Τζίνα Ρόουλαντς: Αποχαιρετισμός στη Γυναίκα του αμερικανικού σινεμά
Η αποτελεσματικά τολμηρότερη – και με το διαμέτρημα των ταινιών να την στηρίζει – Αμερικανίδα ηθοποιός του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα δεν ζει πια…
Η Τζίνα Ρόουλαντς, μητέρα, μεταξύ μας, κάθε σοβαρής νατουραλιστικής ηθοποιού από την άλλη μεριά του Ατλαντικού δεν τιμήθηκε ποτέ όπως της έπρεπε, δεν αναγνωρίστηκε, ακόμα και σήμερα, ως η αυθεντική ιέρεια της αμερικανικής υποκριτικής. Ίσως επειδή δεν έπαιξε ποτέ Μανδαρίνες με προφορά Αγγλίδας των Ινδιών, ίσως επειδή δεν υπέπεσε ποτέ σε κομματισμούς κι εκ του ασφαλούς πολιτικές εκδηλώσεις, δεν έπαιξε δηλαδή ποτέ το παίγνιο της πνευματικής ηγέτιδας που επεμβαίνει στην σοσιομιντιακή καθημερινότητα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΊΣΗΣ:
Τζον Κασσαβέτης: Τριάντα χρόνια από το θάνατο του «ανυπότακτου» σκηνοθέτη
Ποιος θα περίμενε όμως, άραγε, τον ξανθό άγγελο (της Ντήτριχ ισχυρίζεται τον έχει δει 38 φορές!) που διακοσμούσε την αμερικανική τηλεόραση σε όλες της τις εκδοχές – «Bonanza», «Alfred Hitchcock Presents», «Man from U.N.C.L.E». συμπεριλαμβανομένων – να μεταμορφωνόταν, στα χέρια του δικού της Στέρνμπεργκ, σε ιέρεια μιας πλευράς του υπερατλαντικού σινεμά;
Όχι πολλοί ίσως, αλλά Κασαβέτη παρόντος πάσα αμφιβολία παυσάτω. Ένας μικρός ρόλος δίπλα σε Λάνκαστερ και Τζούντι Γκάρλαντ στο ελάχιστα ειδωμένο «A Child is Waiting» του ’63 ήταν η προσεκτική αρχή. Πέντε χρόνια μετά έρχεται το «Faces» της εκτενούς φήμης του πρωτόλειου αριστουργήματος του νεοϋορκέζικου ανεξάρτητου. «Minnie και Moskowitz» (1971) έπειτα, μια ιδιότυπη κομεντί, δίπλα στον Σέιμουρ Κασέλ και τρία χρόνια μετά η πρώτη, μεγάλη, εκτυφλωτική έκρηξη: «Μια Γυναίκα Εξομολογείται», ο Κασαβέτης επισκέπτεται, εξαμερικανίζει και συγκλονίζει την μπεργκμανική στρατόσφαιρα, η κάμερα πλησιάζει τόσο που να θολώνεις απ’ το χνώτο των ανθρώπων και η Τζίνα Ρόουλαντς είναι εκεί, σε τέλεια θραύσματα, να εξυπηρετήσει ένα όραμα δικό της και του άντρα της. «Παράλογα», θα χάσει το Όσκαρ από την Έλεν Μπέρνστιν στο «Η Αλίκη Δεν Μένει Πια Εδώ» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Άλλα τρία χρόνια μετά, το 1977, ο Κασαβέτης φτιάχνει ένα ακόμα όχημα πικρού μειδιάματος και ούτε δευτερόλεπτο εγωπαθούς οδυρμού, μια ταινία για τον καλλιτέχνη, το ζεύγος, τη μοναξιά, την ξανά υπό κατάρρευση γυναικεία ψυχή που προσπαθεί να αποπερατώσει ρόλους απρογραμμάτιστους για το φύλο της. Η Ρόουλαντς κάνει σμπαράλια το πρόσωπο, το σώμα και την ψυχή της, μόνο και μόνο για να επιχειρήσει να τα επανασυνθέσει σε κάτι πιο χιουμοριστικό, πιο βιώσιμο. Είναι συναρπαστική.
Το ζενίθ της «Νύχτας Πρεμιέρας» δεν μπορεί παρά να το διαδεχθεί μια, μικρή μόνο, κάμψη, μια επίσκεψη του Κασαβέτη στο κινηματογραφικό είδος. Η αστυνομική «Γκλόρια» είναι ένα ακόμα ευλογημένο όχημα έμπρακτης χειραφέτησης, μια ακόμα ιστορία που η Ρόουλαντς, χωρίς τερτίπια, χωρίς μανιέρα, αποδεικνύει πως αυτό είναι το δικό της γήπεδο, όλες οι άλλες σύγχρονές της, είναι απλά καλεσμένες. Εδώ θα κέρδιζε την δεύτερη οσκαρική της υποψηφιότητα.
To 1982 και το 1984 θα έχει τις δύο τελευταίες συνεργασίες με τον άντρα της ζωής της, την «Τρικυμία» σε σκηνοθεσία του Πολ Μαζέρσκι και το προτελευταίο (αλλά κάνουμε ότι ξεχνάμε το τελευταίο) του Κασαβέτη, την «Ερωτική Θύελλα», ένα θαυμάσιο, ξεχασμένο έργο που τιμήθηκε στο Βερολίνο και με τη Χρυσή Άρκτο και το βραβείο των κριτικών της FIPRESCI.
Ο θάνατος του Κασαβέτη σήμανε και τη λήξη μιας από τις σημαντικότερες συνεργασίες σκηνοθέτη / ηθοποιού και η συνέχεια θα ήταν αναμενόμενα διαφορετική. Η Ρόουλαντς βρήκε για μια φορά έναν ακόμα νεοϋορκέζο, τον Γούντι Άλεν, και του χάρισε για μια φορά ελευθέρωση από τις (κάποτε) κοινές περιαυτολογίες, κρατώντας ανέπαφη τη σημασία. Το «Another Woman» ήταν η καλή της στιγμή στην δεκαετία του ’80.
Από κει κι έπειτα ένας Τζάρμους («Μια Νύχτα Στον Κόσμο»), ένας ασήμαντος Λάσε Χάλστρομ («Something to Talk About» – γερή υποψηφιότητα για την ταινία της Τζούλια Ρόμπερτς που δεν έχει δει κανείς), ρόλοι στις ταινίες του γιου της Νικ (οπότε «Notebook» για τους ρομανσέρος) και μια τρυφερή εμφάνιση δίπλα στον Σον Κόνερι στο «Playing by Heart», κλείνουν τα αξιομνημόνευτα μιας καριέρας που ορίζει την ουσιώδη γυναικεία παρουσία στο αμερικάνικο σινεμά των τελών του 20ού αιώνα κι ας μην «περηφανεύεται» παραπάνω ακαδημαϊκή αναγνώριση από δυο υποψηφιότητες κι ένα, εκπρόθεσμο, τιμητικό Όσκαρ το 2015.
Για ‘μας θα μείνει αθάνατη.
Από τον Ηλία Δημόπουλο-cinemagazine.gr