Τάκης Σπυριδάκης: Ταλαντούχος και αντικομφορμιστής
Τάκης (Παναγιώτης) Σπυριδάκης (Αίγινα, 4 Φεβρουαρίου 1958 – Αθήνα, 13 Σεπτεμβρίου 2019): Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, σκηνοθέτης και σεναριογράφος.
«Στην πιθανότητα του θανάτου μου αισθανόμουν μια γαλήνη. Μάλλον, επειδή έκανα αυτό που μπορούσα στο τέρμα του» είχε πει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τάκης Σπυριδάκης λίγο πριν φύγει από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 2019.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νίκος Κούρκουλος: Το απόλυτο αρσενικό του ελληνικού σινεμά
«Αν επισκεφτείς τον ουρανό και πάρεις μια αναβολή, βλέπεις τον θάνατο με άλλο μάτι» είχε δηλώσει με χιούμορ σε συνέντευξή του.
«Πάντα αντιμετώπιζα τη ζωή ως ένα μεγάλο δώρο κι έτσι υποδεχόμουν τις δυσκολίες της με κάποιο χαμόγελο. Κουραζόμουν, ναι, αλλά πιο πολύ μου άρεσε που ζούσα – γι’ αυτό και ζούσα έντονα».
«Δεν μπορεί ο κόσμος να είναι τόσο άσχημος»
Ο Τάκης Σπυριδάκης γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1958 στην Αίγινα.
«Ήταν ένα μέρος όπου κυκλοφορούσες στην παραλία αγκαλιά με το τίποτα. Έφυγα στα 14 μου και πήγα στον Πειραιά, όπου με φιλοξενούσε η γιαγιά μου. Όλη μου την εφηβεία εκεί την έζησα. Ήταν μια άγρια εποχή. Υπήρχε παντού ένταση. Η ένταση μιας εποχής που ήταν πολιτικοποιημένη και μαζί η ένταση της ηλικίας. Έκανα πολλές δουλειές για να επιβιώσω. Σε εστιατόρια, μπαρ και μια δουλειά που την είχε ένας μπάρμπας, όπου έκατσα πολλά χρόνια: χαράκτης, ξέρεις σφραγίδες και τέτοια. Ώσπου κάποια στιγμή είπα, ρε παιδί μου, ότι δεν μπορεί ο κόσμος να είναι τόσο άσχημος. Και πήγα και γράφτηκα σ’ ένα ωδείο για να μάθω μουσική. Πολύ γρήγορα κατάλαβα πως μ’ ενδιέφερε περισσότερο η δασκάλα και όχι το πιάνο. Κατάλαβα δηλαδή ότι δεν το είχα» περιέγραψε ο Τάκης Σπυριδάκης σε συνέντευξή του.
Όταν είχε πρωτοέρθει από την Αίγινα στον Πειραιά, περνούσε όλη την ημέρα του μέσα σε μία αίθουσα, παρακολουθώντας την μία ταινία μετά την άλλη.
«Όλα μου τα νιάτα τα πέρασα ακούγοντας τζαζ κι ακόμα αυτή ακούω. Εντάξει, πλάκα έχει να σε σκέφτονται για αντιεξουσιαστή, το πρόβλημα είναι όμως πως δεν είμαι. Το θέατρο το γουστάρω, η μεγάλη μου όμως αγάπη είναι η σκηνοθεσία».
Ο Τάκης Σπυριδάκης, δούλευε παράλληλα σαν μπάρμαν σε διάφορα στέκια της εποχής. Ήταν γνώριμος και από τότε αγαπητός. «Στα ‘80s το πεδίο δράσης παραμένει ο Πειραιάς. Κουτούκια στο Πέραμα, καφενεία στη Δραπετσώνα, τσίπουρα, τζαζ και underground. Ε, μετά ανεβαίναμε και Εξάρχεια, στο Dada, στην Ίντριγκα, στην Καλλιδρομίου και σε κάτι υπόγεια μπιλιαρδάδικα στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί γνώριζες τρομερό κόσμο, ροκαμπιλάδες, ό,τι να ‘ναι» είχε αποκαλύψει.
Φλέρταρε ιδιαίτερα με το αλκοόλ αλλά ήξερε τα όρια του. Απεχθανόταν τα ναρκωτικά και τις ουσίες και όπως είχε πει ο ίδιος, πολλές φορές προσπαθούσε τόσο τον Παύλο Σιδηρόπουλο όσο κι άλλους καλλιτέχνες της εποχής να τους αποτρέψει, να τους βοηθήσει να βγουν από αυτό το σκοτάδι.
«Έζησα όλες τις εκφάνσεις της Αριστεράς – μέχρι και από το ΚΚΕ πέρασα όταν πήγαινα νυχτερινό γυμνάσιο, αλλά δεν το άντεξα. Μεταξύ μας ούτε τη λεγόμενη Ανανεωτική Αριστερά άντεξα, αν και περισσότερο προς τα εκεί ταίριαζα. Πάντοτε έλεγα πως θεωρώ τον εαυτό μου αριστερό και πως πουθενά και σε κανέναν δεν τον χαρίζω, κι έτσι καθάρισα. Το θέμα είναι πως πολλοί από αυτούς που συνάντησα μέσα σ’ αυτούς τους χώρους μεγάλωσαν τον αυριανό τσόγλανο και δεν το πήραν χαμπάρι. Ήθελα να μου εξηγήσει ένας φίλος γιατί αγόρασε ένα αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού στην κόρη του και οι εξηγήσεις του δεν έβγαζαν νόημα – αυτός όμως το αντιμετωπίζει ως κάτι απολύτως φυσιολογικό” .
Γλυκιά Συμμορία
Ήταν την θρυλική δεκαετία του ’80 όταν η ταινία «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαΐδη έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους, ταράζοντας τα «νερά», αφού το σενάριο της διαδραματιζόταν στα κυκλώματα της παρανομίας. Στο φίλμ ο Τάκης Σπυριδάκης, έπαιξε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο, υποδυόμενος τον Ανδρέα.
Στην ταινία του Νίκου Νικολαΐδη πρωταγωνιστούσε μια παρέα νέων που είχαν φτάσει σ’ ένα συναισθηματικό αδιέξοδο κι αναζητούσαν κάτι παραπάνω, κάτι για το οποίο θα άξιζε ακόμα και να πεθάνουν. Σέρνοντας πίσω τους ένα πολυτάραχο παρελθόν, επιδίδονταν σε παντοειδείς απρέπειες: κλέβουν, παίζουν σε πορνοταινίες (ο Ανδρέας κι ο Αργύρης) χρηματοδοτούν μια παράνομη αντιεξουσιαστική οργάνωση.
Ο Τάκης Σπυριδάκης προκειμένου να πάρει τον ρόλο, σταμάτησε την φοίτησή του από το Εθνικό Θέατρο, αφού εκείνη την εποχή, ο μαθητευόμενος ηθοποιός απαγορευόταν να παίξει σε θέατρο και πόσο μάλλον σε κινηματογράφο.
«Η «Γλυκιά συμμορία», σε μια φάση αυστηρής πολιτικοποίησης, αμέσως μετά τη Χούντα, έβαλε και μια άλλου είδους θεματολογία στο τραπέζι, φώτισε κι άλλους ήρωες. Ξαφνικά δεν είχαμε μόνο Αριστερούς που ζούσαν μέσα από το παρελθόν τους» είχε πει ο ίδιος.
«Μετά τη «Γλυκιά Συμμορία»(1983) –που ήταν μια ταινία με καινούρια ματιά και ηθική μέσα σε μια εποχή αφόρητης και στρεβλής πολιτικοποίησης και για να μιλάμε γι’ αυτή την ταινία σήμερα σημαίνει ότι τα ερωτήματα που έθεσε κάπου ακούμπησαν– μου ζήτησαν να παίξω δέκα φορές το ίδιο πράγμα και αρνήθηκα» ανέφερε ο Τάκης Σπυριδάκης.
Για την ερμηνεία του εκείνη απέσπασε το ειδικό βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον ίδιο χρόνο.
Λούφα και Παραλλαγή
Ακολούθησε η πρόταση για την θρυλική ταινία του Νίκου Περάκη «Λούφα και Παραλλαγή» (1984). Η ταινία πραγματευόταν την κωμική πλευρά μιας δύσκολης περιόδου, υπό το καθεστώς δικτατορίας, και το γέλιο ως φυσική αντίδραση στην καταπίεση και τη στέρηση της ελευθερίας. Η ταινία απέσπασε τέσσερα βραβεία στο 25ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α΄ ανδρικού ρόλου και μοντάζ).
Στηριγμένη στην απλή φόρμα της, τη σάτιρα και τους διάλογους, η ταινία έγινε μια από τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. «Κανείς δεν περίμενε ότι θα κάνει τόσο μεγάλο μπαμ» εξομολογήθηκε ο Τάκης Σπυριδάκης.
«Έβγαλα κάτι λίγα με τη «Λούφα» και την «Πρωινή Περίπολο», είχα παίξει και στο θέατρο με τη Βαγενά, μεταξύ άλλων, τα χρήματα δεν έφταναν όμως. Γενικά όμως στη ζωή μου η έννοια «φράγκα» ποτέ δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο. Πάντα ήμουν σε μια κατάσταση που μόνο τα κλειδιά μου είχα στην τσέπη. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη προσόν. Έτσι είμαι όμως, δεν γουστάρω να το παίζω Βασιλάκης Καΐλας. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφερα να κάνω τη δική μου ταινία, τον «Κήπο του Θεού», όπως ακριβώς ήθελα. Μια ταινία με δύσκολη θεματολογία, που ασχολείται πραγματικά με τον ανθρώπινο πόνο και με το ανέφικτο της κάθε επανάστασης, γιατί εγώ πιστεύω ότι κάθε επανάσταση καταλήγει σε μία μεγάλη αντεπανάσταση. Μια ταινία που το Σύστημα την πολέμησε, τη βάφτισε «μαρξιστική» ή «αναρχοαυτόνομη» και οι αιθουσάρχες αρνούνταν να την προβάλλουν. Ψυχολογικά κόντεψε να με γονατίσει όλο αυτό. Γιατί δεν την έκανα εκ του κατοχυρωμένου. Δεν είχα κάποιον πλούσιο να με χρηματοδοτεί. Την πλήρωσα δουλεύοντας σαν σκύλος» είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του.
Ο Τάκης Σπυριδάκης την δουλειά δεν την φοβόταν. Δούλεψε ακόμα και σε οικοδομή.
«Η Τέχνη είναι μια κραυγή που βγάζεις. Κάποιοι τυχαίνει να την ακούσουν και κάποιοι όχι. Πιστεύω απόλυτα όμως ότι αν ουρλιάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου και το κάνεις αυθεντικά, δεν θα αποτύχεις. Όχι εμπορικά, αλλά ουσιαστικά» είχε πει χαρακτηριστικά.
ΠΡΩΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ – ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Ακολούθησαν οι ταινίες: “Πρωινή Περίπολος” (Νίκος Νικολαΐδης, 1986), “Προστάτης Οικογένειας” (Νίκος Περάκης, 1997), “Αυτή η Νύχτα Μένει” (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 1999), “Μαύρο Γάλα” (Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1999), “Κανείς δεν χάνει σε Όλα” (Διονύσης Γρηγοράτος, 2000), “Φτηνά Τσιγάρα” (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2000), “Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου” (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 2002), “Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο” (Νίκος Περάκης, 2005), “Ισοβίτες” (Θόδωρος Μαραγκός, 2008) και “4 Μαύρα Κοστούμια” (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2009).
Το 1989 ο Σπυριδάκης έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους “Βέρα Κρουζ”, που απέσπασε το 1ο βραβείο καλύτερης ταινίας στο αντίστοιχο Φεστιβάλ, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και βραβεύτηκε από το Εθνικό Κέντρο Ταινιών της Γαλλίας, το 1990.
Τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστούσε στο θέατρο, στο έργο του Γιάννη Τσίρου “Άγριος Σπόρος”, στο θέατρο Επί Κολωνώ, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη.
Η μεγάλη αναγνώριση από διαφήμιση
Ο πασίγνωστος «αγαπούλας» (προσομοίωση του επίσης συχωρεμένου Μάκη Ψωμιάδη) ήταν μια συνειδητή απόφασή του.
Συμμετείχε, επίσης, σε διαφημίσεις για εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, στην οποία υποδυόταν τον πρόεδρο μιας ποδοσφαιρικής ομάδας.
«Ότι κι αν έκανα στην τηλεόραση, το έκανα για τα χρήματα. Η διαφήμιση μου έδωσε την ευκαιρία για μια δεύτερη καριέρα» είπε σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
Από την διαφήμιση αυτή, τον γνώρισε η νέα γενιά και τον αγάπησε.
Η προσωπική του ζωή
«Η σχέση των ανθρώπων είναι ένα ταξίδι. Δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει» ανέφερε για τους δυο γάμους του. Ο πρώτος έγινε όταν ήταν περίπου 20 χρονών και διήρκεσε μόλις έξι μήνες, ενώ ο δεύτερος κράτησε 20 χρόνια, από τον οποίο απέκτησε δυο κόρες.
Η τελευταία σύζυγος και μητέρα των παιδιών του στάθηκε μέχρι το τέλος. Μαζί αντιμετώπισαν το θέμα της υγείας του. Μαζί έμαθαν πως είχε καρκίνο.
«Όταν βγήκαμε από τον γιατρό, ξέροντας πλέον πως έχω καρκίνο, μπήκαμε πρωί -πρωί σε ένα μπαράκι. Δεν μιλούσαμε. Περνούσαν διάφορα από το μυαλό μου.
«Αν είναι μέχρι εδώ, ας είναι»… είπα στον εαυτό μου» περιέγραψε σε μία από τις συνεντεύξεις του.
Ταλαιπωρήθηκε αρκετά. Έμεινε στο νοσοκομείο πάνω από 52 ημέρες συνεχόμενες. Δίπλα του, άγγελός του, η γυναίκα του.
«Εκείνο που με έκανε να δακρύσω είναι πως πολλοί συνάδελφοι, που απλά είχαμε συναντηθεί σε έναν διάδρομο, ήταν δίπλα μου. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος ήταν όλη ημέρα στο νοσοκομείο. Με γέμισε δύναμη αυτό, και είπα “κάτι καλό έχω κάνει σε αυτό το χώρο”. Εκείνο που δεν μπορούσα να αντέξω, ήταν ο πόνος, κάθε ημέρα ήταν διαφορετικός και αφόρητος».
Όπως είχε εξομολογηθεί, εκείνο που επίσης δεν άντεχε, ήταν το βλέμμα αγωνίας των παιδιών μου.
Κατάφερε να σταθεί για λίγο και πάλι όρθιος. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε…
Έφυγε στα 61 του…
Αν η ζωή του ήταν ένα πλάνο από ταινία θα ήθελε να ήταν από το «Sunset Boulevard» του Μπίλι Γουάϊλντερ.
Αν ήταν μουσική…;
«Πάντα κάτι από τζαζ· ειδικά από ένα σαξοφωνίστα, τον Μπεν Γουέμπστερ ή από ένα πιανίστα, τον Μπιλ Έβανς».
Αυτό το είχε πει ο ίδιος λίγο καιρό πριν φύγει… Η μουσική τον συνόδευσε στο τελευταίο ταξίδι.