Στο 5,45% το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης
Πολύ μακριά από αυτό που ονομάζουμε «ανοσία αγέλης», παρά το μεγάλο μέγεθος του δεύτερου πανδημικού κύματος του κορωνοϊού, βρίσκονται οι πλέον επιβαρυμένες επιδημιολογικά περιοχές της χώρας, όπως η Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οροεπιδημιολογικής μελέτης COVID-19, τον Νοέμβριο το ποσοστό της ανοσίας του πληθυσμού της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης ήταν στο 5,45%, το οποίο με δεδομένα τα όρια αξιοπιστίας του δείγματος μπορεί να φτάνει και στο 7%.
Το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης σχεδόν τετραπλασιάστηκε μέσα στον Νοέμβριο σε σχέση με τον Οκτώβριο λόγω της πολύ μεγάλης διασποράς του ιού και είναι υψηλότερο στις νεαρές ηλικίες, γεγονός που επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι νέοι στην εξάπλωση της επιδημίας.
Τα αποτελέσματα της κυλιόμενης οροεπιδημιολογικής μελέτης COVID-19, που διενεργεί το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με άλλα πανεπιστήμια της χώρας (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Κρήτης) και με χορηγίες από το υπουργείο Υγείας και τον ΕΟΔΥ και την εταιρεία Cosmos Aluminium A.E., παρουσίασε προχθές ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας 2020.
Η μελέτη αφορά το διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 έως και τον Ιανουάριο 2021 και διενεργείται με την ανίχνευση αντισωμάτων σε εναπομείναντες ορούς ατόμων που απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά και δημόσια μικροβιολογικά εργαστήρια για έλεγχο ρουτίνας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τον Νοέμβριο το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης υπολογίσθηκε στο 5,47% (όριο αξιοπιστίας 3,6% έως 7,3%) έναντι 1,39% (0,45%-3,12%) που ήταν τον Οκτώβριο και 0,23% που ήταν τον Σεπτέμβριο.
Οσον αφορά την ηλικιακή κατανομή, το υψηλότερο ποσοστό ανοσίας τον Νοέμβριο παρατηρείται στην ηλικιακή ομάδα 0 έως 29 ετών, όπου φτάνει το 5,95%, και το χαμηλότερο στην ηλικιακή ομάδα 50 έως 69 ετών (3,9%).
Στη Λάρισα
Αντίστοιχα, στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας, η οποία επίσης έχει υψηλό επιδημικό φορτίο, τον Νοέμβριο το ποσοστό ανοσίας υπολογίστηκε στο 3,5% (όριο αξιοπιστίας 1,74% έως 5,30%). Ο κ. Χριστοδούλου, χαρακτήρισε ως αναμενόμενα τα ποσοστά ανοσίας που καταγράφηκαν και τόνισε: «Αυτό που φαίνεται είναι ότι είμαστε πολύ μακριά από την ανοσία αγέλης. Που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε το εμβόλιο για να ελέγξουμε την πανδημία».
Από τα αρχικά αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι στο σύνολο της χώρας το δεύτερο κύμα βρήκε τον πληθυσμό με πολύ χαμηλή ανοσία. Είναι ενδεικτικό ότι τον Απρίλιο το ποσοστό ανοσίας ήταν στο 0,25%, τον Μάιο αυξήθηκε στο 0,35% και τον Ιούλιο ήταν στο 0,24%. Αξίζει να σημειωθεί ότι μείωση των ποσοστών ανοσίας που ανιχνεύονται στα δείγματα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι σχεδόν το 30% (σύμφωνα με μελέτες) όσων έχουν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 παύει να εμφανίζει ανιχνεύσιμο τίτλο αντισωμάτων δύο μήνες μετά τη μόλυνση.
Γυναίκες, αστικές περιοχές
Στην πρώτη φάση της πανδημίας οι γυναίκες φαίνεται να είχαν υψηλότερο ποσοστό ανοσίας (0,78% οι γυναίκες, 0,22% οι άνδρες). Το ίδιο παρατηρήθηκε και σε όσους διέμεναν σε αστικές περιοχές (0,85% έναντι 0,01% σε περιοχές μη αστικές). Τέλος, από τη μελέτη προκύπτει ότι στην πρώτη φάση της πανδημίας ένα εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα αντιστοιχούσε σε επιπλέον δέκα περιπτώσεις που δεν είχαν εντοπιστεί και διαγνωστεί.
Η έρευνα είναι εν εξελίξει και σε αυτή τη φάση αναλύονται τα δεδομένα του Νοεμβρίου για το σύνολο της χώρας. Οι ερευνητές μάλιστα εστιάζουν την προσοχή τους ειδικά στην Κρήτη και στη Σαντορίνη, προκειμένου να διαπιστώσουν την επίδραση που είχε το άνοιγμα του τουρισμού στη διασπορά του ιού.