώρα σε απόσυρση, αλλά και έναν πληθυσμό, πλειοψηφικό όπως προβλέπεται, σε μελαγχολία και, μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανημπόρια. «Ηθελε να ζήσει, αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό ώστε να ζήσει έστω και λίγο παραπάνω», γράφει ο Ροθ στον «Κανένα» για τον ηλικιωμένο και ασθενή ήρωά του. «Τα γηρατειά είναι μια μάχη αδυσώπητη, και τη δίνεις όταν είσαι πιο αδύναμος από ποτέ και πιο ανίκανος από ποτέ να ξαναμπείς στον αγώνα».

Ακόμη κι αν είσαι γιαγιά και παππούς, το συναίσθημα παραμένει το ίδιο. Γλυκαίνει, άραγε, χάρη στον ρόλο, η αγωνία ή όχι; Νιώθοντας ο ηλικιωμένος να περιβάλλεται από τους αγαπημένους του κερδίζει κάποιες μάχες καθημερινές, μικρές, ασήμαντες για τους νεότερους; Είναι σημαντικό το αποτύπωμα. Αυτό που αφήνει ο ηλικιωμένος αλλά και αυτό που του επιτρέπουμε να αφήσει.

Κι εδώ το σχέδιο για «υιοθεσία» των μαθητών της Θεσσαλονίκης προσφέρει μια ψευδαίσθηση κληρονομιάς. Ο παππούς και η γιαγιά, ακόμη και μετά το τέλος τους, επιβιώνουν στη μνήμη των νεότερων. Με γέλια, με τρυφερότητα, κριτικά, κάποτε ακόμη και με θυμό. Οι ιστορίες των ανθρώπων, προς το τέλος της ζωής τους, έχουν απ’ όλα: προβλήματα υγείας, φόβο, πανικό, στωικότητα, ξεκαρδιστικά επεισόδια και την ίδια στιγμή τραγικά, απλώς η απόσταση του χρόνου μπερδεύει συχνά τις διαχωριστικές γραμμές, στέρηση, ανεκπλήρωτα, διαστρέβλωση, δεσμούς αναλλοίωτους και δεσμούς παραμορφωμένους γιατί παρέμειναν ανεπεξέργαστοι, με πολλά φορτία.

Η συμφιλίωση με την τρίτη ηλικία ξεκινάει από νωρίς. Δεν καταφθάνει ως επιφοίτηση. Χρειάζεται προετοιμασία με τον εαυτό. Γι’ αυτό και οι γιαγιάδες και παππούδες (πραγματικοί ή εν δυνάμει) δεν πρέπει να απομονώνονται. Το δικό τους υλικό είναι πολύτιμο για να διευρυνθεί και να εμπλουτιστεί η εικόνα του κόσμου. Οι ιστορίες τους δεν είναι μόνο τα παραμύθια, τα στερεότυπα που κουράζουν με την επανάληψη, την έλλειψη φαντασίας. Κάτι να προσθέσουμε στο παζλ του γήρατος, που δεν είναι μόνο το λιγωτικά συναισθηματικό ή το καθωσπρέπει και αρεστό.

Είναι και το ανυπόφορα ρεαλιστικό. Οσμές, σώματα ταλαιπωρημένα, συρρικνωμένα, μονότονες ερωτήσεις, ίδιες φράσεις, ανάγκες που συχνά γίνονται δυσβάσταχτες για τους γύρω τους.

Η στοργή, όμως, δεν γεννιέται από την υποκρισία αλλά από την αλήθεια. Οταν μια ζωή ατενίζει την ανυπαρξία, έχει ανάγκη να ξέρει ότι κάποιος τον/τη νοιάζεται. Οτι δεν θα χαθεί χωρίς να έχει αποθηκευτεί στη σκέψη έστω και ενός ανθρώπου.