Τζίνα Λολομπριτζίτα: Η μοναδική «Λολό», η «ωραία των ωραίων»
Την αποκάλεσαν «Μόνα Λίζα του 20ου αιώνα» και για δεκαετίες κρατούσε τον τίτλο της πιο όμορφης γυναίκας του κόσμου.
Οι μοναδικές της καμπύλες, το αψεγάδιαστο πρόσωπό της και το βαθύ της ντεκολτέ, την καθιέρωσαν ως το απόλυτο σύμβολο του ερωτισμού και της θηλυκότητας. Όμως η μοναδική Λολό, όπως την αποκαλούν, είναι μια γυναίκα που δεν περιορίστηκε ποτέ στην εικόνα της. Γι’ αυτό, αφού έλαμψε ως αστέρι του κινηματογράφου τις δεκαετίες του ’50 και ’60, άλλαξε ρότα και ασχολήθηκε στην αρχή με τη φωτογραφία και στη συνέχεια με τη γλυπτική, εκφράζοντας τις καλλιτεχνικές και κοινωνικές της ευαισθησίες, χωρίς να φοβάται το ρίσκο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άβα Γκάρντνερ: Μία από τις ωραιότερες γυναίκες του σινεμά
Η Τζίνα Λολομπριτζίτα (Gina Lollobrigida) γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1927 στο Σουμπιάκο, ένα γραφικό χωριό στα περίχωρα της Ρώμης. Ο πατέρας της ήταν ένας ευκατάστατος επιπλοποιός, που έχασε την περιουσία του εξαιτίας ενός βομβαρδισμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πανέμορφη, αλλά πάντα ατίθαση και ασυμβίβαστη Τζίνα από τα χρόνια του σχολείου έκανε μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με το μόντελινγκ.
Το 1944, η οικογένεια μετακομίζει στη Ρώμη κι εκείνη γράφεται στη σχολή Καλών Τεχνών. Ταυτόχρονα δουλεύει ως μοντέλο σε φωτορομάντζα της εποχής, αλλά και σε κινηματογραφημένες όπερες. Την άνοιξη του 1947, ένας φίλος την πείθει να λάβει μέρος στο διαγωνισμό της Miss Roma την τελευταία στιγμή. Παρόλο που δεν είχε το κατάλληλο φόρεμα, κατέκτησε τη δεύτερη θέση κι έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, που τελικά την κάλεσαν να συμμετάσχει και στους τελικούς της Miss Italy, όπου βγήκε τρίτη.
Η ομορφιά της τράβηξε το βλέμμα των ανθρώπων του κινηματογράφου κι έτσι άρχισε η καριέρα της στη μεγάλη οθόνη. Από το 1946 ως το 1953 θα εμφανιστεί σε 27 Ιταλικές και γαλλικές ταινίες, που οι περισσότερες έχουν επιτυχία. Το 1953 έρχεται η ώρα να ανοίξει τα φτερά της εκτός συνόρων.
Ο μεγιστάνας Χάουαρντ Χιουζ, που υπήρξε θαυμαστής της και επί σειρά ετών την πολιορκούσε, έκανε τα πάντα για να τη φέρει στο Χόλιγουντ και τα κατάφερε. Έτσι, ο Τζον Χιούστον τής δίνει τον δεύτερο γυναικείο ρόλο στην ταινία «Beat the Devil», δίπλα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και την Τζένιφερ Τζόουνς.
Η εμφάνισή της πάντως στην ισχυρότερη κινηματογραφική βιομηχανία του πλανήτη δεν πέρασε απαρατήρητη. Μάλιστα, η Μέριλιν Μονρόε τής έκανε το πιο ωραίο κομπλιμέντο, όταν δήλωσε: «Είμαι η Aμερικανίδα Λολομπρίτζιτα».
Έπαιξε σε πάνω από 60 ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Crossed Swords» με τον Έρολ Φλιν, το «Trapeze» δίπλα στον Μπαρτ Λάνκαστερ και τον Τόνι Κέρτις, αλλά και η «Παναγία των Παρισίων», όπου έλαμψε ως Εσμεράλδα, με Κουασιμόδο τον Άντονι Κουίν.
Μια σημαντική της στιγμή ήταν το φιλμ «Η ωραία των ωραίων», που βασιζόταν στη βιογραφία της σοπράνο Λίνα Καβαλιέρι.
Με αυτή την ερμηνεία, κέρδισε το βραβείο David di Donatello Α’ Γυναικείου Ρόλου, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν μόνο όμορφη, ενώ το 1959 ο Ζιλ Ντασέν την επιλέγει να πρωταγωνιστήσει στο φιλμ «The Law», δίπλα στην Μελίνα Μερκούρη, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τον Υβ Μοντάν.
Εκείνη την εποχή είναι πια μια από τις ακριβοπληρωμένες ηθοποιούς και θεωρούνταν το αντίπαλο δέος της εκρηκτικής Σοφία Λόρεν. Η κόντρα τους απασχόλησε τον Τύπο συχνά πυκνά. Η Λολομπριτζίτα πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της στο «Vanity Fair», τοποθετήθηκε επί του θέματος λέγοντας: «Εκείνη και οι ατζέντηδές της ξεκίνησαν την ιστορία της αντιπαλότητας, που συνεχίζεται πενήντα χρόνια αργότερα! Είναι κάτι που βαριέμαι πολύ, δεν θέλω άλλο. Ακόμα και όταν άλλαξε ατζέντη, το συνέχισε. Κάναμε διαφορετικές καριέρες. Εγώ ήθελα να είμαι καλλιτέχνις πάνω απ’ όλα. Ήθελα μια καριέρα υψηλού επιπέδου…».
Ακολουθώντας το ένστικτό της, αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις των παραγωγών που απαιτούσαν από αυτήν να κάνει γυμνές σκηνές κι έτσι το 1977 αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κινηματογράφο και να αφοσιωθεί στη φωτογραφία. Ανάμεσα στις σημαντικές προσωπικότητες που πέρασαν από τον φακό της ήταν ο Χένρι Κίσινγκερ, η Όντρεϊ Χέπμπορν, η Έλα Φιτζέραλντ, αλλά και η γερμανική ομάδα ποδοσφαίρου. Η μεγάλη της όμως επιτυχία ήταν όταν κατάφερε να πάρει συνέντευξη από τον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο διατηρούσε μακρά φιλία.
Το 1984 εμφανίστηκε ως γκεστ σταρ για πέντε επεισόδια στη σειρά «Falcon Crest», κερδίζοντας μάλιστα και μια υποψηφιότητα στις Χρυσές Σφαίρες. Στη συνέχεια θα κάνει ακόμα ένα γκεστ στο «Πλοίο της αγάπης», αλλά και σε διάφορα σόου και εκπομπές.
Για την καριέρα της στο σινεμά η ίδια είχε δηλώσει, πετώντας εμμέσως και μια σπόντα στην Λόρεν που είχε πάντα την υποστήριξη του Κάρλο Πόντι: «Ήταν μια καριέρα χωρίς βοήθεια και χωρίς σύζυγο παραγωγό, που τη δυσκόλευε ακόμα περισσότερο ο χαρακτήρας μου, αυτός ο χαρακτήρας της ατίθασης γυναίκας που δεν δέχεται συμβιβασμούς, που δεν πληρώνει άρθρα στις εφημερίδες, που δεν μασάει τα λόγια της».
Η πορεία της ως φωτογράφος ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη, όμως το ανήσυχο πνεύμα της δεν την άφηνε να επαναπαυτεί. Έτσι τη δεκαετία του 1990 αρχίζει μια τρίτη καριέρα, αυτή τη φόρα στη γλυπτική, την πρώτη της αγάπη. Επιστρέφει στην Ιταλία και μαθητεύει δίπλα στον διάσημο γλύπτη Τζιάκομο Μαντζού. Στη συνέχεια, δημιουργεί το δικό της ατελιέ στην Τοσκάνη και εκθέτει τα έργα της στη Μόσχα και τη Σεβίλλη, ενώ παράλληλα το 1999 διεκδικεί μια θέση στο Ευρωκοινοβούλιο και γίνεται πρέσβειρα της Unicef και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας. Γρήγορα όμως αποφάσισε ότι η πολιτική δεν της ταιριάζει. «Έχω κάνει τις επιλογές μου, δεν θα έσφιγγα ποτέ το χέρι του προέδρου της δικτατορικής Xιλής ή της Nότιας Aφρικής του απαρτχάιντ. Έκανα όμως ένα μικρό λάθος όταν κατέβηκα υποψήφια ευρωβουλευτής με τους Xριστιανοδημοκράτες. Nόμιζα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τα παιδιά, όμως δεν λογάριασα καλά, δεν ήταν δουλειά αυτή για μένα», εξομολογήθηκε δημόσια.
Αν κι όπως λέει ποτέ δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα, το ετήσιο εισόδημά της ξεπερνάει τα 96 εκατομμύρια ευρώ και σήμερα θεωρείται μια από τις πλουσιότερες γυναίκες στον κόσμο. Εκτός από τα επαγγελματικά της έσοδα, οφείλει την τεράστια περιουσία της σε κέρδη από το χρηματιστήριο, σε ακίνητα, αλλά και στο συμβόλαιό της με την εταιρεία καλλυντικών CoverGirl. Έχει επίσης πολλά εστιατόρια στη Ρώμη (όπως η αλυσίδα «Chez la grosse Gina»), μια σειρά παιδικών ρούχων, τη «Lollobrigida Séduction», καθώς και το άρωμα «L’eau de Gina». Είναι όμως γνωστή για τη φιλανθρωπική της δράση- μάλιστα το 2013 πούλησε τα κοσμήματά της για να δωρίσει 5 εκατομμύρια δολάρια στη θεραπεία με βλαστικά κύτταρα.
Εξίσου περιπετειώδης με την επαγγελματική της διαδρομή, ήταν και η προσωπική της ζωή. Οι εφήμερες σχέσεις και ο μακρύς κατάλογος με τους εραστές της δεν της έφεραν την ευτυχία που αναζητούσε.
Ο μόνος αναμφισβήτητος γάμος της ήταν με τον Γιουγκοσλάβο γιατρό Μίλκο Σκόφιτς, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Αντρέα Μίλκο. Με τον γιο της ποτέ δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις, μέχρι που απέκτησε το πρώτο της εγγόνι, οπότε άρχισαν να έρχονται πιο κοντά.
Όταν, όμως το 2006, σε ηλικία 79 ετών, αρραβωνιάστηκε τον 45χρονο Ισπανό επιχειρηματία Χαβιέρ Ριγκάου ι Ράφολς, επήλθε και πάλι ρήξη μεταξύ τους. Ο Ράφολς -που ισχυριζόταν πως είχαν παντρευτεί, πράγμα που η Λολομπρίτζιτα διέψευσε κατηγορηματικά-, προφανώς προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί οικονομικά. Η υπόθεση πήρε τη δικαστική οδό, δικαιώνοντας σε πρώτη φάση τον πρώην αγαπημένο της, όμως, εκείνη άσκησε έφεση και έχοντας στο πλευρό της μια άλλη Ιταλίδα καλλονή, τη Μόνικα Μπελούτσι, τελικά κέρδισε. Η ζωή απέδειξε πως είχε δίκιο, όταν μερικά χρόνια νωρίτερα, δήλωνε ότι: «Είναι πιο εύκολο να βρεις έναν άνδρα παρά να τον ξεφορτωθείς».
Μετά από αυτή την περιπέτεια, ο γιος της ζήτησε διά της νομικού οδού να τη θέσει υπό την εποπτεία του, ισχυριζόμενος ότι η μητέρα του συναναστρεφόταν άνδρες που επωφελούνταν από την περιουσία της και πως η ίδια δεν ήταν ικανή να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Αυτή η κίνηση πλήγωσε την Λολό, μέχρι που, ακόμα ένα σκάνδαλο ήρθε να αναστατώσει την ηρεμία της, όταν γνώρισε τον 27χρόνο τότε Αντρέα Πιατσόλα.
Στην αρχή, ο νεαρός εργαζόταν ως σοφέρ της, γρήγορα όμως κέρδισε την εμπιστοσύνη της και προήχθη σε μάνατζερ. Ο γιος της τον θεωρούσε απειλή για τη μητέρα του και τελικά τον οδήγησε στο δικαστήριο, με την κατηγορία ότι πούλησε τρία πολυτελή διαμερίσματα που ανήκαν στην Λολομπρίτζιντα, κοντά στη Σκαλινάτα της Ρώμης, για πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ το 2015, και ότι έκλεψε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ από τους προσωπικούς λογαριασμούς της. Η Λολομπρίτζιντα αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχαν ερωτικές σχέσεις, αν και ποτέ δεν έκρυψε την προτίμησή της για τους νεότερους άνδρες, που όπως λέει «είναι ακομπλεξάριστοι και έχουν χιούμορ».
Μετά από αυτό το σκάνδαλο, ωστόσο, που της κόστισε από κάθε άποψη, αποσύρθηκε στη βίλα της στη Ρώμη, απαγορεύοντας τις πολλές επισκέψεις. Συνεχίζει βέβαια να ταξιδεύει και να ασχολείται με όσα της δίνουν χαρά!
Πηγή: bovary.gr