Τα Όσκαρ της πολιτικής ορθότητας
Μαρία Κατσουνάκη – kathimerini.gr
«Για να ενθαρρυνθεί η δίκαιη εκπροσώπηση μπροστά και πίσω από την κάμερα, ώστε να αντανακλά καλύτερα την ποικιλομορφία του κινηματογραφικού κοινού», η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ανακοίνωσε μια σειρά προαπαιτούμενων που στο άμεσο μέλλον θα είναι δεσμευτικά για να συμπεριληφθεί μια παραγωγή στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας. Εν ολίγοις, στην 96η απονομή των Οσκαρ, που θα γίνει το 2024, οι όροι για να μπορέσει μια ταινία να διεκδικήσει βραβείο είναι σαφείς. Ενδεικτικά: τουλάχιστον ένας από τους πρωταγωνιστές ή σημαντικούς δευτεραγωνιστές πρέπει να είναι Ασιάτης ή Ισπανός/Λατίνος ή αυτόχθονας/ιθαγενής ή Βορειοαφρικανός ή γεννημένος στη Χαβάη ή σε άλλα νησιά του Ειρηνικού ή, τέλος, να ανήκει σε κάποια φυλή ή εθνικότητα που υποεκπροσωπείται. Τουλάχιστον το 30% όλων των ηθοποιών σε μικρότερους ρόλους να προέρχεται από, το λιγότερο, δύο από τις ακόλουθες υποεκπροσωπούμενες ομάδες: γυναίκες, ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, άτομα με γνωστική ή σωματική αναπηρία, κωφά ή βαρήκοα, κ.ο.κ. Οι ενότητες είναι τέσσερις και καθεμία έχει τρία κριτήρια. Μια παραγωγή, για να θεωρηθεί «έγκυρη» για υποψήφια (στην κατηγορία Καλύτερη Ταινία), θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε δύο τουλάχιστον από τις τέσσερις ενότητες.
Η ανακοίνωση έγινε την περασμένη Τετάρτη, εγκαίρως δηλαδή, ώστε να το λάβουν υπόψη τους όσοι έχουν στα σκαριά ιδέες, σενάρια, προτάσεις σε ανάπτυξη. Και σηκώθηκε ήδη αχός. Διαμαρτύρονται ακόμη και εκείνοι που ανήκουν στις «προστατευόμενες» κατηγορίες, καθώς αντιλαμβάνονται τον παραλογισμό: κινηματογραφική τέχνη με χάρακα και δοσολογίες; Η ισχύς του ορθού απέναντι στη βία των ανισοτήτων. Και αν η διόρθωση του λάθους καταλήγει σε πολλαπλασιασμό λαθών;
Ολο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό εμφανίζονται οδηγίες πολιτικής ορθότητας, εντείνοντας από τη μια την τυραννία και καταδυνάστευση της ελεύθερης έκφρασης και από την άλλη διχάζοντας, αλλοπρόσαλλα, τις κοινωνίες. Η αντιπαράθεση έχει τα χαρακτηριστικά ενός πολιτισμικού πολέμου. Για τον Τραμπ η πολιτική ορθότητα είναι κόκκινο πανί, όπως και για τους οπαδούς του, που αντιπροσωπεύουν κυρίως τη βαθιά Αμερική των νεοσυντηρητικών, φονταμενταλιστών, λευκών, μεγαλύτερης ηλικίας, υπέρμαχων της οπλοκατοχής και άλλων συναφών χαρακτηριστικών.
Πώς όμως ταιριάζει αυτό το προφίλ με τις προοδευτικές ελίτ, τον κόσμο του Χόλιγουντ, των γραμμάτων και των τεχνών, την ακαδημαϊκή κοινότητα, που τάσσονται, στη συντριπτική πλειονότητά τους, φανατικά εναντίον του Τραμπ, αλλά από την άλλη αντιδρούν όλο και πιο πολύ στην ασφυξία της πολιτικής ορθότητας; Η κίνηση στο κάδρο προκαλεί σύγχυση. Το δίπτυχο: υπέρ του Τραμπ – κατά της πολιτικής ορθότητας από τη μια, κατά του Τραμπ – υπέρ της πολιτικής ορθότητας από την άλλη, είναι ένα σχήμα που δημιουργεί λάθος εντυπώσεις. Τα «υπέρ» και τα «κατά» δεν κουμπώνουν μεταξύ τους.
Πριν από δύο μήνες κυκλοφόρησε «Μια Επιστολή για Δικαιοσύνη και Ανοιχτή Αντιπαράθεση», την οποία υπέγραφαν πάνω από 150 προσωπικότητες του σύγχρονου πολιτισμού, από την Ευρώπη, τον Καναδά, την Αμερική (Μάργκαρετ Ατγουντ, Φράνσις Φουκουγιάμα, Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, Σαλμάν Ρούσντι, Γκλόρια Στάινεμ, Γουίντον Μαρσάλις και πολλοί άλλοι), επισημαίνοντας το κλίμα μισαλλοδοξίας και την ανάγκη να υπάρχει αντίθετη άποψη. Αναφέρονται σε «μια σειρά τρόπων συμπεριφοράς και πολιτικών δεσμεύσεων που τείνουν να αποδυναμώσουν τον ανοιχτό διάλογο και την ανοχή, υπέρ της ιδεολογικής ομοιομορφίας». Η επιστολή δημοσιεύτηκε στο Harper’s Magazine και οι υπογράφοντες περιγράφουν έναν κόσμο στον οποίο, μεταξύ άλλων, «αρχισυντάκτες απολύονται για αμφιλεγόμενα άρθρα, βιβλία αποσύρονται με πρόσχημα την έλλειψη αυθεντικότητας, απαγορεύεται σε δημοσιογράφους να γράφουν για συγκεκριμένα ζητήματα, καθηγητές είναι υπόλογοι επειδή αναφέρουν αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα την ώρα του μαθήματος, επικεφαλής οργανισμών απομακρύνονται με αφορμή ένα αδέξιο λάθος». Και καταλήγουν λέγοντας ότι οι συγγραφείς έχουν ανάγκη έναν πολιτισμό που αφήνει χώρο στον πειραματισμό, στη διαφωνία, στο ρίσκο, ακόμη και στα λάθη. «Εάν δεν υπερασπιστούμε αυτό από το οποίο εξαρτάται η δουλειά μας, δεν μπορούμε να περιμένουμε από το κοινό ή από το κράτος να το κάνει για εμάς». Η λογοτεχνία, όπως και ο κινηματογράφος, για να απογειωθούν χρειάζεται να λοξοδρομήσουν, ακόμη κι αν μετά συντριβούν. Το μόνο που δεν χρειάζονται είναι «οδηγίες χρήσεως».