Τι θα κάνει ο Μπάιντεν με τον Ερντογάν – Θα καταδικάσει τις τουρκικές προκλήσεις;
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που προεξοφλούν πως η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία θα αλλάξει ριζικά. Το σίγουρο είναι πως θα τερματιστεί η υπερβολική ασυλία που απολάμβανε ο πρόεδρος Ερντογάν και η κυβέρνησή του λόγω της περίεργα στενής προσωπικής σχέσης του με τον Ντόναλντ Τραμπ
Ηταν μια συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με στελέχη των New York Times πριν από ένα χρόνο, όταν ακόμα ο βετεράνος πολιτικός ήταν υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος.
Οταν η συζήτηση έφτασε στον Ταγίπ Ερντογάν, ο Μπάιντεν τον χαρακτήρισε «αυταρχικό» και υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν τους αντιπάλους του να τον κερδίσουν στις κάλπες. «Πιστεύω ότι εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να ξεκαθαρίσουμε ότι υποστηρίζουμε την αντιπολίτευση», είχε πει ο πρώην αντιπρόεδρος. Το βίντεο επανεμφανίστηκε το καλοκαίρι στην Τουρκία, έγινε βασικό θέμα στον δημόσιο διάλογο και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων.
Μόλις δύο εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ο πρόεδρος Ερντογάν πραγματοποίησε μια συγκέντρωση οπαδών του στα νοτιοανατολικά της χώρας και είχε ένα εριστικό μήνυμα για τις ΗΠΑ: «Δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε», είπε ο τούρκος πρόεδρος. «Επιβάλετε, επιτέλους, τις κυρώσεις σας, όποιες κι αν είναι αυτές», πρόσθεσε αναφερόμενος στις αμερικανικές απειλές σχετικά με την αγορά από την Τουρκία των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400. Οι τούρκοι σχολιαστές είδαν πίσω από τη δήλωση αυτή, ένα μήνυμα προς τον Μπάιντεν στην περίπτωση που κέρδιζε τις εκλογές, όπως και έγινε.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που προεξοφλούν πως η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία θα αλλάξει ριζικά, μετά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία στις 20 Ιανουαρίου. Το σίγουρο είναι πως θα τερματιστεί η υπερβολική ασυλία που απολάμβανε ο πρόεδρος Ερντογάν και η κυβέρνησή του λόγω της περίεργα στενής προσωπικής σχέσης του με τον Ντόναλντ Τραμπ. Μια σχέση ευκαιριακή και για τις δύο πλευρές, όπως έδειξε η χθεσινή επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην Κωνσταντινούπολη, η ένταση που προκάλεσε η συνάντησή του με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και η άρνηση του τούρκου ομολόγου του Μεβλούτ Τσαβούσογλου να τον συναντήσει εάν ο Πομπέο δεν πήγαινε στην Αγκυρα. Η τουρκική κυβέρνηση κοιτάει ήδη την επόμενη ημέρα στην Ουάσιγκτον.
Πώς θα είναι, άραγε; Θα κάνει πράξη εκείνα που έλεγε πέρσι ο Μπάιντεν; Θα επιβληθούν βαριές κυρώσεις που τόσες φορές έχουν απειληθεί τον τελευταίο καιρό; Θα ξεκολλήσει στα δικαστήρια η υπόθεση της Halkbank στην οποία εμπλέκεται ο γαμπρός του Ερντογάν και πρόσφατα αποπεμφθείς υπουργός Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ και άλλα άτομα του προεδρικού περιβάλλοντος;
Προς το παρόν οι υποσχέσεις του νεοεκλεγέντα προέδρου είναι γενικόλογες και εντάσσονται στο γενικότερο κλίμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που επιθυμεί «να προωθήσει τη σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο». Από την άλλη, η στάση του νέου προέδρου απέναντι στη Ρωσία είναι πολύ πιο ξεκάθαρη. Η Μόσχα παραμένει ο βασικός στόχος στην κατάρτιση της εξωτερικής του πολιτικής.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός άλλωστε που ο Μπάιντεν αποκάλεσε τη Ρωσία «τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια της Αμερικής», ένα σχόλιο που προκάλεσε την αντίδραση του Κρεμλίνου. Ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος έχει επανειλημμένα επικρίνει τη μετριοπαθή στάση του Τραμπ στη Λευκορωσία και στην υπόθεση Ναβάλνι και έχει δεσμευθεί ότι εάν εκλεγεί θα εκδιώξει τον «δικτάτορα Λουκασένκο», στενό σύμμαχο του Πούτιν.
Οσο κι αν διαφωνούν οι πολιτικοί αναλυτές σε διάφορα ζητήματα, σε ένα συμφωνούν απόλυτα: Ο Μπάιντεν δεν μπορεί να στριμώξει τη Ρωσία χωρίς τη στήριξη της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα η Αγκυρα είναι ο μοναδικός σύμμαχος των ΗΠΑ που μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στη Μόσχα στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και την Αφρική. Στην πραγματικότητα οι σχέσεις Ρωσίας – Τουρκίας βρίσκονται διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί. Οχι μόνο διότι παρότι είχαν διαφορετικούς στόχους συνεργάστηκαν στη Συρία αλλά και διότι όταν συμπίπτουν τα συμφέροντά τους αγνοούν τους υπόλοιπους.
«Οπως έγινε πρόσφατα στην περίπτωση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου με τη στρατιωτική βοήθεια των Τούρκων οι Αζέροι κατέλαβαν πατρογονικά εδάφη των Αρμενίων και οι Ρώσοι κατάφεραν να στριμώξουν στη γωνία τον αρμένιο πρωθυπουργό Νικόλ Πασινιάν, ο οποίος είχε αρχίσει να κοιτά προς τη Δύση και να συζητά ακόμα και με το ΝΑΤΟ. Απέναντι σε αυτές τις περιπτώσεις σύμπλευσης βρίσκεται η σκληρή στάση που τηρεί η Αγκυρα σε σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία αλλά και το γεγονός ότι πρόσφατα υπέγραψε στρατιωτική συνεργασία με την κυβέρνηση του Κιέβου.
Καταδίκη για Αγία Σοφία
Ο Μπλεζ Μιστάλ, στέλεχος του Ινστιτούτου Χάντσον στην Ουάσιγκτον, με ειδίκευση στην Τουρκία, θεωρεί πως οι δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν ως υποψηφίου προέδρου – που, μεταξύ άλλων, καταδίκασε τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί – δεν αποτελούν σίγουρο δείγμα για το τι θα ακολουθήσει. Θεωρεί πως η μεγαλύτερη αλλαγή θα γίνει στη ρητορική και όχι στην πράξη. «Βλέπω τον πρόεδρο Μπάιντεν πιο πρόθυμο να καταδικάζει την τουρκική συμπεριφορά, όμως δεν βλέπω τις ΗΠΑ να έχουν λύσει τον γρίφο του τι πραγματικά θέλουν από την Τουρκία».
Εάν ο Τζο Μπάιντεν θέλει να υψώσει τους τόνους απέναντι στη Μόσχα, η οποία υποστήριξε με πολλούς τρόπους τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει ανάγκη την Τουρκία, γεγονός που αναγνωρίζουν πολύ καλά οι Τούρκοι. Οπως έγραψε πρόσφατα η εφημερίδα Σαμπάχ: «Εάν ενταθούν οι σχέσεις Ρωσίας – ΗΠΑ, η Τουρκία θα γίνει ακόμα πιο πολύτιμη και για τις δύο πλευρές – και έτσι θα έχει μεγαλύτερο χώρο για μανούβρες. Αρα θα αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στη Συρία και κυρίως στο Ιντλίμπ αλλά και στη Λιβύη».
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε στο επίκεντρο της εξωτερικής του πολιτικής την Κίνα, όμως ο Τζο Μπάιντεν, όπως όλα δείχνουν, θα διαφοροποιηθεί. Εάν η Ρωσία γίνει και πάλι ο μεγάλος εχθρός, δεν θα είναι δυνατόν να απομονώσει ή να τιμωρήσει η Ουάσιγκτον την Τουρκία. Θα συνεχίσει να τη βλέπει ως έναν δύσκολο αλλά απαραίτητο εταίρο, που έχει αναβαθμιστεί γεωπολιτικά λόγω της ικανότητάς του για στρατιωτικές επιχειρήσεις ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα.
Ολα αυτά έγιναν ξεκάθαρα και πρόσφατα, όταν παρά τις απειλές της Ουάσιγκτον οι Τούρκοι έκαναν δοκιμές των S400 χωρίς να υπάρξει καμία κύρωση. Η Αμερική έχει πουλήσει περισσότερα από 250 μαχητικά αεροσκάφη F16 στην Τουρκία και παρά την αποπομπή της χώρας από το πρόγραμμα παραγωγής τους, δεν είναι διατεθειμένη να χαρίσει την Αγκυρα στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Μπορεί να ετοιμάζονται να αποσύρουν τους αμερικανικούς πυρηνικούς πυραύλους από τη βάση του Ιντσιρλίκ και να τους μεταφέρουν στη Σούδα και τη Βουλγαρία, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι οι Αμερικανοί φοβούνται τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Ερντογάν και την πιθανότητα να τα κατασχέσει. Εν τω μεταξύ, όμως, διαπραγματεύονται μαζί του και την αγορά πυραύλων Πάτριοτ.
Η μεταβατική ομάδα του Τζο Μπάιντεν μελετά ήδη πολιτικές και συμμαχίες. Σύμφωνα με τον Σινάν Ουλγκέν, τούρκο πρώην διπλωμάτη και επικεφαλής του think tank EDAM στην Κωνσταντινούπολη, οι όποιες κυρώσεις θελήσει να επιβάλλει η νέα κυβέρνηση στην Αγκυρα εξαρτώνται «από την πολιτική ισορροπία στο Κογκρέσο», δηλαδή από τον έλεγχο της Γερουσίας τον οποίο φαίνεται να διατηρούν οι Ρεπουμπλικανοί. Η ρητορική της νέας κυβέρνησης σίγουρα θα είναι πιο έντονη προς την Αγκυρα από εκείνη του Τραμπ. Μένει να φανεί εάν θα είναι το ίδιο και οι πράξεις.
Νατάσα Μπαστέα – ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ