Το Διαδίκτυο σήμανε το τέλος της λήθης
«Έχουμε ξεχάσει τη λήθη», είναι ο τίτλος ενδιαφέρουσας ανάλυσης της γερμανικής εφημερίδας Zeit για τις τάσεις της δεκαετίας που μας πέρασε.
Ειδικότερα, αναφέρεται στον τρόπο που ο καταιγισμός προσωπικών εικόνων στο Διαδίκτυο καθορίζει τη συμπεριφορά των νέων και τους εμποδίζει να ξεκινήσουν ως άγραφο πίνακα την ενήλικη ζωή τους. Η επιστήμων, ειδική στη θεωρία των ΜΜΕ, Κέιτ Αϊχορν, έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο για το θέμα, με τίτλο «Το τέλος της λήθης».
Η γερμανική εβδομαδιαία επιθεώρηση σημειώνει ότι από την έναρξη της υπηρεσίας Google Photos, την άνοιξη του 2015, 200 εκατ. άνθρωποι «ανέβασαν» συνολικά 13,7 petabytes εικόνων. Σύμφωνα με υπολογισμούς, για κάθε παιδί που πάει σχολείο υπάρχουν αυτή τη στιγμή περί τις 1.000 φωτογραφίες του στο Διαδίκτυο. Η ύπαρξη αυτών των εικόνων επηρεάζει μελλοντικά τον τρόπο που θυμάται κανείς τον εαυτό του, καθιστώντας αδύνατη τη λήθη.
Ο Φρίντριχ Νίτσε εξήρε τη λήθη ως tabula rasa της συνείδησης, ώστε να ελευθερωθεί χώρος για νέα στοιχεία. Πρόκειται για μια διαδικασία που διασφαλίζει την ψυχική ισορροπία και ηρεμία. Χωρίς τη λήθη, έλεγε ο Νίτσε, δεν υπάρχει ευτυχία, ελπίδα, περηφάνια. Χωρίς λήθη δεν υπάρχει παρόν, σύμφωνα με τη θεωρία του. Οι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες τον δικαιώνουν. Ο εγκέφαλος ξεχνάει εσκεμμένα.
Το είχε πει και ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο οποίος αρεσκόταν στο να ερευνά το Εγώ. Περισσότερο από έναν αιώνα νωρίτερα, είχε περιγράψει τον τρόπο που «ξαναγράφουν» οι άνθρωποι την παιδική ηλικία. Σε συνομιλίες με τους ασθενείς του και ίσως και με τον ίδιο του τον εαυτό, διαπίστωσε ότι παραδοσιακά, όταν θυμόμαστε σκηνές από την παιδική μας ηλικία, είναι σαν να παρατηρούμε τον εαυτό μας απέξω. Είναι σαν να μας θυμόμαστε από μια προοπτική την οποία είναι αδύνατο να έχουμε πράγματι ζήσει ως τέτοια. Είναι περισσότερο μια εικόνα την οποία δημιουργούμε μόνοι μας. Αυτή η διαδικασία, όμως, είναι που παρεμποδίζεται τελικά από την πληθώρα φωτογραφιών και στοιχείων με την οποία μεγαλώνουν οι σημερινοί άνθρωποι.