Τα 6 πιο διάσημα μυθικά μέρη: Από την Ατλαντίδα και την Λεμουρία στην Σαμπάλα και τη Θούλη
Καθ′ όλη τη διάρκεια της ιστορίας την ανθρωπότητα συνάρπαζαν ιστορίες μυθικών τόπων, πόλεων και παραδείσων που καλύπτονται από μυστικά που χάνονται στα πέρατα του χρόνου.
Τη στιγμή που οι φιλόσοφοι κατασκεύαζαν ιστορίες για χαμένες πόλεις, οι αρχαίοι ονειρεύονταν μέρη που κάποτε οδήγησαν σε ουτοπικούς χρυσούς αιώνες. Ένα ταξίδι στην ιστορία αυτών των θρυλικών περιοχών έχει σαγηνεύσει πολλούς.
Σας παρουσιάζουμε τα έξι πιο διάσημα μυθικά μέρη στον κόσμο.
Ατλαντίδα
Σε αντίθεση με πολλές ιστορίες των οποίων η προέλευση έχει χαθεί στα ιστορικά αρχεία, γνωρίζουμε ακριβώς πότε και ποιος επινόησε την ιστορία της Ατλαντίδας.
Η ιστορία διηγήθηκε για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα γύρω στο 330 π.Χ., σε δύο από τους διαλόγους του «Τίμαιος» και «Κριτίας». Έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπήρχε καταγραφή της Ατλαντίδας πριν από αυτά τα κείμενα και ότι ο Πλάτων δημιούργησε αυτό το μέρος ως πλοκή στις ιστορίες του.
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο Πλάτωνας, ο δάσκαλός του, είχε εφεύρει το νησί για να διδάξει τη φιλοσοφία. Ο φιλόσοφος Κράντωρ, μαθητής του μαθητή του Πλάτωνα Ξενοκράτη, αναφέρεται συχνά ως παράδειγμα συγγραφέα που θεώρησε ότι η ιστορία για την Ατλαντίδα ήταν ιστορικό γεγονός. Το έργο του, «ένα σχόλιο για τον Τίμαιο», δεν διασώζεται, αλλά ο Πρόκλος, νεοπλατωνιστής του πέμπτου αιώνα μ.Χ., αναφέρει σχετικά.
Η βυθισμένη πόλη της Ατλαντίδας υποτίθεται ότι ήταν ένας απίστευτα ισχυρός πολιτισμός που ήταν εκλεπτυσμένος, πλούσιος και ιδρύθηκε από ημίθεους. Αποτελούνταν από πολλά ομόκεντρα νησιά με άφθονα εξωτικά φυτά και ζώα.
Το εν λόγω απόσπασμα έχει αναπαραχθεί στη σύγχρονη βιβλιογραφία είτε ως ισχυρισμός ότι ο Κράντωρ επισκέφτηκε την Αίγυπτο, όπου είχε συνομιλίες με ιερείς και είδε ιερογλυφικά που επιβεβαίωναν την ιστορία, είτε ως ισχυρισμός ότι έμαθε γι′ αυτά από άλλους επισκέπτες στην Αίγυπτο. Ο Πρόκλος έγραψε:
Ο Κράντωρ αναφέρει ότι οι σύγχρονοι του Πλάτωνα συνήθιζαν να τον επεκρίνουν αστειευόμενοι ότι δεν ήταν ο εφευρέτης της Δημοκρατίας του, αλλά αντέγραφε τους θεσμούς των Αιγυπτίων. Ο Πλάτων πήρε αυτούς τις κριτικές αρκετά σοβαρά για να αναθέσει στους Αιγύπτιους αυτή την ιστορία για τους Αθηναίους και τους Ατλάντες, ώστε να τους κάνει να πουν ότι οι Αθηναίοι ζούσαν πραγματικά κάποτε σύμφωνα με αυτό το σύστημα.
Ένα άλλο απόσπασμα από το σχόλιο του Πρόκλου για τον «Τίμαιο» δίνει μια περιγραφή της γεωγραφίας της Ατλαντίδας:
Το ότι κάποτε υπήρχε ένα νησί τέτοιας φύσης και μεγέθους είναι προφανές από όσα λέγονται από ορισμένους συγγραφείς που ερεύνησαν τα πράγματα γύρω από την εξωτερική θάλασσα. Διότι σύμφωνα με αυτούς, υπήρχαν επτά νησιά σε εκείνη τη θάλασσα στην εποχή τους, ιερά για την Περσεφόνη, και άλλα τρία τεράστιας έκτασης, ένα από τα οποία ήταν ιερό στον Άδη, ένα άλλο στον Άμμωνα και ένα άλλο ανάμεσά τους στον Ποσειδώνα, το οποίο ήταν χίλια στάδια [200 χιλιόμετρα] και οι κάτοικοί του διατήρησαν την ανάμνηση από τους προγόνους τους για το μεγάλο νησί της Ατλαντίδας που υπήρχε πραγματικά εκεί και που για πολλούς αιώνες βασίλευε σε όλα τα νησιά του Ατλαντικού. Αυτά τα έχει γράψει ο Μάρκελλος στα Αιθιοπικά του.
Άβαλον
Το Γκλάστονμπερι, μια πόλη στην Αγγλία, γνωστή για τις νεοπαγανιστικές της πεποιθήσεις και τους τοπικούς θρύλους για τον Βασιλιά Αρθούρο, κάποτε θεωρούνταν η τοποθεσία για τον θρυλικό, ειδυλλιακό και χαμένο παράδεισο του Άβαλον.
Η νήσος Άβαλον, ή το Άβαλον, ή Αβαλονία, ή «Νήσος των μήλων», είναι μυθικό νησί κάπου στα Βρετανικά Νησιά, πασίγνωστο για τα ωραία του μήλα. Το Άβαλον κάποιες φορές αναφέρεται ότι είναι η θρυλική περιοχή, την οποία επισκέφτηκε ο Ιησούς μαζί με τον Ιωσήφ από Αριμαθαίας στα Βρετανικά Νησιά και το μέρος όπου αργότερα ιδρύθηκε η πρώτη εκκλησία στη Βρετανία. Η τοποθεσία του Άβαλον συνήθως συσχετίζεται με το σημερινό Γκλάστονμπερι, του Σόμερσετ.
Η πρώτη αναφορά του Άβαλον έγινε το 1136 μέσω του Τζέφρεϊ του Μονμάουθ Historia Regum Britanniae – ψευδοϊστορικό έργο, το οποίο γράφτηκε ανάμεσα στην περίοδο 1135 – 1139 και αποτελούσε ένα από τα πλέον δημοφιλή βιβλία κατά την περίοδο του Μεσαίωνα.
Σύμφωνα με το μύθο, το νησί κυβερνούσε η Μοργκάνα λε Φέι – είναι μια πανίσχυρη μάγισσα και πολλές φορές αντίπαλη του βασιλιά Αρθούρου και της Γκουίνεβιρ. Η Μοργκάνα είναι κόρη της μητέρας του Αρθούρου, Λαίδης Ιγκρέιν, και του πρώτου της συζύγου, Γκορλουά, Δούκα της Κορνουάλης.
Ωστόσο, ο θρύλος του Γκλάστονμπερι από πολλούς θεωρείται απάτη. Πρώτον, η επιγραφή στο μπαούλο θεωρείται αναχρονιστική, καθώς ταιριάζει περισσότερο στο 10ο αιώνα παρά στον 6ο. Δεύτερον, δε φαίνεται να υπάρχει μαρτυρία για κάποια ανακάλυψη στην περιοχή το 10ο αιώνα, συν το γεγονός ότι υπήρχαν κίνητρα και από το ίδιο το Αββαείο να επινοήσει μια τέτοια ιστορία.
Άλλες θεωρίες υποδεικνύουν την περιοχή της Κορνουάλης, το Νησί Αβάλ στις ακτές της Βρετάνης στη Γαλλία, αλλά και την τοποθεσία Μπούργκ μπι Σάντς στην Αγγλία, όπου στα ρωμαϊκά χρόνια υπήρχε το Τείχος του Αδριανού, κοντά στην περιοχή Καμπογκλάνα. Συμπτωματικά, η περιοχή της τελευταίας μάχης του βασιλιά Αρθούρου λέγεται ότι είχε το όνομα Κάμλαν.
Αρκαδία (ουτοπία)
Πολύ πριν τον Πλάτωνα, οι Αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν ένα μέρος που ονομαζόταν Αρκαδία. Αυτή η πρώιμη ουτοπία είναι επίσης το όνομα μιας περιοχής στη σύγχρονη Ελλάδα. Στην αρχαία μυθολογία, η Αρκαδία ήταν ένας ποιμενικός τόπος αναδρομής στη φύση.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αρκαδία της Πελοποννήσου ήταν ο τομέας του Παν και θεωρήθηκε ως χώρα του θεού γεμάτη δρυάδες, νύμφες και άλλα πνεύματα της φύσης. Ήταν μια εκδοχή του παράδεισου, αν και μόνο με την έννοια ότι είναι η κατοικία υπερφυσικών οντοτήτων και όχι μια μεταθανάτια ζωή για τους νεκρούς θνητούς.
Η Αρκαδία παρέμεινε ένα δημοφιλές καλλιτεχνικό θέμα, τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη λογοτεχνία. Eικόνες των όμορφων νυμφών σε καταπράσινα δάση αποτέλεσαν συχνή πηγή έμπνευσης για ζωγράφους και γλύπτες. Λόγω της επιρροής του Βιργίλιου στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, π.χ. στη Θεία Κωμωδία, η Αρκαδία έγινε σύμβολο της βουκολικής απλότητας.
Οι Ευρωπαίοι αναγεννησιακοί συγγραφείς επανέλαβαν συχνά το θέμα και το όνομα Αρκαδία άρχισε να χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε ειδυλλιακή τοποθεσία ή παράδεισο.
Λεμουρία
Η Λεμουρία είναι ένας φανταστικός ισθμός, που υποτίθεται ότι βρισκόταν μεταξύ της σημερινής Ινδίας και της Μαδαγασκάρης. Το όνομα της το έδωσε το 1864 ο γεωλόγος Φίλιπ Σκλάτερ.
Η ήπειρος της Λεμούριας λέγεται ότι εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο Ημισφαίριο. Μετά την καταστροφή της πιθανότητας από έκρηξη ηφαιστείου, το μεγαλύτερο τμήμα της βυθίστηκε, ενώ άλλα τμήματα παρέμειναν και είναι η σημερινή Μαδαγασκάρη, Αυστραλία και η νήσος του Πάσχα.
Η πρώτη αναφορά για την νέα ήπειρο εμφανίστηκε αρχικά στις εργασίες του Αουγκούστους Λε Πλονζόν, ο οποίος σε έρευνες που διεξήγαγε για τους Μάγια του Γιουκατάν, ανήγγειλε ότι είχε μεταφράσει τις αρχαίες γραφές των Μάγια, οι οποίες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του έδειχναν ότι οι Μάγια του Γιουκατάν ήταν ο πιο αρχαίος πολιτισμός της Ατλαντίδος και της Αιγύπτου και έλεγαν επιπρόσθετα την ιστορία μιας ακόμα γηραιάς ηπείρου, της Μου (Mu), της οποίας οι επιζώντες ίδρυσαν τον πολιτισμό των Μάγια. Αργότερα οι μελετητές των αρχαίων γραφών των Μάγια υποστηρίζουν ότι οι μεταφράσεις του Λε Πλονζόν βασίστηκαν περισσότερο στη ζωηρή φαντασία του.
Ο όρος ήπειρος της Λεμούριας προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο ζωολόγο και γεωλόγο Φίλιπ Σλέιτερ το 1864, ο οποίος προσπαθούσε να βρει απάντηση στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν το ίδιο είδος του λεμούριου να συναντάται στη νήσο Μαδαγασκάρη, αλλά και στην Αφρική, στην Ινδία και στην Ινδονησία, αφού οι λεμούριοι δεν μπορούν να πετάξουν, ούτε να κολυμπήσουν ενώ τους χωρίζουν τεράστιες εκτάσεις νερού. Η μόνη λογική απάντηση είναι να περπατήσουν πάνω από χερσαίες εκτάσεις, που στην συνέχεια εξαφανίστηκαν. Έτσι, πρότεινε την ύπαρξη μιας μεγάλης ηπείρου, μέρη της οποίας αποτελούσαν η Μαδαγασκάρη, η Ινδονησία και η Αφρική. Την ήπειρο αυτή την ονόμασε Λεμούρια από τα ζώα.
Ακόμα πιο πέρα προχώρησε ο Γερμανός βιολόγος Ερνστ Χένρικ Χέκελ, ο οποίος πρότεινε ότι η Λεμούρια είναι η κοιτίδα του ανθρώπινου είδους.
Αρκετοί μυθολόγοι και αποκρυφιστές ενσωμάτωσαν τη Λεμούρια μέσα στα έργα τους. Ένας εξ αυτών, ο Σκωτσέζος Λιούις Σπενς, στην προσπάθεια του να στηρίξει την ύπαρξη της Λεμούριας έκανε έκκληση στη κοινή λογική δηλώνοντας ότι τα νησιωτικά συγκροτήματα της Ωκεανίας δηλώνουν εμμέσως πλην σαφής την ύπαρξη μιας μεγάλης χερσαίας έκτασης στην τεράστια αυτή περιοχή.
Σαμπάλα
Η Σαμπάλα, πήρε το όνομά της από την Σανσκριτική λέξη που σημαίνει «Ειρηνικό μέρος» ή «Σιωπηλό» Μέρος, και είναι ένας μυθικός παράδεισος που αναφέρεται σε αρχαίες διδαχές, συμπεριλαμβανομένου και του Καλαχάκρα Τάντρα, αλλά και στις αρχαίες γραφές του πολιτισμού Zhamg Zhung, που προυπήρχε του Θιβετιανού Βουδισμού.
Σύμφωνα με τον θρύλο, πρόκειται για μία Μυθική περιοχή την οποία μπορούν να προσεγγίσουν μονάχα όσοι είναι αγνοί στην καρδιά, ένα μέρος το οποίο αναβλύζει αγάπη και Σοφία, στο οποίο κανείς δεν υποφέρει ή δεν γερνά.
Λέγεται πως η Σαμπάλα είναι η Γη των Χιλίων ονομάτων, αφού ονομάζεται και «Απαγορευμένη Γη», « Γη των Λευκών Υδάτων», «Γη των Ζωντανών Θεών» κ.α και πάντοτε περιγράφεται ως ένας παραδεισένιος τόπος. Ο Θρύλος της χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πίσω και αναφέρεται σε μία Μυθική Γη της Επαγγελίας, ένα τόπο αγαλίασης της ψυχής που μπορεί κανείς να βρει σε διάφορες αρχαίες διδαχές. Στις γραφές του Βουδισμού Bön, που είναι ένας από τους αρχαιότερους διαβάζουμε για μία παρόμοια περιοχή που ονομάζεται Olmolungring. Τα Ινδουιστικά κείμενα αναφέρουν την Σαμπάλα ως την τοποθεσία γέννησης του Κάλκι, που ήταν η τελευταία ενσάρκωση του Βισνού ενώ ο Βουδιστικός μύθος της Σαμπάλα είναι μία παραλλαγή του πρώιμου Ινδουιστικού Μύθου.
Τα Αρχαία κείμενα Zhang Zhung συσχετίζουν την Σαμπάλα με την Κοιλάδα Sutlej στο Παντζάμπ της Ινδίας ή στα όρη των Ιμαλαίων, ενώ οι Μογγόλοι την συσχετίζουν με διάφορες κοιλάδες της Νότιας Σιβηρίας.
Θούλη
Ένας τόπος ίντριγκας για πολλούς εξερευνητές, ποιητές, ακόμη και ναζί αποκρυφιστές, η Θούλη ήταν μια περιοχή που λέγεται ότι βρισκόταν στον παγωμένο βορρά κοντά στην Αρκτική.
Το 325 π.Χ. περίπου ο Πυθέας ταξίδεψε από τη νότια Ισπανία στη Μεγάλη Βρετανία. Σύμφωνα με τα γραπτά του, η Θούλη βρίσκεται στον ακραίο βορρά, έξι μέρες βόρεια της Βρετανίας. Για τον λόγο αυτό, το όνομα της Θούλης συμβολίζει από την εποχή της αρχαιότητας την πιο βόρεια άκρη του κόσμου (λατ. ultima Thule). Από τα βιβλία του Πυθέα περί Ωκεανού και Γης σώζονται μόνο αποσπάσματα. Συνεπώς υπάρχουν διάφορες υποθέσεις σχετικά με το ποια ήταν η Θούλη. Μάλλον πρόκειται για την Ισλανδία, τη Νορβηγία, τις Νήσους Φερόες ή τις Νήσους Σέτλαντ. Ο Πυθέας αναφέρει ότι ήταν μία γεωργική χώρα, όπου η μεγαλύτερη ημέρα διαρκεί 20 (ισημερινές) ώρες. Οι εκεί κάτοικοι τρέφονταν με φρούτα και παρασκεύαζαν ένα ποτό από σιτάρι και μέλι.
Το όνομα της Θούλης έγινε επίσης γνωστό με τον Φάουστ του Γκαίτε. Η Γκρέτχεν τραγουδάει εκεί το τραγούδι Βασιλιάς της Θούλης. Η εθνικοσοσιαλιστική Εταιρεία της Θούλης πήρε το όνομα της από τον τόπο αυτό. Τα μέλη της θεωρούσαν τη Θούλη ως τόπο προέλευσης της άριας φυλής.
Πηγή: huffingtonpost.gr με πληροφορίες απο το BigThink