ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Το ΚΕΘΕΑ και το αυτοδιοίκητο

ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η αιφνίδια απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει το αυτοδιοίκητο του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) απειλεί έναν οργανισμό που εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αποτελεί λαμπρή εξαίρεση σε ένα θλιβερό τοπίο σπατάλης και χρεών. Το ΚΕΘΕΑ δεν κέρδισε απλώς την κοινωνική αποδοχή για την αποτελεσματική του δράση στην πρόληψη, στη θεραπεία, στην επαγγελματική κατάρτιση και την κοινωνική ένταξη εξαρτημένων ατόμων, αλλά ξεχωρίζει για τη χρηστή διαχείριση και διοίκηση του. Παρέχει συμβουλές, θεραπεία και υποστήριξη σε πάνω από 14.800 ανθρώπους ετησίως, ενώ 21.000 συμμετέχουν σε προγράμματα πρόληψης σε σχολεία Την ίδια ώρα, εκτελεί άψογα τον προϋπολογισμό του, σεβόμενος τα χρήματα των φορολογούμενων, δωρητών και προγραμμάτων της Ε.Ε. Η απόφαση της κυβέρνησης, όμως, αποτελεί και πολιτικό κίνδυνο για την ίδια: επιχειρώντας να «τακτοποιήσει» μια εκκρεμότητα, να επιβάλει τον κεντρικό έλεγχο, διακινδυνεύει να χρεωθεί την αποδιοργάνωση ενός μοναδικού οργανισμού (και τις συνέπειες), σε ένα κοινωνικό πεδίο που από τη φύση του είναι ευαίσθητο, απαιτητικό και εκρηκτικό.

Το ΚΕΘΕΑ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας. Σύμφωνα με τον Νόμο 4139/2013 και το Προεδρικό Διάταγμα 148/2007, το ΚΕΘΕΑ διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και τα μέλη εκλέγονται για διετή θητεία από τη Γενική Συνέλευση. Περίπου 800 άτομα έχουν δικαίωμα ψήφου – εργαζόμενοι, συμμετέχοντες στα προγράμματα και εκπρόσωποι συλλόγων γονέων. Πέρυσι το ΚΕΘΕΑ παρείχε 4.867 θέσεις θεραπείας για εξάρτηση από παράνομες ουσίες, αλκοόλ και τυχερά παιχνίδια, ενώ πρόσφερε προγράμματα υποστήριξης σε 5.784 συγγενείς και φίλους εξαρτημένων. Οι 455 εργαζόμενοι, 155 εθελοντές και 13 Σύλλογοι Οικογενειών ασχολούνται σε περισσότερες από 100 μονάδες σε 29 πόλεις και σε 19 σωφρονιστικά καταστήματα. Ο πρόεδρος, αντιπρόεδρος και μέλη του Δ.Σ. προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Το Δ.Σ. επιλέγει και αξιολογεί τον διευθυντή του οργανισμού.

Τα οικονομικά στοιχεία του ΚΕΘΕΑ αποδεικνύουν τη χρηστή διοίκηση και διαχείριση του οργανισμού. Πέρυσι, η κρατική επιχορήγηση ανήλθε στο ποσό των 16.625.000 ευρώ. Τα συνολικά έσοδα (μαζί με δωρεές και ΕΣΠΑ) ήταν 18.4 εκ. ευρώ, οι δαπάνες 15.2 εκ. ευρώ. Το ΚΕΘΕΑ ελέγχεται σε ετήσια βάση από εταιρεία ορκωτών ελεγκτών και αναρτά στο διαδίκτυο τα κλινικά και διοικητικό-οικονομικά του στοιχεία. Η καλή του επίδοση επιβεβαιώθηκε από πρόσφατο έλεγχο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η πραγματικότητα δεν δικαιολογεί «την εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη για τη θέσπιση κανόνων» που επικαλείται η κυβέρνηση στην προχθεσινή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Πιο σημαντικό, όμως, είναι το όφελος για την κοινωνία: πέντε χρόνια μετά τη θεραπεία, απ’ όσους την ολοκληρώνουν, επτά στους 10 δεν κάνουν χρήση ουσιών και δεν έχουν εμπλοκή με τον νόμο.

Το ΚΕΘΕΑ έχει πετύχει κάτι σπάνιο αν όχι μοναδικό. Ενώ εκλέγει τη διοίκησή του, αυτή διοικεί με σοβαρότητα και επιτυχία. Αντί για σπατάλη και χρέη, υπάρχει διαφάνεια και λογοδοσία. Η διοικητική υπευθυνότητα, η συνέχεια και συνέπεια, η σωστή διαχείριση πόρων και ανθρώπων, είναι κρίσιμα στοιχεία ενός οργανισμού που ζητεί από τους εξαρτημένους αυτοπειθαρχία, σοβαρότητα και προσήλωση στον στόχο της επανένταξης στην κοινωνία. Αυτό φαίνεται στα αποτελέσματα.

Στα έξι χρόνια που είχα την τύχη και την τιμή να είμαι μέλος του Δ.Σ., γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους από διαφορετικά επαγγέλματα και πολιτικούς χώρους, που ένωσαν τις δυνάμεις τους για το καλό του ΚΕΘΕΑ, για τη στήριξη των εργαζομένων και των θεραπευόμενων. Χωρίς αμοιβή, χωρίς δημοσιότητα, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις. Ενώ η κρίση έχει μειώσει και τον αριθμό τους και τις αμοιβές, οι εργαζόμενοι ανταποκρίνονται με αφοσίωση και αγάπη στις ολοένα μεγαλύτερες απαιτήσεις της δύσκολης εποχής,.

Το αυτοδιοίκητο δεν άρεσε σε πολιτικούς που ήθελαν να διορίζουν τις διοικήσεις, να τις πληρώνουν, να τις ελέγχουν και να τις αλλάζουν κατά το δοκούν, αλλά το ΚΕΘΕΑ πέτυχε. Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, όχι μοντέλο προς κατάργηση. Ας σκεφτεί η κυβέρνηση αν πράγματι πιστεύει ότι μπορεί να το βελτιώσει ή αν θα χρεωθεί μια αχρείαστη σύγκρουση με εργαζόμενους, θεραπευόμενους, τις οικογένειες τους και μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.