ΤτΕ: 7 κίνδυνοι για τράπεζες, νοικοκυριά, επιχειρήσεις
Τα μέτρα στήριξης που προηγήθηκαν και που εξακολουθούν να ισχύουν με άμεσες κρατικές ενισχύσεις, αναστολές πληρωμών και τεράστιες ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ “αλλοιώνουν” την πραγματική εικόνα, προειδοποιεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιοποιήθηκε και κατατέθηκε τη Δευτέρα 28/6 στη Βουλή.
Αν και μεσοπρόθεσμα οι αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι θετικές εξαιτίας των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις, ο κίνδυνος ελλοχεύει εάν το τραπεζικό σύστημα και οι επιχειρήσεις δεν προετοιμαστούν εγκαίρως, δηλαδή πριν την απόσυρση των μέτρων στήριξης. Επίσης, κυβέρνηση και τράπεζες θα πρέπει να έχουν προωθήσει όλες τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να μην υπάρξει επίπτωση από την αύξηση του κόστους δανεισμού, όταν τελειώσουν τα μέτρα στήριξης και πριν αναβαθμιστεί η ελληνική οικονομία και οι ελληνικές τράπεζες σε επενδυτική βαθμίδα.
Μολονότι προβλέπει ανάπτυξη 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022, με θετική επίδραση κατά 8,5% στο ΑΕΠ μέχρι το 2026 και κατά 10,5% μακροπρόθεσμα, οι εκτιμήσεις αυτές προϋποθέτουν ότι δεν θα υπάρξει ραγδαία επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας όταν σταματήσουν τα μέτρα στήριξης. Δηλαδή, υπάρχουν κίνδυνοι στη μετάβαση από τα μέτρα στήριξης στην πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα. Εκείνη τη χρονική στιγμή θα πρέπει να βρει τις τράπεζες ισχυρές και τις επιχειρήσεις και τα δημοσιονομικά μεγέθη έτοιμα να αντιμετωπίσουν τους κραδασμούς.
Σύμφωνα με την Έκθεση της Νομισματικής Πολιτικής, οι κίνδυνοι αυτοί σχετίζονται με:
- Ανεργία – λουκέτα. Τα επερχόμενα λουκέτα και την αύξηση της ανεργίας ειδικά σε κλάδους υπηρεσιών που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία. Εάν δεν υπάρχει πρόβλεψη για αυτόν τον κίνδυνο, υπάρχει περίπτωση η ανεργία να παραμείνει διαρθρωτικό πρόβλημα.
-
Τα κόκκινα δάνεια θα αυξηθούν από τις επιπτώσεις της πανδημίας, καθώς αναμένεται επιδείνωση των οικονομικών των νοικοκυριών και του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων με τη λήξη των μέτρων στήριξης. Επομένως, οι τράπεζες θα πρέπει να αναλάβουν υψηλές προβλέψεις για επερχόμενους κινδύνους και ταυτόχρονα να χρηματοδοτήσουν και να αναχρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία κατά τη μετάβαση. Ήδη, στο πρώτο τετράμηνο, τα κόκκινα δάνεια αυξήθηκαν οριακά από τα τέλη του 2020, μολονότι είναι σε ισχύ μέτρα στήριξης και προγράμματα επιδότησης δόσεων. Τα κόκκινα δάνεια παραμένουν 12 φορές υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το υψηλό αυτό απόθεμα δυσκολεύει τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και να αυξήσουν την κερδοφορία τους.
-
Κερδοφορία – κεφάλαια. Η μεγάλου μεγέθους μείωση των κόκκινων δανείων μέσω του προγράμματος Ηρακλή μείωσε την κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και η συνεχιζόμενη πώληση τιτλοποιημένων δανείων λειτουργούν επιβαρυντικά ως προς την κερδοφορία και τα κεφάλαια. Οι τράπεζες θα πρέπει να βρουν τρόπους να ενισχύσουν κέρδη, κεφάλαια και να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια ώστε να στηρίξουν μέσω της χρηματοδότησης τις επιχειρήσεις που θα αντιμετωπίσουν προβλήματα με τη λήξη των μέτρων στήριξης. Θα πρέπει εγκαίρως να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις που είναι βιώσιμες και ταυτόχρονα θα έχουν προβλήματα ρευστότητας στο μεταβατικό διάστημα. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους θα πρέπει να ενισχυούν μέσω συνεργασιών και συγχωνεύσεων, να εκσυγχρονιστούν κινούμενες προς το νέο παραγωγικό μοντέλο, δίνοντας έμφαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην καινοτομία.
-
Αναβαλλόμενη φορολογία. Η μείωση των εποπτικών κεφαλαίων λόγω ζημιών χρήσης και τιτλοποιήσεων αύξησε το λόγο της αναβαλλόμενης φορολογίας προς τα ίδια κεφάλαια πάνω από το 50%, γεγονός που κάνει επιτακτική τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων και την άντληση κεφαλαίων από τις τράπεζες εκμεταλλευόμενες τις σημερινές ευνοϊκές συνθήκες χαμηλών επιτοκίων. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ως ποσοστό στα κεφάλαια θα αυξηθούν περαιτέρω στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής μείωσης των κόκκινων δανείων.
-
Σχέσεις τραπεζών – κράτους. Οι τράπεζες θα πρέπει να μειώσουν τη διασύνδεσή τους με το κράτος, η οποία προέρχεται από τις υψηλές απαιτήσεις αναβαλλόμενης φορολογίας στα κεφάλαιά τους, αλλά και από την κατοχή πολλών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Η πτώση των επιτοκίων σήμερα και μάλιστα σε αρνητικά επίπεδα δημιουργεί κέρδη για τις τράπεζες. Αν όμως η καμπύλη αποδόσεων αυξηθεί λίγο και τα επιτόκια επιστρέψουν οριακά θετικά, τότε οι τράπεζες θα καταγράψουν ζημιές, επιβαρύνοντας την αδύναμη κερδοφορία τους. Η μεγάλη εξάρτηση των τραπεζών από το κράτος απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σημειώνεται στην Έκθεση.
-
Ταμείο Ανάκαμψης – ΕΣΠΑ. Το κράτος, τράπεζες, Ευρωπαϊκή Αναπτυξιακή Τράπεζα και άλλοι διεθνείς οργανισμοί θα πρέπει να συνεργαστούν τάχιστα και αποτελεσματικά ώστε να αξιοποιηθούν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν και επιχειρήσεις να ετοιμάσουν και να παρουσιάσουν βιώσιμα και καινοτόμα επενδυτικά σχέδια. Το κράτος πρέπει να παραμείνει στο σχέδιο των μεταρρυθμίσεων, προσέχοντας ταυτόχρονα τη δημοσιονομική ισορροπία και το δημοσιονομικό μείγμα, ώστε να αποφευχθούν ελλείμματα προϋπολογισμού και εξωτερικού ισοζυγίου, όπως και την επιδείνωση του χρέους εξαιτίας της αύξησης του κόστους δανεισμού. Αυτό τουλάχιστον μέχρι να αναβαθμιστεί η Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα.
-
Πτωχευτικός νόμος. Να ενεργοποιηθεί ουσιαστικά ο νέος πτωχευτικός κώδικας με όλες του τις λειτουργίες που θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη διαχείριση του ενεργητικού των τραπεζών.
Του Λεωνίδα Στεργίου – capital.gr