Τι δάνεια δίνουν οι τράπεζες, ποια ζητούν οι καταναλωτές
Την αναντιστοιχία μεταξύ των καταναλωτικών αναγκών και των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών από τις τράπεζες διαπιστώνει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η Ευρωπαϊκή Τραπεζική (ΕΒΑ), στην έκθεσή της “Καταναλωτικές Τάσεις 2020/2021” που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα και διαβιβάστηκε στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών και στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές.
Η ΕΒΑ ζήτησε στοιχεία από τις εθνικές καταναλωτικές οργανώσεις, τις εθνικές εποπτικές αρχές και, στη συνέχεια, σύγκρινε τα παράπονα και τις ανάγκες των καταναλωτών, σε σχέση με τις υφιστάμενες διαδικασίες και υπηρεσίες των τραπεζών, τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Από την έκθεση προκύπτει σαφής προειδοποίηση για αύξηση των κινδύνων για καταναλωτές και τράπεζες από τις αποκλίσεις αυτές, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις οφείλονται σε δύο βασικούς παράγοντες:
- – Πρώτον, οι τράπεζες δεν έχουν αναπτύξει επαρκώς συστήματα προειδοποίησης και μέτρησης επερχόμενων κινδύνων και αλλαγής καταναλωτικών συμπεριφορών, παρά τα τεράστια άλματα προς την ψηφιοποίηση και τον εν εξελίξει ψηφιακό μετασχηματισμό.
- – Δεύτερον, οι τράπεζες αργούν να προσαρμοστούν διότι σε ένα βαθμό προτιμούν να λειτουργούν με σιγουριά, χωρίς, όμως, να λαμβάνουν υπόψη ότι αυτή η στάση μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για τις ίδιες στο άμεσο μέλλον.
Δάνεια
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που προκύπτει από τη μελέτη της ΕΒΑ και ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τις ελληνικές τράπεζες σχετίζεται με τα δάνεια. Οι τράπεζες προτιμούν να χορηγούν δάνεια με εξασφαλίσεις, δηλαδή στεγαστικά και επιχειρηματικά. Όμως, από στοιχεία που ανέλυσε η ΕΒΑ προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό υπερχρεωμένων νοικοκυριών προέρχεται από στεγαστικά δάνεια και όχι από καταναλωτικά χωρίς εξασφαλίσεις. Μάλιστα, τα δάνεια με εξασφαλίσεις αποτελούν τον υψηλότερο όγκο δανείων σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο και, επομένως, ενέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο στους ισολογισμούς τους.
Σε ό,τι αφορά στα καταναλωτικά δάνεια και, κυρίως, εκείνα που αφορούν στην αγορά αυτοκινήτων, οι τράπεζες προσπαθούν να τα προσφέρουν μέσω εμπορικών συνεργατών και άλλων μη παραδοσιακών τραπεζικών ιδρυμάτων. Έτσι, μετακυλίεται αφενός ο κίνδυνος από το τραπεζικό ίδρυμα στον καταναλωτή και σε χρηματοοικονομικές και εμπορικές μονάδες που δεν είναι άμεσα εποπτευόμενα ή δεν εμπίπτουν στους αυστηρούς εποπτικούς κανόνες των εθνικών αρχών και της ΕΚΤ.
Από την πλευρά τους, τράπεζες και εθνικές αρχές ανταγωνισμού απαντούν ότι η τάση πλέον των καταναλωτών είναι η ζήτηση για online και άμεσες χρηματοδοτήσεις για τρέχουσες ανάγκες είτε μέσω της τράπεζας είτε μέσω των εμπόρων. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο ψηφιακός μετασχηματισμός των τραπεζών, με τον οποίο θα ενισχυθούν οι ψηφιακές πωλήσεις όλων των προϊόντων (καταθέσεις, δάνεια, ασφάλεια) αλλά και η διασύνδεση των εμπόρων με το τραπεζικό σύστημα μέσω τεχνολογιών API.
Επιπλέον, στα δάνεια, η ΕΒΑ διαπίστωσε ότι υπάρχει ζήτηση για δάνεια σε ξένο νόμισμα, αλλά οι τράπεζες δεν εμφανίζονται τόσο πρόθυμες να ικανοποιήσουν τη ζήτηση αυτή προκειμένου να αποφύγουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο (για τις ίδιες και για τον πελάτη που τελικά ο κίνδυνος του πελάτη θα επιστρέψει στην τράπεζα).
Καταθετικοί λογαριασμοί
Μία ακόμα μεγάλη διαφορά που χωρίζει τις τράπεζες από τους καταναλωτές στην Ευρώπη και αποτελεί την κατηγορία με τα περισσότερα παράπονα, μετά τα δάνεια και τις κρυφές χρεώσεις, είναι η πρόσβαση σε απλούς τραπεζικούς λογαριασμούς από μη κατοίκους, αλλά πολίτες της Ευρωζώνης.
Ενώ η ΕΚΤ έχει επανέλθει στο ζήτημα τουλάχιστον δύο φορές τα τελευταία χρόνια κάνοντας ξεκάθαρο ότι κάθε πολίτης-κάτοικος της Ευρωζώνης έχει δικαίωμα να ανοίγει απλό καταθετικό τραπεζικό λογαριασμό σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης (όπου μπορεί να μην είναι μόνιμος κάτοικος), οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνεχίζουν να αρνούνται να συμμορφωθούν, επικαλούμενες την εθνική τους νομοθεσία ή το πλαίσιο της εθνικής τους κεντρικής τράπεζας για το θέμα αυτό.
Η ΕΚΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι απλό καταθετικό λογαριασμό, δηλαδή λογαριασμό για καταθέσεις, αποταμίευση, μισθοδοσία με παροχή χρεωστικής κάρτας θα πρέπει να παρέχεται από τις τράπεζες της Ευρωζώνης σε μη μόνιμους κατοίκους της χώρας της τράπεζας, αλλά σε κατοίκους της Ευρωζώνης.
Παρά, λοιπόν, την αποσαφήνιση του θέματος αυτού από την ΕΚΤ, σήμερα, στην εποχή της νομισματικής και τραπεζικής ενοποίησης της Ευρωζώνης, ένας Έλληνας κάτοικος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να ανοίξει έναν απλό καταθετικό λογαριασμό, λόγου χάρη, στη Γαλλία αν δεν αποδείξει ότι έχει μόνιμη κατοικία τη Γαλλία και δεν πάρει από την αρμόδια γαλλική φορολογική αρχή βεβαίωση ότι είναι μόνιμος φορολογικός κάτοικος Γαλλίας. Το ίδιο ισχύει και με άλλους συνδυασμούς χωρών.
Έτσι, αλλοδαποί (expats) με μικρή παραμονή σε χώρα της ΕΕ βρίσκουν λύσεις σε ιντερνετικές εφαρμογές ή σε λογαριασμούς αντίστοιχους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που δεν εποπτεύονται άμεσα από τις κεντρικές τράπεζες. Πάντως, τραπεζικά στελέχη ανέφεραν στο Capital.gr, ότι στο θέμα αυτό και γενικότερα σε ό,τι αφορά στη νομισματική και τραπεζική ενοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν τη μεγαλύτερη -αν όχι πλήρη- συμμόρφωση με όλες τις οδηγίες ακόμα και με τις πιο πρόσφατες.
Η μη συμμόρφωση σε αυτή την οδηγία οδηγεί κατοίκους της Ευρωζώνης, στο πλαίσιο της εργασιακής κινητικότητας εντός Ευρωζώνης σε πιο εύκολες λύσεις, όπως στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών από αμιγώς ιντερνετικές υπηρεσίες που είτε δεν αποτελούν τραπεζικά ιδρύματα (αλλά πάροχοι τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών) ή λειτουργούν με nominee accounts (ανοίγουν έναν δικό τους λογαριασμό και κάτω από αυτόν μοιράζουν τα χρήματα των πελατών τους). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απομακρύνεται μεγάλο μέρος της πελατείας (καταθέτες εν προκειμένω), από τον αυστηρό εποπτικό πλαίσιο των εθνικών κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ που διέπει τα παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα.
Μιλώντας το Capital.gr με τραπεζικά στελέχη, κοινοτικές πηγές που γνωρίζουν το θέμα, διευκρίνισαν ότι όλες αυτές οι ιντερνετικές τράπεζες ή χρηματοοικονομικές υπηρεσίες δεν σημαίνει ότι είναι παράνομες ή δεν παίρνουν άδεια από τις κεντρικές τράπεζες. Η διαφορά είναι ότι δεν αποτελούν αμιγή τραπεζικά ιδρύματα και, για αυτό, για παράδειγμα δεν μπορούν να δώσουν δάνεια ή πιστωτικές κάρτες, και, συνεπώς, δεν διέπονται από το ίδιο αυστηρό εποπτικό πλαίσιο. Επίσης, σημείωσαν ότι είναι εντελώς διαφορετικοί οι κανόνες για το άνοιγμα προσωπικού λογαριασμού για μια τράπεζα από ό,τι για μια χρηματοοικονομική υπηρεσία ή fintech που λειτουργεί με nominee accounts. Έτσι, αυτό που ανησυχεί τις εποπτικές αρχές είναι η απομάκρυνση καταθέσεων από τον αυστηρό έλεγχο σε επίπεδο λογαριασμού ανά καταθέτη (και όχι ένα pool καταθέσεων χωρίς να γνωρίζουν την ταυτότητα του κάθε καταθέτη), σε fintech υπηρεσίες οι οποίες μπορεί να μην πληρούν όλα τα κριτήρια, αλλά και στα εικονικά νομίσματα ή στα κρυπτονομίσματα.
Ο κίνδυνος που συνδέεται με αυτά σχετίζεται με τον ελέγχους ταυτοπροσωπίας, δυνατότητα ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ αρχών μέσω διακρατικών συμφωνιών για έλεγχο της φοροδιαφυγής, για ξέπλυμα χρήματος κ.ά., πέραν του κινδύνου που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι καταναλωτές.
Βέβαια, και από την έκθεση της ΕΒΑ γίνεται απολύτως σαφές ότι όλοι οι εναλλακτικοί πάροχοι δεν αποτελούν κίνδυνο ή κάτι παράνομο. Αντιθέτως, διαπιστώνει σημαντική ευελιξία των νέων ιντερνετικών υπηρεσιών και παρόχων πληρωμών, αλλά και σημαντική συμμόρφωση με την εποπτεία, χαμηλά κόστη για τους πελάτες και διαφάνεια. Απλώς, όπως είχε αναφερθεί σε άλλη έκθεση της ΕΒΑ, οι υπηρεσίες αυτές εμφανίζονται τόσο γρήγορα και, όπως είχε αναφερθεί σε άλλη έκθεση της ΕΒΑ για τις απάτες εν καιρώ covid, δεν είναι όλες ελεγμένες ως προς την ύπαρξή τους ή τον βαθμό συμμόρφωσης.
Σε ό,τι αφορά στις υπόλοιπες τάσεις, στις οποίες οι τράπεζες θα πρέπει να συμμορφωθούν ταχύτερα είναι οι εξής:
1. Υπηρεσίες πληρωμών. Γενικά στην Ευρώπη, οι πιστωτικές κάρτες αποτελούν το κυρίαρχο μέσο ηλεκτρονικών πληρωμών (στην Ελλάδα είναι οι χρεωστικές). Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τα συστήματά τους για ανέπαφες συναλλαγές με όριο έως τα 50 ευρώ και ταυτόχρονα την ασφάλεια. Διότι, τα μεγαλύτερα παράπονα είχαν σχέση με μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές και με απάτες μέσω διαδικτύου.
2. Υπηρεσίες e-money. Οι συναλλαγές με ψηφιακό χρήμα και ψηφιακά πορτοφόλια έχουν διπλασιαστεί τον τελευταίο χρόνο και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί. Επομένως, οι τράπεζες θα πρέπει να ακολουθήσουν την τάση αυτή, εντάσσοντας στα συστήματά τους αξιόπιστες υπηρεσίες και συνεργασίες και να αυξήσουν τα συστήματα ασφαλείας.
3. Λύσεις στην περίοδο των χαμηλών επιτοκίων. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του Covid (λόγω μείωσης κατανάλωσης και πακέτων στήριξης) με αποτέλεσμα οι καταθέτες να αναζητούν εναλλακτικές με υψηλότερες αποδόσεις, οι οποίες μπορεί να ενέχουν κινδύνους. Για αυτό οι τράπεζες θα πρέπει να δώσουν μεγάλη έμφαση στη δημιουργία αξιόπιστων εναλλακτικών και στην ενημέρωση.
4. Χρεώσεις και προμήθειες. Η ΕΒΑ καλεί τις ευρωπαϊκές τράπεζες να γίνουν ακόμα πιο διαφανείς σε ό,τι αφορά στις προμήθειες και τις χρεώσεις σε όλα τα προϊόντα τους, από τις καταθέσεις μέχρι τα δάνεια και τις κάρτες.
5. Ψηφιακός μετασχηματισμός. Αποτελεί μονόδρομος και απαραίτητος για την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος. Όμως, οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν υπόψη κατά τον σχεδιασμό τους εξής κινδύνους και τις εξής ανησυχίες των καταναλωτών: κυβερνοασφάλεια, προστασία προσωπικών δεδομένων, αστοχία συστήματος, ανεπαρκή συμμόρφωση ως προς τη συμμόρφωση των στοιχείων πληρωμών μέσω ψηφιακών μέσων, την έλλειψη γνώσης για τα ακριβή στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου μέρους του καταναλωτή ειδικά στις διασυνοριακές αγορές, ζητήματα αθέμιτου ανταγωνισμού και επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
6. Συστήματα πληρωμών. Το κυριότερο ζήτημα είναι να περιοριστούν οι ανησυχίες για μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές (απάτες), λάθη στην εκτέλεση των εντολών πληρωμής (περιλαμβανομένων λαθών σε αναλήψεις μέσω ΑΤΜ), υψηλές χρεώσεις, ασφάλεια συναλλαγών μέσω της πλήρους εφαρμογής των σχετικών οδηγιών (π.χ. PSD2).
7. Πολιτικές πωλήσεων. Σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον, οι πωλήσεις μέσω ίντερνετ θα πρέπει να λάβουν υπόψη τη νομοθεσία σχετικά με τις απαιτήσεις για τα χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος και υπηρεσίας στη χώρα πώλησης, όπως και το πώς δίνονται οι πιστώσεις.
Του Λεωνίδα Στεργίου – capital.gr