Τα καφενεία όλα κλειστά…
Η ζωή στην επαρχία μοιάζει πιο διαταραγμένη από ποτέ. Όχι μόνο λόγω του φόβου του κοροναϊού, αλλά και γιατί έκλεισαν τα ζωτικής σημασίας καφενεία.
Πενήντα έξι χρόνια δεν έχει κατέβει από τη φωτιά το μπρίκι της κυρα-Βαγγελιώς. Πενήντα έξι χρόνια ο Τσίφτης (κατά κόσμον Νικήτας Μαρκουλής) κάθεται στο γραφειάκι του και βαράει λογαριασμούς στο προπολεμικό κομπιουτεράκι. Και πριν από τον μισό αιώνα, στην ίδια θέση βρισκόταν ο πατέρας του. Σύνολο 72 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας. Χειμώνα, καλοκαίρι, σε γάμους και κηδείες, ακόμα κι όταν ο νοτιάς πιάνει τρελά μποφόρ και το κύμα κουκουλώνει το βεραντάκι μπροστά στο λιμάνι της Δονούσας. «Κύμα» λένε άλλωστε και το καφενείο και εδώ ο ελληνικός καφές είναι πάντα μια στάλα αλμυρός. Ενόψει κορονοϊού έκλεισε για πρώτη φορά, ο γιος τους ο Γιώργος το ανοίγει για λίγο ως μπακάλικο και το γηραιό ζεύγος μένει αναγκαστικά κλεισμένο στο σπίτι. Η κυρα-Βαγγελιώ δεν μπορεί να το χωνέψει: «Άσ’ τα, παιδί μου, μας έκλεισαν σπίτι, έχω χάσει τον ήλιο μέσα απ’ τα μάτια μου». Κάμποσα ναυτικά μίλια νοτιότερα, τα ίδια νέα λαμβάνω από την Κρήτη. «Έκλεισαν τα καφενεία!»: τα νέα κυκλοφόρησαν σε χρόνο «ντε τε», ταράζοντας τη γαλήνη των ανθρώπων. Κοσμοϊστορικό γεγονός που συντάραξε τις μικρές κοινωνίες όσο και η ίδια η πανδημία.
Κλασική πρωινή εικόνα, στο καφενείο «Μποχώρης, Καλή Καρδιά» στο Χωριό της Κιμώλου. (Φωτογραφία: ΚΛΑΙΡΗ ΜΟΥΣΤΑΦΕΛΛΟΥ)
Θυμάμαι μια βροχερή μέρα στο οροπέδιο Λασιθίου. Μπαίνουμε στο καφενείο μουσκίδι, καλωσορίζουν οι Κρητικοί και ρίχνουν την πρώτη εντολή στον καφετζή: «Κέρασέ τους». Ήρθαν οι ρακές πρωί πρωί κι άντε να τους πεις όχι. Μας κάθισαν και δίπλα στη σόμπα να στραγγίξουμε και συνέχισαν ατάραχοι το χαρτάκι τους, ευτυχώς σε άλλα καφενεία της Κρήτης δεν φεύγεις αν δεν γίνεις πρώτα «ολομέθυστος». Τα μάθαμε όλα: ποιος πουλάει χωράφια, ποιος έχασε τη σοδειά, ποιος πέθανε και ποιος θα παντρευτεί το καλοκαίρι. Στο καφενείο στη Φλώρινα, σε μια αντίστοιχη καταιγίδα, έγινε το ανάποδο, οι παππούδες με ξεσκόνισαν: Από πού είσαι; Τι κάνεις εδώ; Πού θα πας μετά; Αυτές οι υπέροχες ανακρίσεις που όλοι έχουμε ζήσει δεν ξεχνιούνται με τίποτα.
Αναρωτιέμαι ποιον να πρωτοκαλέσω στο τηλέφωνο, σε ποιον επαρχιακό μικρόκοσμο να έχει κοστίσει περισσότερο. Σε όλους το ίδιο φαίνεται. Σάματι στου Μπακόγια στη Μύκονο θα έμειναν ανεπηρέαστοι ή μήπως στου Μουγγού στην Αστυπάλαια και στου Πρέκα στην Αμοργό; Πώς να νιώθουν οι χωριανοί χωρίς τη «Γερουσία» τους στη Στεμνίτσα και άραγε να τηρούν τον κανονισμό στο καφενείο του Σκουλά στα Ανώγεια;
Χώροι ζωτικής σημασίας
Για τις γυναίκες ήταν το χάζι και οι κουβέντες στα κεφαλόσκαλα. Για τους άντρες ήταν το καφενείο. Κάτι πολύ περισσότερο από χώρους εστίασης, μια μορφή ψυχοθεραπείας ας πούμε. Από τον 19o αιώνα, είναι χώροι αναψυχής και διασκέδασης, ανταλλαγής απόψεων, εκτόνωσης, μοιράσματος. Είναι το σημείο υποδοχής επισκεπτών αλλά και της αλληλογραφίας. Παλαιότερα ήταν μαζί και τσαγκάρικα, κουρεία, κρεοπωλεία. Σήμερα αρκετά είναι και μπακάλικα και λόγω αυτού του ρόλου κάποια παραμένουν ανοιχτά αυτές τις μέρες. Στα καφενεία γίνεται η ανάλυση για τα νέα του κόσμου και της τοπικής κοινωνίας. Γύρω από παλιά αντικείμενα, ξεχαρβαλωμένα ραδιόφωνα, χάρτες και παλιές φωτογραφίες, πέφτουν στο τραπέζι πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, παρέα με τσίπουρο και μεζέδες, η σόμπα ανάβει και υποδέχεται κάστανα, οι θαμώνες έρχονται πιο κοντά, τα αίματα επίσης ανάβουν και κάποια στιγμή βγαίνουν τα συμπεράσματα. Ξέρεις τι είναι να πάρει απόφαση το καφενείο του χωριού; Μεγαλύτερη ισχύ κι από δικαστήριο!
Γνήσιο καλωσόρισμα στο καφενείο της Εθιάς, στο Νότιο Ηράκλειο Κρήτης. (Φωτογραφία: ΚΛΑΙΡΗ ΜΟΥΣΤΑΦΕΛΛΟΥ)
Για τους επισκέπτες είναι επίσης καίριο σημείο. Εδώ χτυπάει η καρδιά του χωριού. Εδώ θα πάρεις οδηγίες για ό,τι και όποιον χρειάζεσαι, εδώ θα μάθεις τις ιδιαιτερότητες του τόπου. Πόσες και πόσες φορές δεν μας έχουν σώσει, φτάνοντας σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, μες στη μαύρη νύχτα. Σαν χάνια στις ερημιές, με τη φουφού αναμμένη, ο φιλόξενος καφετζής είναι πάντα πρόθυμος να σε φροντίζει με δυο ελιές κι ένα κομμάτι τυρί.
Με μία λέξη θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει «ψυχολογεία» και τον καφετζή εύκολα τον λες κοινωνικό λειτουργό. Κι αυτό είναι το θέμα τώρα: με τέτοιες εξελίξεις είναι δυνατόν να μην επικοινωνήσεις;
«Θα τις πιούμε μαζωμένες τις τσικουδιές!»
Ασφαλώς και δεν είναι, γι’ αυτό και σε κάποια χωριά οι θαμώνες βρήκαν τρόπο. Στη Δονούσα παίρνουν το καφεδάκι τους από το σπίτι και κάθονται στις παγκάδες γύρω από το λιμάνι, κρατώντας μεταξύ τους απόσταση δύο μέτρων. Οι φωνές τους ακούγονται ακόμα περισσότερο τώρα και βάρδα μην πιάσει κάνας νοτιάς και τους διώξει κι από εκεί.
Στο πιο παλιό εν λειτουργία καφενείο της Ελλάδας, στον Λαύκο Μαγνησίας, ο 79χρονος καφετζής Μανώλης Φορλίδας δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει την κατάσταση: «Από το 1785 είμαστε ανοιχτά. 235 χρόνια δεν έχουμε κλείσει ούτε μέρα, παρά μόνο για μια μικρή ανακαίνιση για υγειονομικούς λόγους. Από πάππου προς πάππου, εφτά γενιές Φορλίδας. Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω ότι δεν θα σηκωθώ το πρωί να πάω στο καφενείο. Μέχρι την απαγόρευση της κυκλοφορίας πήγαινα, άνοιγα το παράθυρο να μπει αέρας, να δω λίγο. Τι να δω; Τίποτα, από συνήθεια πήγαινα», λέει. Το χωριό έχει 400 κατοίκους, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, και στο καφενείο που υπήρξε και ταβέρνα, χασάπικο, κουρείο αλλά και χάνι έρχονταν νωρίς το πρωί πριν από τα κτήματα και ξανά το απόγευμα για δηλωτή, πινάκλ, ταβλάκι. «Οι χωριανοί στενοχωριούνται πολύ, αλλά, επειδή φοβούνται κιόλας, κάθονται ήσυχοι».
Στο οροπέδιο Ασκύφου, στα Σφακιά, ο Νεκτάριος Τσιτσιρίδης έκλεισε εντελώς. Σκέφτηκε για μια στιγμή να κάνει τον καφέ στο πλαστικό. Ποιος, ο Νεκτάριος, με τα μούσια και τα στιβάνια του να γινόταν take away, τα ύστερα του κόσμου. Δεν το έκανε φυσικά γιατί: «Εδά δεν είναι ο καφές το θέμα, οι τσικουδιές μας είναι! Αλλά άμα ανοίξεις θα ’ρθουν κι από την πόλη και δεν πρέπει. Να δείξουμε σεβασμό και να κάτσουμε σπίτι, έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να κάμεις πράμα έξω. Δεν τον επάει καλά τον κόσμο στο χωριό μα το εμπεδώσανε. Περαστικό να ’ναι και θα τσι πιούμε μαζωμένες τις τσικουδιές», λέει.
«Τα ξαναλέμε το καλοκαιράκι» λέει αισιόδοξα ο Φώτης Καλφαγιάννης, στο Καφενείο «Γιαννάκης», στην Αγιάσο της Λέσβου. (Φωτογραφία: ΚΛΑΙΡΗ ΜΟΥΣΤΑΦΕΛΛΟΥ)
Στη Λέσβο, όπου το καφενείο είναι επίσης μεγάλη υπόθεση, οι χωριανοί έχουν κλειστεί πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Ο καφετζής Φώτης Καλφαγιάννης, στην Αγιάσο, περιγράφει μια άδεια πλατεία: «Παλιά είχαμε και 15 καφενεία, τώρα γύρω από την πλατεία είναι πέντε, αλλά γεμίζουν. Ειδικά μετά τη λειτουργία της εκκλησίας. Ούτε εκκλησία τώρα, ούτε καφές». Σκέφτομαι το καλοκαίρι που πίνεις στο καφενείο του 19ου αιώνα, τον καφέ σου στη χόβολη, ή το τοπικό καϊνάρι και γεύεσαι το σπιτικό τους ρυζόγαλο πανευτυχής κι αμέσως φαντάζομαι τους ντόπιους να κόβουν άσκοπες βόλτες με τα χέρια πλεγμένα στην πλάτη. «Τους λείπει πολύ. Είναι η διασκέδασή τους», λέει ψύχραιμα.
Στη Φλώρινα στο καφενείο «Διεθνές», το πρωί οι γηραιοί παίζουν μπουρλότ και διαβάζουν εφημερίδα, το μεσημέρι οι νέοι κάνουν διάλειμμα για τσιπουράκι με μεζέ – μια ευχάριστη χάβρα επικρατεί μονίμως. Δεν έχει καμία σημασία που είναι καφενείο πόλης – είναι αγαπημένη συνήθεια με ιστορία 100 χρόνων. Ο ιδιοκτήτης Δαμιανός Βελλιάνης περιγράφει την κατάσταση: «Οι παππούδες έχουν πάθει σοκ. Με σταματάνε στον δρόμο και με ρωτάνε τι θα γίνει, πότε θα ανοίξω. Τους λείπει η καθημερινότητά τους, η παρέα, τους έχει κοστίσει πάρα πολύ». Για λίγο ακόμα, χωρίς κανείς να μπορεί να ορίσει το λίγο. Πού θα πάει… Αργά ή γρήγορα η ελληνική επαρχία θα βρει πάλι τον κανονικό της ρυθμό. Και τον ήχο της βέβαια: τα ζάρια που πέφτουν στο τάβλι, τα «τίνος είσαι εσύ;» και τα «κοπιάστε».
ΟΛΓΑ ΧΑΡΑΜΗ-kathimerini.gr