Το lockdown και η ανησυχία για χαλάρωση στις γιορτές
Πού εστιάζουν τώρα οι επιστήμονες
Ενα δεύτερο επιδημικό κύμα κορωνοϊού, που μετά τέσσερις εβδομάδες του lockdown «χαμηλώνει» μεν αλλά με αργό ρυθμό. Και ένα πολύ δύσκολο πρώτο τρίμηνο το 2021, κατά το οποίο θα είναι σε εξέλιξη μια διπλή «μάχη»: για τον εμβολιασμό του πληθυσμού και τον έλεγχο της πανδημίας, ειδικά μετά την εορταστική περίοδο… Σχεδόν όλοι, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τους Ευρωπαίους ηγέτες και τους ειδικούς επιστήμονες, προεξοφλούν ότι από τον Ιανουάριο και μετά θα πρέπει να αναμένουμε ένα τρίτο πανδημικό κύμα. Πολλοί εκτιμούν ότι δεν θα πρόκειται για «τρίτο κύμα», αλλά για νέα έξαρση του δεύτερου κύματος, το οποίο δεν θα έχουμε καταφέρει να τιθασεύσουμε. Ολοι συμφωνούν ότι έως ότου εμβολιαστεί επαρκής αριθμός πληθυσμού, η πορεία του κορωνοϊού θα έχει «σκαμπανεβάσματα» τα οποία θα συνοδεύονται με μέτρα.
Στη χώρα μας την τελευταία εβδομάδα καταγράφεται μια πιο ξεκάθαρη μείωση της καμπύλης των κρουσμάτων σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα στις περισσότερες περιοχές της επικράτειας. Ο αριθμός των ημερήσιων διαγνώσεων τις τελευταίες επτά ημέρες είναι (με βάση τα στοιχεία της Παρασκευής) κατά μέσον όρο στα 1.750, έναντι περίπου 1.950 που ήταν το προηγούμενο επταήμερο. Και την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, η πίεση στο ΕΣΥ και κυρίως στις μονάδες εντατικής COVID ήταν πολύ έντονη (94% πληρότητα στις ΜΕΘ της Θεσσαλονίκης), ενώ κατά μέσον όρο δηλώνονταν 100 θάνατοι ασθενών με COVID-19 ημερησίως. Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στον αριθμό των κρουσμάτων σε αναλογία πληθυσμού με βάση τις διαγνώσεις των τελευταίων 14 ημερών (245 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού και 26η θέση στην Ε.Ε. σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων – ECDC), αλλά σχετικά ψηλά στους θανάτους: 11η θέση με 12,7 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού τις τελευταίες 14 ημέρες.
«Είμαστε στη φάση κατά την οποία μειώνονται τα κρούσματα του δεύτερου πανδημικού κύματος στη χώρα μας και παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές φαίνεται σταθεροποίηση του επιδημικού φορτίου, μπορούμε να πούμε ότι γενικά υπάρχει πτωτική τάση», σημείωσε στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής. «Αυτό το κύμα ήταν πολύ μεγάλο, γιατί υπήρξαν ταυτόχρονα αρκετές συρροές λόγω συνθηκών συγχρωτισμού σε πολλές περιοχές και, επιπλέον, δεν τηρήθηκαν τα μέτρα, ακόμη και μετά την αυστηροποίησή τους. Είναι ενδεικτικό ότι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, κατά την πρώτη εβδομάδα του δεύτερου lockdown, η κινητικότητα του πληθυσμού μειώθηκε λίγο συγκριτικά με τους περιορισμούς», τονίζει.
«Αυξημένος κίνδυνος»
Αναφορικά με το πόσο πιθανό είναι να εξελιχθεί στην Ελλάδα ένα τρίτο κύμα, ο κ. Παρασκευής επισημαίνει πως «είμαστε σε περίοδο αυξημένου κινδύνου λόγω των καιρικών συνθηκών, υπό την έννοια ότι αυτές ευνοούν την παραμονή μας σε κλειστούς χώρους και τον συγχρωτισμό». Επίσης, ακόμη και μετά το lockdown, ναι μεν θα έχει μειωθεί το ιικό φορτίο, αλλά δεν θα είναι στα επίπεδα του Μαΐου. Θα έχουμε ένα αριθμό κρουσμάτων που θα είναι διαχειρίσιμος για το ΕΣΥ, αλλά δεν θα είναι στα πολύ χαμηλά επίπεδα που ήταν όταν βγήκαμε από το πρώτο lockdown. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει και η κόπωση των πολιτών, οι οποίοι περιμένουν –αδημονούν– το σταδιακό άνοιγμα της κοινωνίας. «Αυτό καθιστά την κατάσταση επικίνδυνη. Δεν είναι υποχρεωτικό το τρίτο κύμα, αλλά πολύ πιθανό ιδίως εάν υπάρξουν συνθήκες συγχρωτισμού με εκτεταμένες συγκεντρώσεις πολιτών κατά τη διάρκεια των εορτών και δεν τηρηθούν τα μέτρα».
Ο καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας Λοιμώξεων του ΕΚΠΑ Νίκος Σύψας επισημαίνει στην «Κ»: «Κατά την άποψή μου, δεν θα είναι ένα άλλο νέο κύμα. Θα είναι το ίδιο το οποίο σήμερα έχουμε καταφέρει να θέσουμε υπό κάποιο έλεγχο και το οποίο, εφόσον ανοίξουμε την κοινωνία, θα επανέλθει». Οπως εκτιμά ο καθηγητής, η επανάκαμψη θα γίνει τον Ιανουάριο. «Το περιμένουμε. Κάθε άνοιγμα σημαίνει νέα διασπορά του ιού και δεν υπάρχει τρόπος αυτή να αποφευχθεί», τονίζει ο κ. Σύψας. Και προσθέτει: «Πρέπει ο κόσμος, πλέον, να καταλάβει ότι έτσι θα πορευθούμε εφεξής. Με “κορυφές” και “κοιλάδες” του επιδημικού κύματος. Πριν φτάσουμε στις κορυφές θα λαμβάνουμε μέτρα. Οταν θα ελέγχεται ξανά η διασπορά, θα γίνεται κάποια άρση των μέτρων. Και αυτό, έως ότου να εμβολιαστούν τουλάχιστον οι ομάδες υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση».
«Κατά τη δική μου εκτίμηση, δεν θα υπάρξει τρίτο κύμα γιατί πολύ απλά δεν πρόκειται να σβήσει το δεύτερο κύμα», σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής Γιάννης Τούντας και συνεχίζει: «Το σβήσιμο του πρώτου κύματος την άνοιξη έγινε στην Ελλάδα σχετικά γρήγορα –εντός του Μαΐου–, επειδή είχαμε αργή και μικρή ανάπτυξη της επιδημικής καμπύλης. Αντιθέτως, χώρες που είχαν μεγάλη και ταχεία ανάπτυξη της επιδημίας, όπως οι Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, χρειάστηκαν τρεις έως τέσσερις μήνες επιπλέον για να τη σβήσουν. Η χώρα μας βρίσκεται πλέον σε αυτή την κατηγορία, της ραγδαίας και μεγάλης αύξησης του επιδημικού κύματος, η διάρκεια του οποίου θα υπερβεί τους δύο με τρεις μήνες, μετρώντας από τα τέλη Νοεμβρίου. Πολύ περισσότερο, που τα υφιστάμενα μέτρα και η περαιτέρω χαλάρωσή τους ενόψει Χριστουγέννων είναι λιγότερο αποτελεσματικά από τα πιο αυστηρά μέτρα του ανοιξιάτικου lockdown».
Ο καθηγητής ξεκαθαρίζει ότι οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στην τωρινή εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και καταλήγει: «Το πιθανότερο είναι ότι το δεύτερο κύμα θα σβήσει όταν θα αρχίσει να έχει αποτελέσματα ο εμβολιασμός, δηλαδή την άνοιξη του 2021».
Κίνα και Μπέργκαμο
Η Κίνα δεν έχει βιώσει δεύτερο κύμα της πανδημίας COVID-19. Ο λόγος είναι ότι εκεί οι πολίτες τηρούν πιστά τα μέτρα αποφυγής της μετάδοσης του ιού. Ούτε στο Μπέργκαμο της Ιταλίας παρατηρήθηκε δεύτερο κύμα. Σε αυτή την περίπτωση, ο λόγος είναι ότι νόσησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατά το πρώτο κύμα. «Ο αριθμός των κυμάτων μιας επιδημίας εξαρτάται από το ποσοστό των ατόμων που θα μολυνθούν σε κάθε κύμα, δηλαδή σε τι βαθμό θα υπάρχει ανοσία του πληθυσμού, και από το εάν εφαρμόζονται μέτρα αποφυγής της μετάδοσης», εξηγεί στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτρης Παρασκευής, σημειώνοντας ότι η πανδημία της ισπανικής γρίπης «έσβησε» όταν νόσησε πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού και υπήρξε ανοσία αγέλης. Η συγκεκριμένη πανδημία εξελίχθηκε κυρίως σε τρία κύματα. Το πρώτο κύμα εκδηλώθηκε την άνοιξη του 1918 στο βόρειο ημισφαίριο. Το δεύτερο και σφοδρότερο κύμα το φθινόπωρο του ίδιου έτους και το τρίτο στις αρχές του 1919.
Πέννυ Μπουλούτζα – kathimerini.gr