Τα παιδιά στο εξωτερικό, οι ηλικιωμένοι γονείς μόνοι
Την απόσταση των 8.000 χιλιομέτρων που χωρίζει το Μίσιγκαν από τον Θεσσαλικό Κάμπο δεν τη διανύεις εύκολα. Ο 52χρονος χρηματοοικονομικός σύμβουλος Τζορτζ Παπαδόπουλος, όμως, έχει συνηθίσει το μακρύ ταξίδι. Εχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τότε που έφυγε για τις ΗΠΑ για σπουδές, όπου και παρέμεινε δημιουργώντας μια επιτυχημένη καριέρα και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Oμως, η σκέψη δεν ξεμακραίνει από τη Λάρισα, όπου ζει η μητέρα του. Είναι καλά; Πότε θα χτυπήσει το τηλέφωνο για κάτι επείγον;
«Ολοι οι Ελληνες που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αφήνοντας τους γονείς τους πίσω στην πατρίδα, ζουν με την ενοχή ότι δεν μπορούν να τους φροντίσουν με τον τρόπο που θα ήθελαν» λέει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο κ. Παπαδόπουλος, που ταξιδεύει στην Ελλάδα πολύ συχνά. «Εγινε πολύ χειρότερο από τότε που η μητέρα μου έμεινε μόνη μετά τον θάνατο του πατέρα μου, πριν από 11 χρόνια. Και φυσικά όσο περνούν τα χρόνια είναι όλο και δυσκολότερο, αφού η υγεία της γίνεται όλο και πιο εύθραυστη».
Είναι μια νέα πραγματικότητα για την ελληνική κοινωνία. Σε μια χώρα όπου η οικογένεια ήταν ο βασικός πυλώνας φροντίδας των ηλικιωμένων, σήμερα πολλοί γονείς γερνούν μόνοι, μακριά από τα παιδιά τους τα οποία έχουν στήσει τις ζωές τους στο εξωτερικό. Ο καθηγητής Ψυχιατρικής στην Α΄ Ψυχιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο και υπεύθυνος της Μονάδας Ψυχογηριατρικής κ. Αντώνης Πολίτης, παρατηρεί τα τελευταία χρόνια να εμφανίζονται στο νοσοκομείο και τα ειδικά ιατρεία όλο και περισσότεροι ηλικιωμένοι με προβλήματα μνήμης, οι οποίοι είναι μόνοι. «Αυτό που βλέπουμε είναι ότι εκτός από τους ανθρώπους που είναι μοναχικοί, αυτούς που για παράδειγμα δεν έχουν παντρευτεί ποτέ, υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που είναι μόνοι γιατί τα παιδιά τους έχουν φύγει στο εξωτερικό».
Πρόκειται για παιδιά του λεγόμενου brain drain, τη διαρροή εγκεφάλων που βέβαια είχε ξεκινήσει «στάγδην» πολύ πριν από την οικονομική κρίση, τα οποία μετανάστευσαν πριν από 20-30 χρόνια για σπουδές ή δουλειά και παρέμειναν στο εξωτερικό. Σήμερα, οι γονείς αυτών των παιδιών αρχίζουν να γερνούν, πλησιάζοντας ή ξεπερνώντας τα 80, εμφανίζοντας πια προβλήματα νοητικής και σωματικής έκπτωσης. «Αρχίζουν να γεννώνται δυσκολίες το πώς τα παιδιά θα φροντίζουν αυτούς τους γονείς. Εχει δημιουργηθεί ένα κενό φροντίδας» λέει ο κ. Πολίτης στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, που τονίζει ότι το φαινόμενο θα ενταθεί καθώς θα μεγαλώνουν οι γονείς των μεταναστών της κρίσης. «Μαζί με το brain drain, υπάρχει και το care drain. Την περίοδο της κρίσης, εκτός από ένα μεγάλο κομμάτι εξειδικευμένου προσωπικού, έφυγε από τη χώρα και ένα κομμάτι της φροντίδας. Σε βάθος χρόνου, όταν οι γονείς τους φτάσουν τα 80, θα δημιουργηθεί ένα κενό φροντίδας που δεν ξέρω αν είμαστε έτοιμοι να καλύψουμε».
Την ίδια στιγμή, τα παιδιά αναπτύσσουν έντονα αισθήματα ενοχής. «Και η απόσταση λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, επιτείνοντας την αγωνία τους», εξηγεί ο έμπειρος ψυχίατρος. Ο Τζορτζ Παπαδόπουλος, όταν είδε ότι η μητέρα του έφτασε τα 80 και δεν μπορούσε πλέον να ζει μόνη, αποφάσισε να οργανώσει τη μετακόμισή της σε έναν καλό οίκο ευγηρίας στην περιοχή, όπου θα είχε την κατάλληλη ιατρική φροντίδα και παρέα.
Τα γηροκομεία
«Τουλάχιστον είμαι βέβαιος ότι κάποιος θα με πάρει τηλέφωνο αμέσως εάν υπάρξει ανάγκη», μας είπε ο ίδιος. Οπως αναφέρει στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΠΕΜΦΗ) κ. Στέλιος Προσαλίκας, στα γηροκομεία παρατηρείται ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση των μοναχικών γερόντων. «Είναι είτε άνθρωποι που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ ή που έχουν κάνει μόνο ένα παιδί ή που το παιδί τους ζει στο εξωτερικό». Οπως λέει, πάντως, λόγω κόστους ο οίκος ευγηρίας είναι λύση πολυτελείας. «Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν δημόσιες δομές, οι περισσότεροι καταφεύγουν στη λύση της βοήθειας στο σπίτι, συνήθως με την πρόσληψη κάποιας αλλοδαπής κυρίας, η οποία όμως δεν μπορεί να διαχειριστεί επαρκώς τα προβλήματα υγείας του ηλικιωμένου. Αν ρωτήσετε τους διαχειριστές στις πολυκατοικίες της Αθήνας, θα έχουν όλοι να σας διηγηθούν από μια τέτοια περίπτωση. Είναι φαινόμενο των καιρών». Και ο κ. Προσαλίκας θεωρεί ότι βρισκόμαστε μόλις στην απαρχή του φαινομένου. «Παλιότερα οι οικογένειες έκαναν πολλά παιδιά, τα οποία αργότερα μοιράζονταν το κόστος της φροντίδας των ηλικιωμένων. Σήμερα, όταν μετά βίας υπάρχει ένα παιδί, τα πράγματα δυσκολεύουν. Το πρόβλημα θα φανεί περισσότερο όταν οι γονείς των νέων μεταναστών θα πατήσουν τα 85. Μέχρι τα 80 όλοι είναι καλά…».
Η νέα πρόκληση
Η κοινωνία, οι δομές, οι ειδικοί βρίσκονται μπροστά σε μια νέα πρόκληση, τη φροντίδα όσων γηράσκουν εκτός του μοντέλου φροντίδας της οικογένειας. «Θα πρέπει να υπάρξει οργάνωση» σημειώνει ο Αντώνης Πολίτης. «Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα είδος μητρώου, οι μοναχικοί άνθρωποι να είναι καταγεγραμμένοι, να γνωρίζει ο κάθε δήμος πόσοι και ποιοι είναι. Να γνωρίζεις ποιον θα ενημερώσεις ότι ο μπαμπάς έχει άνοια και διαταραχές στη συμπεριφορά, ποιος θα κινητοποιηθεί να τον προστατεύσει όταν φεύγει από το σπίτι». Γιατί όπως εξηγεί ο ίδιος, τα προβλήματα υγείας παραμένουν. Οι άνθρωποι ζουν πλέον περισσότερο, άρα αυξάνονται πληθυσμιακά οι ηλικιωμένοι με προβλήματα άνοιας. «Η άνοια δεν επιφέρει μόνο μια δυσκολία στη μνήμη. Υπάρχουν διαταραχές στη συμπεριφορά, η λειτουργικότητα εκπίπτει εντελώς και υπάρχει μεγάλη συννοσηρότητα, εμφανίζονται δηλαδή παράλληλα προβλήματα υγείας. Ενας φροντιστής στο σπίτι δεν μπορεί να τα καταφέρει, ενώ ούτε το παιδί από μακριά μπορεί να τα διαχειριστεί».
Οι ειδικοί θεωρούν κρίσιμο να μην υπάρχει απομόνωση αυτών των ανθρώπων. «Είναι σημαντικό να στήνονται γέφυρες επικοινωνίας με την τοπική κοινωνία και πρέπει αυτές οι γέφυρες να χτίζονται από νωρίς ώστε μετά να υπάρχει η δυνατότητα πρόληψης. Τα ΚΑΠΗ μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτό, όπως και οι δήμοι. Να μην απομονώνονται οι ηλικιωμένοι στο σπίτι. Η απομόνωση στο σπίτι λειτουργεί πάντα αρνητικά. Μια υπηρεσία που θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί είναι η φροντίδα κατ’ οίκον», καταλήγει ο κ. Πολίτης.
Οταν ο Τζορτζ Παπαδόπουλος προσανατολίστηκε στη λύση του οίκου ευγηρίας ένιωσε ενοχές. «Ομως τα αισθήματα αυτά υποχώρησαν μετά που γνώρισα ορισμένους από τους ηλικιωμένους που ζούσαν εκεί, πολλοί μάλιστα συντοπίτες της μητέρας μου. Σε κάθε περίπτωση, σχεδιάζω να τη φέρω στο σπίτι μου στο Μίσιγκαν φέτος τουλάχιστον για δύο μήνες, ώστε να βρίσκεται κοντά μας και φυσικά να δει τα εγγόνια της».
Η Ελλάδα γερνάει με ταχείς ρυθμούς
Τα συστηματικά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής μετασχηματίζουν τη σύνθεση της ηλικιακής πυραμίδας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ελλάδα, πάντως, βρίσκεται ανάμεσα στα τρία κράτη με τον υψηλότερο δείκτη γήρανσης στην Ε.Ε. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, οι άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν το 21,8% του πληθυσμού της Ελλάδας, με το ποσοστό να έχει αυξηθεί κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες από το 2008 (18,7%). Σύμφωνα με στοιχεία του καθηγητή Δημογραφίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρωνα Κοτζαμάνη («Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και δημογραφικές προκλήσεις»), στην Ελλάδα το ποσοστό των 85+ αγγίζει το 3,5% (0,04% το 1951), ενώ ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω ήσαν κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0-14 ετών).
ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ-kathimerini.gr