Τζον Κασσαβέτης: Τριάντα χρόνια από το θάνατο του «ανυπότακτου» σκηνοθέτη
Όπως συμβαίνει ορισμένες φορές, με τους πρωτοπόρους της Αμερικής, ειδικά στην τέχνη, η καταξίωση έρχεται από την Ευρώπη και μετά επιστρέφει πίσω.
Έχοντας αυτή την αθάνατη ελληνική ιδιοσυγκρασία και τη στόφα ενός ανυπότακτου, ο Τζον Κασσαβέτης, τα έβαλε ακόμη και με το πανίσχυρο κύκλωμα του Χόλυγουντ. Ο ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, αυτός ο εικονοκλάστης, ο επαναστάτης, παρά την επιτυχία του ως ηθοποιός, υπήρξε ο σημαντικότερος, από τους πρωτεργάτες του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, αφήνοντας την ευκολία και μπαίνοντας στην περιπέτεια, καθώς αναζητούσε τρόπους χρηματοδότησης των ταινιών του, που δεν θα του έβαζαν εμπόδια και θα αναδείκνυαν τον αδέσμευτο χαρακτήρα της καλλιτεχνικής του έμπνευσης. Όπως συμβαίνει ορισμένες φορές, με τους πρωτοπόρους της Αμερικής, ειδικά στην τέχνη, η καταξίωση έρχεται από την Ευρώπη και μετά επιστρέφει πίσω. Ο Κασσαβέτης είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ανάλογων περιπτώσεων, καθώς η Ευρώπη υποχρέωσε την Αμερική να τον ανακαλύψει και στο τέλος να τον αποδεχθεί.
Αύριο συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του, αφού σε ηλικία 59 χρόνων άφηνε πίσω του την αγαπημένη, ιδιαιτέρως καλή ηθοποιό και σημαντική προσωπικότητα, Τζίνα Ρόουλαντς και τρία παιδιά. Με αφορμή το χαμό του, το ΑΠΕ-ΜΠΕ θυμίζει ορισμένες από τις σημαντικότερες σκηνές της δημιουργικής του ζωής και την κινηματογραφική κληρονομιά που άφησε πίσω του, παρότι σήμερα παραμένει στην αθέατη μεριά της κινηματογραφικής ιστορίας, λες και ένα αδιόρατο χέρι τον κόβει στη μονταζιέρα απ’ τους σπουδαίους του σινεμά.
Από τη Ν. Υόρκη στη Λάρισα
Γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1929 στη Νέα Υόρκη, στην εποχή του μεγάλου οικονομικού «κραχ», από Έλληνες γονείς, πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Λάρισα, όπου κατέφυγε η οικογένειά του τα χρόνια της μεγάλης ύφεσης, ενώ στην ηλικία των έξι ετών, μιλούσε μόνο ελληνικά. Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής, αγαπούσε τα σπορ και στο σινεμά τον ξετρέλαιναν οι ταινίες του Τζέιμς Κάγκνεϊ. Πήγε σε διάφορα κολέγια χωρίς κανένα να του κινήσει την επιθυμία να συνεχίσει τις σπουδές του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην American Academy of Dramatic Arts, βλέποντας ότι θα είναι κοντά σε πολλές όμορφες κοπέλες. Παραδόξως εκεί θα έβρισκε τη γυναίκα της ζωής του, μία πανέμορφη ξανθιά κοπέλα, κόρη ενός πολιτικού από το Ουισκόνσιν, την Τζίνα Ρόουλαντς, την οποία παντρεύτηκε το 1954, αμέσως μετά την αποφοίτησή του.
«Σκιές» και Βενετία
Ο Κασσαβέτης θα έπαιρνε την πρώτη του σημαντική δουλειά στην τηλεόραση στην πετυχημένη σειρά «Paso Doble», όπου έπαιξε σε πάνω από 80 επεισόδια, ενώ άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρώτες προτάσεις από το Χόλυγουντ. Γρήγορα απέκτησε και τη φήμη του καβγατζή, μαλώνοντας με σκηνοθέτες, σεναριογράφους και κυρίως τους παραγωγούς. Η Τζίνα Ρόουλαντς την ίδια εποχή τα πήγαινε πολύ καλά στο θέατρο και εκμεταλλευόμενος τη φήμη της, ανοίγει ένα στούντιο για άνεργους ηθοποιούς. Στο εργαστήρι αυτό γεννήθηκε και το πρώτο του φιλμ, «Σκιές» και ίσως η πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή στις ΗΠΑ. Μέσα από αυτοσχεδιασμούς νεαρών ηθοποιών, αφηγείται τη ζωή τριών μαύρων αδελφών στο διανοουμενίστικο Μανχάταν. Με την κάμερα στο χέρι, μεγάλο ασπρόμαυρο κόκκο και με αθάνατα κομμάτια του Μίνκους ως μουσική υπόκρουση, γίνεται γνωστός στη Νέα Υόρκη, στα κλαμπ, στα στέκια διανοούμενων.
Το 1959 είναι μία κομβική χρονιά για το μέλλον του, καθώς μπαίνει στους κόλπους των διασημοτήτων παίζοντας τον ντετέκτιβ-πιανίστα Τζόνι Στακάτο, στην ομότιτλη σειρά του NBC.
Έτσι, οι «Σκιές», που είχαν γνωρίσει μόνο οι «κουλτουριάρηδες» της Νέας Υόρκης, παίζονται στο Λονδίνο, ενώ ενθουσιάζουν κοινό και κριτικούς και βραβεύονται στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ στη συνέχεια διανέμονται στην Αμερική, με βρετανική διανομή.
Η σύγκρουση με τον Στάνλεϊ Κράμερ
Οι ιθύνοντες της Paramount, που τους έχει εντυπωσιάσει και πιστεύουν ότι ο Κασσαβέτης έχει αρχίσει να μπαίνει στα κοστούμια του Χόλιγουντ, τον καλούν να γυρίσει το δράμα «Όταν ο πόθος προστάζει» (1961), αλλά για μία ακόμη φορά το ευρύ κοινό της Αμερικής του γυρνάει την πλάτη. Η ταινία είναι μία εισπρακτική αποτυχία και η Paramount λύνει το συμβόλαιο μαζί του αμέσως.
Αν και ακατανόητο, τον επόμενο χρόνο η United Artists τον καλεί να σκηνοθετήσει το κοινωνικό δράμα «Το παιδί μας σε περιμένει», ένα φιλμ για τη ζωή των αυτιστικών παιδιών, με την Ρόουλαντς, τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Τζούντι Γκάρλαντ. Παρά τους δισταγμούς του, ο Κασσαβέτης, που γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει μεγάλο στούντιο δέχεται. Ο σκηνοθέτης και μεγαλοπαραγωγός Στάνλεϊ Κράμερ (παρότι εκφραστής ενός κοινωνικού σινεμά, αλλά πάντα ένας «παίχτης» των μεγάλων στούντιο) του αφαιρεί το δικαίωμα να μοντάρει την ταινία του και ο Κασσαβέτης συγκρούεται με σφοδρότητα μαζί του, θέτοντας εαυτόν εκτός των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ. Μετά την επίδειξη ισχύος από τα στούντιο, ο Κασσαβέτης θα μείνει σπίτι, θα κοιτάξει τα παιδιά του και θα αρχίσει το γράψιμο. Για δυο χρόνια γραφεί συνεχώς, από σενάρια και θεατρικά, μέχρι μυθιστορήματα.
Από τον Πολάνσκι στα «Πρόσωπα»
Ένας παλιός του γνώριμος, ο συνεργάτης του στην παραγωγή των «Σκιών» Μακέντρι του προτείνει να γυρίσει τα «Πρόσωπα». Τα γυρίσματα κρατούν έξι μήνες και το μοντάζ τρία χρόνια! Στη διάρκεια της περιπέτειας του μοντάζ, θα παίξει σε δυο τρεις ταινίες, ενώ θα προταθεί για το Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου στην γνωστή πολεμική ταινία του Τζον Όλντριτς «Και οι 12 ήταν καθάρματα» (1967). Τον αμέσως επόμενο χρόνο θα γίνει σούπερ σταρ πρωταγωνιστώντας στο θρίλερ «Το Μωρό της Ρόζμαρι» του Ρομάν Πολάνσκι. Τα χρήματα που θα πάρει από την επιτυχία του ως ηθοποιός θα πάνε όλα στην ολοκλήρωση του δικού του φιλμ, ενώ, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, περνά τη δημιουργικότερη περίοδο της ζωής του.
Στα «Πρόσωπα», ενώ δίνεται η εντύπωση ότι οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σφιχτό και καλογραμμένο σενάριο. Ο Κασσαβέτης ανήκει στους σκηνοθέτες που αγαπούν τους ηθοποιούς και ως εκ τούτου καταφέρνει να βγάλει απ’ αυτούς τον αυθορμητισμό και τις καλύτερες επιδόσεις τους, κόντρα στα στερεότυπα του Χόλιγουντ. Η Ρόουλαντς είναι εκθαμβωτική. Και όμως η ταινία του πάει άκλαυτη στην ειδική προβολή που έγινε στην Καλιφόρνια, για να έρθει και πάλι η Βενετία να του δώσει την ώθηση που χρειάζεται. Επιστρέφει από τη ιταλική πολιτεία των δόγηδων με πέντε βραβεία και η ταινία του γίνεται καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ προτείνεται και για το Όσκαρ σεναρίου. Αμέσως μετά γυρίζει τη δραματική κωμωδία «Σύζυγοι» προσθέτοντας στο καστ της ταινίας και τα «άτακτα παιδιά» Πίτερ Φολκ και Μπεν Γκαζάρα. Ακόμη μία ανέλπιστη επιτυχία, για τον Κασσαβέτη, ο οποίος δεν προδίδει τις αρχές του, χρησιμοποιώντας και ερασιτέχνες ηθοποιούς, ψάχνοντας χρήματα από δω και από κει, βάζοντας υποθήκη το σπίτι του, για να ολοκληρώσει την ταινία του.
Η «Γκλόρια» και το Τέλος
Ακολουθεί ένας πετυχημένος πυρετός δημιουργίας, που αποτυπώνεται σε ταινίες όπως «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971) με την Ρόουλαντς και τον Σέιμουρ Κάσελ, «Νύχτα Πρεμιέρας», (1977) με τον ίδιο, την Τζίνα, τον Γκαζάρα και τον Φολκ, «Γκλόρια» (1980) με την σύζυγό του εξαιρετική στον πρώτο ρόλο. Εδώ έρχεται και πάλι η αποθέωση από τη Βενετία, απ’ την οποία θα αποπλεύσει με το Μέγα Βραβείο, ενώ για την «Ερωτική Θύελλα» (1984) θα κερδίσει την Αργυρή Άρκτο, στο Βερολίνο. Επίσης, το 1977, θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας στο εξαιρετικό θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οργισμένος Γίγαντας».
Τα σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού που τον βασανίζουν για χρόνια θα του δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα και στη δημιουργική έμπνευση και η ανάθεση της Columbia για το «Big Trouble», με τους Πίτερ Φολκ, Άλαν Άρκιν, Τσαρλς Ντέρνινγκ, Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο, θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του. Έπειτα από τέσσερα χρόνια επώδυνων καταστάσεων, ο Τζον Κασσαβέτης πεθαίνει από κύρωση του ήπατος. Ήταν 3 του Φλεβάρη του 1989. Έφυγε ένας σημαντικός κινηματογραφιστής του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά και ένας αδιαμφισβήτητα γνήσιος ανυπότακτος Έλληνας…