Το «Πικρό Καλοκαίρι» της Κλερ Φούλερ
Θέα σε αλήθειες και ψέματα, στο φως και το σκοτάδι
Το «Πικρό Καλοκαίρι» της Κλερ Φούλερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ.
Από τη σοφίτα του Λίντονς, μιας εγκαταλειμμένης έπαυλης στην αγγλική ύπαιθρο, το βλέμμα της Φράνσις Τζέλικο πέφτει πρώτα πάνω στην Κάρα, σκοτεινή και όμορφη, και στη συνέχεια στον Πίτερ, σοβαρό και εντυπωσιακό. Το ζευγάρι περνάει το καλοκαίρι του 1969 στα δωμάτια κάτω από το δικό της, καθώς η Φράνσις μελετά την αρχιτεκτονική των γύρω κήπων. Αλλά η ρουτίνα της αλλάζει, όταν ανακαλύπτει ένα ματάκι στο πάτωμα του μπάνιου της, από το οποίο μπορεί να κατασκοπεύσει την ιδιωτική ζωή των γειτόνων της.
Προς μεγάλη έκπληξη της Φράνσις, η Κάρα και ο Πίτερ δείχνουν προθυμία να τη γνωρίσουν. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή της που κάποιος την αποκαλεί φίλη και πολύ σύντομα οι τρεις τους περνάνε μαζί την κάθε μέρα -τρώνε υπέροχα γεύματα, πίνουν αμέτρητα μπουκάλια κρασί και καπνίζουν μέχρι που η στάχτη μαζεύεται σωρός πάνω στα σκονισμένα έπιπλα.
«[…] Τα βράδια εκείνα στο Λίντονς έμαθα περί κρασιού. Δεν εννοώ τις ποικιλίες και τις μίξεις, αν και μου έμειναν και λίγα από δαύτα, μα το πόσο κρασί είχα ανάγκη για ν’ αρχίσουν να ζεσταίνονται τα μάγουλά μου, ποια ήταν η κατάλληλη ποσότητα για να λυθούν τα μέλη μου, επιτρέποντάς μου να περπατήσω, και πόσα ποτήρια χρειαζόμουν για να πιστέψω ότι ήμουν χαριτωμένη και πνευματώδης. Σταδιακά έμαθα ποιο ήταν το όριό μου πριν από τη μέθη και πότε να καλύπτω το ποτήρι με το χέρι μου. Η Κάρα κι ο Πίτερ έπιναν ώσπου ο ένας εκ των δύο αποκοιμιόταν στο τραπέζι. Μεθούσαν, αλλά ποτέ δε θύμωναν ούτε γίνονταν θορυβώδεις. Οι τρεις μας μιλούσαμε και πίναμε και γελούσαμε. Ποτέ μου δεν έχω γελάσει όσο στη διάρκεια των πρώτων ημερών εκείνου του Αυγούστου. Για πρώτη φορά, δεν κοιτούσα πλέον ένα τσούρμο από γυρισμένες πλάτες –τώρα ήμουν μέσα στην ομάδα.[…]».
Αλλά καθώς το καυτό καλοκαίρι φτάνει στο αποκορύφωμά του, γίνεται προφανές ότι η σχέση της Κάρα και του Πίτερ είναι περίπλοκη. Οι ιστορίες που λέει η Κάρα δε βγάζουν νόημα και, καθώς η Φράνσις μπλέκεται ολοένα και πιο βαθιά στη ζωή του σαγηνευτικού ζευγαριού, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στο σωστό και το λάθος, αρχίζουν να θολώνουν. Οι τρεις τους διολισθαίνουν, ολοένα και περισσότερο στην παρακμή. Το έγκλημα, μόνιμο φόντο στις μνήμες, φαντάζει σαν η μόνη, αδιέξοδη εξέλιξη.
«[…] Στεκόμασταν όλοι άκρη άκρη τη μέρα εκείνη, στο χείλος του γκρεμού, κοιτώντας το κενό. Κάτι εντός μας ήθελε να δει πώς θα ’ταν να σαλτάρουμε, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε τι θα συνέβαινε, ένα κυριολεκτικό, σωματικό σάλτο που φάνταζε τόσο εφικτό, μόνο που όλοι μας ξέραμε πως άπαξ και πηδούσαμε δεν υπήρχε γυρισμός.
Είχα φανταστεί πως θα μ’ άρεσε να ζω στα άκρα, είχα φανταστεί πως θα απολάμβανα την αχαλίνωτη, παράτολμη ζωή, μα έμαθα πως είναι ανείπωτα τρομακτικό να κοιτάς τα βάθη της αβύσσου. […]».
Το «Πικρό Καλοκαίρι» -ένα γοητευτικό ψυχογράφημα, μια κλειδαρότρυπα στους κινδύνους του πόθου- δείχνει πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος προκειμένου να δραπετεύσει από το παρελθόν του.
Η πολυβραβευμένη Κλερ Φούλερ έχει λάβει εξαιρετικές κριτικές και για αυτό της το έργο –που δεν είναι τυχαίο πως σε πολλούς έφερε στο νου τη «Ρεβέκκα» και τη φίνα πένα της κλασικής Δάφνης ντι Μωριέ.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης-naftemporiki.gr