Τι συμβαίνει στη Βόρεια Ιρλανδία και γιατί αναζωπυρώθηκε μια μάχη δεκαετιών
Δύο δεκαετίες μετά την ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, τα «τείχη της ειρήνης» τρίζουν συθέμελα
Νέοι πετούν τούβλα, πυροτεχνήματα και βόμβες μολότοφ στους αστυνομικούς, καίνε αυτοκίνητα και λεωφορεία κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας έντονης βίας στους δρόμους της Βόρειας Ιρλανδίας. Η αστυνομία απαντά με λαστιχένιες σφαίρες και κανόνια νερού.
Οι χαοτικές σκηνές έχουν ξυπνήσει μαύρες μνήμες από τις συγκρούσεις καθολικών-προτεσταντών των προηγούμενων δεκαετιών, μια κατάσταση που έχει μείνει γνωστή στη χώρα ως «Τα Προβλήματα».
Η ειρηνευτική συμφωνία του 1998 τερμάτισε τη βία μεγάλης κλίμακας, αλλά δεν έλυσε τις βαθιά ριζωμένες εντάσεις της Βόρειας Ιρλανδίας.
Γιατί η Β.Ιρλανδία είναι μια διαιρεμένη γη
Γεωγραφικά, η Βόρεια Ιρλανδία είναι μέρος της Ιρλανδίας. Πολιτικά, είναι μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Ιρλανδία, που κυριαρχήθηκε επί μακρόν από τον μεγαλύτερο γείτονά της, απελευθερώθηκε πριν από περίπου 100 χρόνια μετά από αιώνες αποικισμού και μια δυσάρεστη ένωση. Είκοσι έξι από τις 32 επαρχίες της έγιναν μια ανεξάρτητη, Ρωμαιοκαθολική στην πλειοψηφία της χώρα. Εξι κομητείες στο βορρά, στην πλειοψηφία τους κατοικούμενες από προτεστάντες, παρέμειναν βρετανικές.
Η Καθολική μειονότητα της Βόρειας Ιρλανδίας αντιμετώπισε διακρίσεις σε βάρος της στις θέσεις εργασίας, στη στέγαση και σε άλλους τομείς του προτεσταντικού κράτους. Τη δεκαετία του 1960, ένα καθολικό κίνημα για πολιτικά δικαιώματα απαίτησε αλλαγή, αλλά αντιμετώπισε σκληρή αντίδραση από την κυβέρνηση και την αστυνομία. Ανθρωποι από την Καθολική και την Προτεσταντική πλευρά δημιούργησαν ένοπλες ομάδες που κλιμάκωσαν τη βία με βομβαρδισμούς και πυροβολισμούς.
Ο βρετανικός στρατός αναπτύχθηκε το 1969, αρχικά για να διατηρήσει την ειρήνη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και μετατράπηκε σε σύγκρουση μεταξύ Ιρλανδών ρεπουμπλικανών ακτιβιστών που ήθελαν να ενωθούν με τον νότο, πιστών παραστρατιωτικών που επιδίωξαν να κρατήσουν τη χώρα στη Βρετανία και στρατευμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.
Κατά τη διάρκεια τριών δεκαετιών συγκρούσεων περισσότεροι από 3.600 άνθρωποι, η πλειονότητα των οποίων άμαχοι, σκοτώθηκαν σε βομβαρδισμούς και πυροβολισμούς. Οι περισσότεροι ήταν στη Βόρεια Ιρλανδία, αν και ο Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός (IRA) πυροδότησε βόμβες και στο Λονδίνο καθώς και σε άλλες βρετανικές πόλεις.
Πώς τερματίστηκαν οι συγκρούσεις
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, μετά από μυστικές συνομιλίες και με τη βοήθεια διπλωματικών προσπαθειών από την Ιρλανδία, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αντιμαχόμενες πλευρές κατέληξαν σε ειρηνευτική συμφωνία.
Με τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, οι παραστρατιωτικοί έβαλαν στην άκρη τα όπλα τους και ίδρυσαν μια καθολική-προτεσταντική κυβέρνηση με ίση κατανομή εξουσίας για τη Βόρεια Ιρλανδία. Το ζήτημα του οριστικού καθεστώτος της Βόρειας Ιρλανδίας αναβλήθηκε: θα παρέμενε Βρετανική εφόσον ήταν η επιθυμία της πλειοψηφίας, αλλά δεν αποκλείστηκε μελλοντικό δημοψήφισμα για την επανένωση.
Ενώ η ειρήνη έχει αντέξει σε μεγάλο βαθμό, μικροί βραχίονες του Ιρλανδικού Ρεπουμπλικανικού Στρατού έχουν προκαλέσει περιστασιακές επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων ασφαλείας και υπήρξαν κατά καιρούς ξεσπάσματα θρησκευτικής βίας στους δρόμους.
Πολιτικά, η συμφωνία κατανομής εξουσίας είχε περιόδους επιτυχίας και αποτυχίας. Η διοίκηση του Μπέλφαστ κατέρρευσε τον Ιανουάριο του 2017 λόγω μιας προχειροδουλειάς σε ένα έργο πράσινης ενέργειας. Παρέμεινε σε αναστολή για περισσότερα από δύο χρόνια εν μέσω διαμάχης μεταξύ βρετανικών ενωτικών και ιρλανδικών εθνικιστικών κομμάτων για πολιτιστικά και πολιτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος της ιρλανδικής γλώσσας. Η κυβέρνηση της Βόρειας Ιρλανδίας επανεκκίνησε τις εργασίες της στις αρχές του 2020, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει βαθιά δυσπιστία και από τις δύο πλευρές.
Γιατί το Brexit περιέπλεξε τα πράγματα
Η Βόρεια Ιρλανδία έχει χαρακτηριστεί ως το «προβληματικό παιδί» του Brexit. Ως το μόνο μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου που έχει σύνορα με ένα έθνος της ΕΕ – την Ιρλανδία – ήταν το πιο δύσκολο ζήτημα που έπρεπε να επιλυθεί, αφού η Βρετανία ψήφισε το 2016 να εγκαταλείψει το μπλοκ των 27 εθνών.
Ενα ανοιχτό ιρλανδικό σύνορο, στο οποίο άνθρωποι και αγαθά διακινούνται ελεύθερα, υποστηρίζει την ειρηνευτική διαδικασία, επιτρέποντας στους ανθρώπους στη Βόρεια Ιρλανδία να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους τόσο στην Ιρλανδία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η επιμονή, ωστόσο, της βρετανικής συντηρητικής κυβέρνησης σε ένα «σκληρό Brexit» σήμαινε τη δημιουργία νέων εμποδίων και ελέγχων στο εμπόριο. Τόσο η Βρετανία όσο και η ΕΕ συμφώνησαν ότι τα σύνορα δεν θα μπορούσαν να είναι στην Ιρλανδία εξαιτίας του κινδύνου που θα έθετε στην ειρηνευτική διαδικασία. Η εναλλακτική λύση ήταν να το μπει, νοερά, στη Θάλασσα της Ιρλανδίας.
Αυτή η ρύθμιση ανησυχεί τους Βρετανούς συνδικαλιστές, οι οποίοι λένε ότι αποδυναμώνει τη θέση της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα μπορούσε να ενισχύσει τις εκκλήσεις για επανένωση της Ιρλανδίας.
Γιατί ξέσπασε βία τώρα
Η βία έγινε σε μεγάλο βαθμό σε προτεσταντικές περιοχές εντός και γύρω από το Μπέλφαστ και τη δεύτερη πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας, το Λοντοντέρι, αν και οι ταραχές έχουν εξαπλωθεί και σε καθολικές γειτονιές.
Η Βρετανία εγκατέλειψε την οικονομική «αγκαλιά» της ΕΕ στις 31 Δεκεμβρίου, και οι νέες εμπορικές ρυθμίσεις έγιναν γρήγορα εκνευριστικές για τους συνδικαλιστές της Βόρειας Ιρλανδίας που θέλουν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι πρώιμες εμπορικές δυσλειτουργίες, που επιδεινώθηκαν από την πανδημία του κορονοϊού, οδήγησαν σε μερικά άδεια ράφια σούπερ μάρκετ, προκαλώντας συναγερμό. Το συνοριακό προσωπικό αποσύρθηκε προσωρινά από τα λιμάνια της Βόρειας Ιρλανδίας τον Φεβρουάριο, μετά την εμφάνιση απειλητικών γκράφιτι με αποδέκτες τους εργαζόμενους στα λιμάνια.
Υπήρξε μεγάλος θυμός επειδή ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος από καιρό επέμενε ότι δεν θα υπήρχαν νέοι έλεγχοι στο εμπόριο ως αποτέλεσμα του Brexit, υποβάθμισε το μέγεθος των αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν με την έξοδο από την ΕΕ. Μερικά μέλη της βρετανικής πιστής κοινότητας της Βόρειας Ιρλανδίας αισθάνονται σαν να απειλείται η ταυτότητά τους.
«Πολλοί πιστοί πιστεύουν ότι, εκ των πραγμάτων, η Βόρεια Ιρλανδία έπαψε να είναι τόσο μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου όσο ήταν», δήλωσε ο καθηγητής πολιτικών του Πανεπιστημίου του Ολστερ, Χένρι Πάτερσον, στο Sky News.
Οι συνδικαλιστές είναι επίσης θυμωμένοι με την αστυνομική απόφαση να μην διωχθούν πολιτικοί από το συνδεδεμένο με τον ΙΡΑ κόμμα Σιν Φέιν, οι οποίοι παρευρέθηκαν στην κηδεία ενός πρώην διοικητή του Ιρλανδικού Ρεπουμπλικανικού Στρατού τον Ιούνιο, παρά τους περιορισμούς του κορονοϊού.
Εν τω μεταξύ, οι παράνομες ένοπλες ομάδες συνεχίζουν να λειτουργούν ως εγκληματικές συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών και εξακολουθούν να ασκούν επιρροή σε κοινότητες της εργατικής τάξης – αν και οι εξέχοντες παραστρατιωτικοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στην πρόσφατη αναταραχή.
Πολλοί από αυτούς που εμπλέκονται στη βία είναι έφηβοι και ακόμη και παιδιά ηλικίας 12 ετών. Μεγάλωσαν μετά «Τα Προβλήματα», αλλά ζουν σε περιοχές όπου η φτώχεια και η ανεργία παραμένουν υψηλά και όπου οι διαχωριστικές διαφορές δεν έχουν επουλωθεί.
Δύο δεκαετίες μετά την ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, τα συγκεκριμένα «τείχη της ειρήνης» εξακολουθούν να διαχωρίζουν τις Καθολικές και Προτεσταντικές περιοχές της εργατικής τάξης του Μπέλφαστ.
Η πανδημία του κορονοϊού έχει επιφέρει επιπλέον οικονομική ζημία και προβλήματα στην εκπαίδευση και μια επικίνδυνη πλήξη που προκαλείται από τα lockdown.
Παρά τις εκκλήσεις για ειρήνη από τους πολιτικούς ηγέτες στο Μπέλφαστ, το Λονδίνο, το Δουβλίνο και την Ουάσιγκτον, ο κόμπος των προβλημάτων μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να επιλυθεί.
«Αυτές είναι περιοχές πολλαπλών στερήσεων με την αίσθηση ότι δεν έχουν πολλά ακόμη να χάσουν», δήλωσε η Κέιτι Χέιγουόρντ,, καθηγήτρια πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Κουίνς του Μπέλφαστ. «Και όταν (άνθρωποι) κινητοποιούνται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τους λένε ″ως εδώ, τώρα είναι η ώρα να υπερασπιστείτε το Ολστερ″, τότε πολλοί από αυτούς – υπερβολικά πολλοί – ανταποκρίνονται σε αυτό το κάλεσμα».