«Τα σαγόνια του καρχαρία»: Πώς ξεκίνησαν όλα…
Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ταινία «Τα σαγόνια του καρχαρία»
Ήταν παράξενο το καλοκαίρι του 1975. Όχι λόγω καύσωνα. Ένας άσημος Αμερικανός σκηνοθέτης επέμεινε η εταιρεία παραγωγής του Χόλιγουντ, η Universal, να βγάλει τη νέα του ταινία καταμεσής του καλοκαιριού και όχι τον χειμώνα που ήταν ο κανόνας. Λεγόταν Στίβεν Σπίλμπεργκ και η ταινία, στην ελληνική απόδοσή της, έφερε τον τίτλο «Τα σαγόνια του καρχαρία». Ο αγγλικός τίτλος ήταν ακόμα πιο λακωνικός: Jaws – «Σαγόνια».
Συγγραφέας του, ένας άγνωστος Αμερικανός δημοσιογράφος, λάτρης των καρχαριών και των υποβρύχιων σπορ, ο 34χρονος τότε Πίτερ Μπέντσλεϊ
Το φιλμ έγινε το πρώτο blockbaster στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο γράφων, πέντε μόλις ετών τότε, έχει πολύ ζωντανές αναμνήσεις από τον θόρυβο που είχε προκληθεί ακόμα και στα ελληνικά θερινά σινεμά. Στο «Αννα Ντορ» της Γλυφάδας, το «Αυστηρώς Ακατάλληλον» είχε καταστρατηγηθεί. Οι ανοιχτές αίθουσες ήταν γεμάτες ακόμα και με παιδιά, και στους δρόμους γύρω από το σινεμά, μπορούσες να ακούσεις το τόσο χαρακτηριστικό, εμβληματικό μουσικό θέμα του Τζον Ουίλιαμς, που συνόδευε τις επιθέσεις του καρχαρία. Πολλοί δίσταζαν πλέον να ξαναμπούν στο νερό…
Αυτό που οι περισσότεροι δεν γνωρίζαμε, ειδικά εδώ στην Ελλάδα, ήταν ότι η ταινία ήταν βασισμένη σε μυθιστόρημα, με τον ίδιο τίτλο. Συγγραφέας του, ένας άγνωστος Αμερικανός δημοσιογράφος, λάτρης των καρχαριών και των υποβρύχιων σπορ, ο 34χρονος τότε Πίτερ Μπέντσλεϊ. Αυτό μάλιστα ήταν το πρώτο του βιβλίο.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1974, φέτος κλείνουν 50 χρόνια από την κυκλοφορία του. Οπως μας πληροφορεί ο δημοσιογράφος Μπράιαν Ράφτερι των New York Times («50 Years Ago, “Jaws” Hit Bookstores, Capturing the Angst of a Generation» by Brian Raftery), το 1973 το πρώτο κεφάλαιο ενός αδημοσίευτου μυθιστορήματος κυκλοφορούσε στα κεντρικά γραφεία του εκδοτικού οίκου Doubleday, στο Μανχάταν. Πάνω στο φωτοτυπημένο δακτυλόγραφο υπήρχε ένα σημείωμα: «Διαβάστε αυτό αλλά μη διαβάσετε το υπόλοιπο».
Η αντίδραση ήταν παντού η ίδια: ουδείς μπορούσε να αφήσει κάτω το δακτυλόγραφο. Και, βέβαια, ήθελε πολύ να δει τι συμβαίνει μετά το πρώτο κεφάλαιο όπου μια κοπέλα, αφού κάνει έρωτα με ένα αγόρι σε μια παραλία τα χαράματα, βουτάει στη θάλασσα και κατασπαράζεται από έναν Μεγάλο Λευκό Καρχαρία. (Ιδού μια μικρή, αλλά όχι ασήμαντη, διαφορά συγκριτικά με την κινηματογραφική μεταφορά: στην ταινία, η κοπέλα φλερτάρει μονάχα με τον νεαρό, δεν υπάρχει σεξ…).
Δεν ήταν όμως μονάχα ζήτημα πλοκής: οι περισσότεροι επιμελητές του εκδοτικού οίκου είχαν σοκαριστεί από τις ανατριχιαστικές, κλινικές σχεδόν, περιγραφές του βίαιου θανάτου του πρώτου θύματος της ιστορίας. Και από κάτι ακόμα: συχνά ο συγγραφέας υιοθετούσε την οπτική γωνία του «ψαριού», όπως το αποκαλεί στο βιβλίο…
Αλλιώτικος serial killer
Το βασικό θέμα, λοιπόν, ήταν αυτό: ένας καρχαρίας «εγκαθίσταται» στα νερά μιας παραλιακής κοινότητας τρεφόμενος με τους λουομένους της. Ηταν, με άλλα λόγια, ένας καρχαρίας serial killer, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στα χρονικά της λογοτεχνίας. Μια υπόγεια παραδοχή ότι τα τέρατα που τόσο φοβόμασταν παιδιά, υπάρχουν τελικώς.
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα του Μπέντσλεϊ δεν ήταν τόσο εξωφρενική: από την 1η έως τις 12 Ιουλίου του 1916, πέντε Αμερικανοί κολυμβητές δέχθηκαν επίθεση από καρχαρία στις ακτές του Νιου Τζέρσεϊ. Ενας μονάχα επέζησε.
Το πρώτο θύμα πέρασε απαρατήρητο. Λουόμενοι το άκουσαν να ουρλιάζει μα νόμιζαν πως έκανε πλάκα. Τότε οι ιχθυολόγοι πίστευαν πως οι καρχαρίες αδυνατούσαν με τα σαγόνια τους να κόψουν ανθρώπινο οστό. Το δεύτερο θύμα βρέθηκε μισό, ξεβρασμένο στην ακτή. Αυτή τη φορά ήταν σειρά των λουομένων να ουρλιάξουν και των New York Times να σπεύσουν για ρεπορτάζ. Οι τοπικοί δήμαρχοι αρνήθηκαν πως υπήρχε πρόβλημα, μην τυχόν και χάσουν τουρίστες, οι συνεχείς επιθέσεις όμως τους ανάγκασαν να κλείσουν τις ακτές και να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης. Οταν αυτός αποφάνθηκε πως ο θύτης ήταν «Καρχαρόδον Καρχαρίας» (ήτοι Μεγάλος Λευκός), οι ντόπιοι ψαράδες ξεχύθηκαν με τα σκάφη τους να σκοτώσουν το κτήνος. Ενας από αυτούς, αφού η βάρκα του δέχθηκε επίθεση, τα κατάφερε κι έγινε ήρωας…
Αυτός ακριβώς είναι και ο βασικός κορμός της ιστορίας του Μπέντσλεϊ, ο οποίος είχε εντοπίσει το 1964 και μια μικρή είδηση με έναν ψαρά στο Μόντοκ που χτύπησε έναν Μεγάλο Λευκό με καμάκι, την έκοψε και την φύλαξε. Αφού εργάστηκε στο περιοδικό Newsweek, ως λογογράφος του Λίντον Τζόνσον και ως κριτικός βιβλίου και κινηματογράφου, καθώς και ως ταξιδιωτικός συγγραφέας, θυμήθηκε εκείνη την είδηση, βγήκε στη γύρα, για ατζέντηδες και επιμελητές συζητώντας την ιδέα του: θρίλερ με ήρωα έναν καρχαρία. Τα επιχειρήματά του ενίσχυσε ένα εξαιρετικό επιστημονικό ντοκιμαντέρ που είχε προβληθεί το 1971 με τον τίτλο «Γαλάζια νερά, λευκός θάνατος», έργο, εν μέρει, μιας δεινής δύτριας και «καρχαριολόγου», της Βάλερι Τέιλορ, με θέμα τον Μεγάλο Λευκό Καρχαρία (όλα τα πλάνα με αληθινούς καρχαρίες στα «Σαγόνια» του Σπίλμπεργκ είναι της Τέιλορ). Οι εκδότες «τσίμπησαν»: του πρότειναν προκαταβολή 1.000 δολάρια για τα πρώτα τέσσερα κεφάλαια. Ο Μπέντσλεϊ, παντρεμένος με δύο μικρά παιδιά τότε, ενοικίασε μια γκαρσονιέρα και ρίχτηκε στη δουλειά.
Ο Μπέντσλεϊ αγαπούσε τη θάλασσα και το γράψιμο από παιδί. Το ίδιο και τους καρχαρίες – τους γνώριζε καλά. Τελείωσε γρήγορα το βιβλίο και η γραφή του ήταν άμεση και δραστική, ωστόσο, σε ζητήματα δομής, οι επιμελητές του Doubleday του «άλλαξαν τα φώτα», πάντοτε σε στενή συνεργασία με τον ίδιο τον συγγραφέα. Το μόνο που δεν άλλαξε καθόλου ήταν η αρχική σκηνή…
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη σκληρόδετη έκδοση όχι με το εξώφυλλο που ξέρουμε όλοι σήμερα: στην πρωτότυπη έκδοση, όπως γράφτηκε, το κήτος θυμίζει πέος με στόμα που πάει να επιτεθεί σε μια γυναίκα. Αυτή η έκδοση πάντως παρέμεινε στην κορυφή των best-seller των New York Times επί 44 εβδομάδες, πολύ γρήγορα ήρθε και η πρόταση για την ταινία, ενώ η προσφορά προς τον Μπέντσλεϊ για την έκδοση με μαλακό εξώφυλλο (με το εξώφυλλο που γνωρίσαμε όλοι όταν έγινε και αφίσα της ταινίας) ξεπέρασε τα 500.000 δολάρια. Εως σήμερα υπολογίζεται ότι το βιβλίο έχει παγκοσμίως πουλήσει είκοσι εκατομμύρια αντίτυπα.
Η ζωή της οικογένειας Μπέντσλεϊ άλλαξε. Οπως και των καρχαριών – και όχι προς το καλύτερο. Διότι μπορεί η κύρια πλοκή να βασιζόταν σε αληθινά γεγονότα, όμως ακόμα και οι Μεγάλοι Λευκοί, που διακρίνονται για την επιθετικότητά τους, δεν λειτουργούν όπως στο βιβλίο. Σήμερα ξέρουμε ότι οι καρχαρίες είναι που κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο παρά το αντίστροφο.
Ο ακτιβισμός
Ο Μπέντσλεϊ πέθανε το 2006. Στο υπόλοιπο της ζωής του επιδόθηκε σε έναν συστηματικό ακτιβισμό υπέρ της προστασίας των καρχαριών. Εγραψε και άλλα μυθιστορήματα μετά τα «Σαγόνια», κάποια έγιναν και αυτά ταινίες (όπως ο «Βυθός») αλλά κανένα δεν πλησίασε την επιτυχία του «Jaws». Και αυτό διότι, πέρα από την ιστορία του καρχαρία, οι δευτερεύουσες πλοκές παρουσιάζουν ενδιαφέρον: ο διεφθαρμένος δήμαρχος της παραλιακής πόλης, ο οποίος έχει σχέσεις με την τοπική μαφία και αρνείται να κλείσει τις παραλίες παρά τον κίνδυνο· μια γενικευμένη καχυποψία των πολιτών προς τις αρχές, απότοκη μιας Αμερικής μετά το Ουότεργκεϊτ και τα ψέματα του Νίξον για το Βιετνάμ· τέλος, η κρίση στον γάμο του Μπρόντι, του κεντρικού ήρωα, καθώς η γυναίκα του τον απατά με τον Χούπερ, τον ιχθυολόγο που έχει έρθει να βοηθήσει. Τίποτε από όλα αυτά δεν πέρασε στην ταινία. Πενήντα χρόνια μετά, διαβάζοντας στα αγγλικά το μυθιστόρημα, μπορείς ακόμα να ακούσεις την απειλητική μουσική του Τζον Ουίλιαμς…
Ηλίας Μαγκλίνης – kathimerini.gr