Το ελληνικό μπάσκετ δεν δημιούργησε ποτέ σχολή
Με έξι διαφορετικές συνθέσεις παικτών και τέσσερις προπονητές στον πάγκο, η εθνική ομάδα μπάσκετ συμπλήρωσε δέκα χρόνια «ανομβρίας» στις διακρίσεις σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα και τρία Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (συμμετοχή στην ημιτελική φάση), καθώς και παρουσίας σε δύο διοργανώσεις Ολυμπιακών Αγώνων. Στο διάστημα αυτής της δεκαετίας, από την κατάκτηση του τελευταίου μεταλλίου (χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ 2009), η εθνική ομάδα βίωσε αναγκαστικά τη σταδιακή ανανέωσή της, μετά την αποχώρηση των τριών «σωματοφυλάκων», Διαμαντίδη, Σπανούλη, Ζήση που αποτελούν κοινό παρονομαστή συγκρίσεων για τις επιτυχίες που πέτυχαν με το εθνόσημο. Είτε γιατί υπήρξε αδυναμία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος να ξεπεράσει το εμπόδιο προημιτελικών αγώνων, ακόμα κι αν έχει κάνει εντυπωσιακές εκκινήσεις σε άλλες διοργανώσεις, είτε επειδή από την αρχή των ομίλων γνώρισε ήττα εκτός προγράμματος που την «πλήρωσε» με αποκλεισμό στη συνέχεια, ο απολογισμός της συσσωρευμένης αποτυχίας δεν αλλάζει.
Στην Κίνα, η Εθνική είχε σημαιοφόρο τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, έντεκα συμπαίκτες με μεγάλο πάθος και διάθεση διάκρισης και προπονητή τον άπειρο σε τέτοιου επίπεδου τουρνουά, Θανάση Σκουρτόπουλο, ο οποίος, όμως, πήρε «άριστα» στη σχέση του με τους παίκτες, στην ηρεμία των αποδυτηρίων και ενώ είχε καθοδηγήσει την ομάδα στην πρόκρισή της από τους αγώνες των «παραθύρων». Προπονητής που δεν λειτουργούσε υπεράνω της ομάδας, αλλά επιζητούσε και είχε την ειλικρινή συνεργασία με τους παίκτες. Και κυρίως με τον MVP του ΝΒΑ. Η παρακαταθήκη του Σκουρτόπουλου, ακόμα κι αν δεν είναι στον πάγκο στο επόμενο προολυμπιακό τουρνουά (Ιούλιος 2020), είναι οι βάσεις σταθερής ενότητας της Εθνικής, μετά τα όσα έγιναν πριν από το Ευρωμπάσκετ του 2017 και ας παραδέχθηκε ο ίδιος ότι «ίσως κάποιους παίκτες δεν τους εμπνεύσαμε». Η προπονητολογία για τον ιδανικότερο προπονητή στον εθνικό πάγκο αρχίζει πάλι, με διαφωνία στα κριτήρια από κάθε… εισηγητή.
Το προπονητικό επιτελείο, όμως, θα μπορούσε να αξιοποιήσει στο μάξιμουμ τις δεδομένες αγωνιστικές δυνατότητες του Γιάννη. Ο Ελληνας σταρ του Μιλγουόκι δεν είναι ο… Γκάλης των 40 πόντων, όμως μπορούσε να βοηθήσει ποικιλοτρόπως την Εθνική, με όρους… Ευρώπης. Το σόου του ΝΒΑ και των αμαρκάριστων διεισδύσεων στην αντίπαλη ρακέτα βρήκε απάντηση από τους προπονητές των άλλων ομάδων. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί έπαιξαν τρεις διαφορετικές άμυνες στον Γιάννη και η Βραζιλία είχε διπλό και τριπλό μαρκάρισμα με βοήθεια, κλείνοντας τους διαδρόμους. Σε αυτό το νευραλγικό σημείο της επίθεσης, ο ελληνικός πάγκος δεν είχε δεύτερο ή τρίτο πλάνο.
Η εφαρμογή «playbook» των συστημάτων για τον Γιάννη που επικαλέστηκε ο προπονητής της Εθνικής, δεν φάνηκε στο παρκέ. Παράλληλα, οι διεθνείς παίκτες με μεγάλη ευρωπαϊκή εμπειρία και προσωπικότητα, δεν έδειξαν εδώ το πλούσιο βιογραφικό των συλλογικών επιτευγμάτων τους παρά την αναμφισβήτητη διάθεσή τους. Ο «Greek Freak» θα ταξιδέψει για το Μιλγουόκι, εξαιρετικά στεναχωρημένος για την αποτυχία της Εθνικής, αλλά σε καμία περίπτωση δυσαρεστημένος από τη 40ήμερη συνεργασία του με συμπαίκτες και προπονητές. Το ζητούμενο είναι να συνεχίσει στη θέση του «σημαιοφόρου» και στη διεκδίκηση πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για την άσκηση κριτικής στη διοικητική λειτουργία της Εθνικής από την ΕΟΚ θα πρέπει να ερωτηθούν οι ίδιοι οι παίκτες, αν υπάρχουν ή όχι ιδανικές προδιαγραφές, αν υπάρχει ή όχι παρεμβατικότητα, αν επιλύεται ή όχι κάθε μικρό και μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει.
Το ελληνικό μπάσκετ και κατά συνέπεια η εθνική ομάδα βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία για λόγους που έχουν να κάνουν με το υψηλό ταβάνι που δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές και δεν δούλεψαν οι νεότερες για να τη διατηρήσουν μέσα από υπερεκτίμηση ταλέντων, πριν ακόμα δείξουν την ποιότητά τους και την αντοχή τους σε επίπεδο ανδρών και παράλληλα έχοντας ελάχιστες ευκαιρίες από τις επαγγελματικές ομάδες που δημιουργούνται κατά βάση από έξι ξένους παίκτες. Το ελληνικό μπάσκετ, μετά την «έκρηξη» του ’87, δεν δημιούργησε ποτέ δική του σχολή.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ