Στο χείλος του γκρεμού η τουρκική οικονομία
Η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν αδημονεί να επιστρέψει στην κανονικότητα, αφήνοντας όπως-όπως πίσω της τα έκτακτα μέτρα που επέβαλε η πανδημία του κοροναϊού, με περίπου 115.000 κρούσματα και σχεδόν 3.000 νεκρούς.
Όμως η τουρκική οικονομική “κανονικότητα” δεν είναι παρά μια, όλο και πιο ριψοκίνδυνη πλέον, ακροβασία πάνω από το χάος − με περισσότερο πιθανή από ποτέ τα τελευταία είκοσι χρόνια μια προσφυγή στο ΔΝΤ. Άλλωστε, η ενοχοποίηση ενός υπαίτιου αόρατου και απρόβλεπτου, όπως ο ιός Sars-Cov2, βοηθά στην πολιτική διαχείριση μιας τέτοιας ταπεινωτικής επιλογής, που μέχρι πρότινος αποτελούσε για τους κυβερνώντες στην Άγκυρα το απόλυτο “ταμπού”.
Όμως η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Η Τουρκία βρίσκεται σε οριακό σημείο από την άποψη των συναλλαγματικών διαθεσίμων, τα οποία “καίει” με τη μεγαλύτερη ταχύτητα στα χρονικά. Όπως ανέφερε το πρακτορείο Bloomberg την Τρίτη, η Kεντρική Tράπεζα της Τουρκίας έχει εξαντλήσει (μετά τα swaps των τελευταίων εβδομάδων με εγχώριες τράπεζες, συνολικού ύψους 32 δισ. δολαρίων) τα καθαρά διαθέσιμά της, τα οποία υπολογίζονται σε λιγότερα από 1 δισ. δολάρια. Αλλά και ονομαστικά, το σκληρό συνάλλαγμα που έχει στη διάθεσή του το κεντρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει υποχωρήσει από τα 41,1 δισ. δολάρια στις αρχές του έτους σε μόλις 25,9 δισ. δολάρια στις 17 Απριλίου, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε οποιαδήποτε διατάραξη της εξωτερικής της χρηματοδότησης σε αυτές τις ούτως ή άλλως δύσκολες συνθήκες.
Η Τουρκία κατέγραψε τον Φεβρουάριο τις μεγαλύτερες ποσοστιαία απώλειες συναλλάγματος από όλες τις αναδυόμενες οικονομίες, με βάση τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής (IIF).
Η λίρα και οι τράπεζες
Ο εφιάλτης της συναλλαγματικής κρίσης του 2018 έχει επιστρέψει, καθώς η ισοτιμία του νομίσματος αγγίζει τις 7 λίρες ανά δολάριο. Συνολικά, η λίρα αποδυναμώθηκε κατά 14% εντός του 2020 (και κατά 36% την τελευταία διετία), ενώ οι κρατικές τράπεζες έχουν διαθέσει για τη στήριξή του το αντίστοιχο 32 δισ. δολαρίων σε συνάλλαγμα φέτος, κατά το Reuters.
Το πρόβλημα των τραπεζών εικονογραφείται χαρακτηριστικά και από τις επιδόσεις της κρατικής Vakifbank, η οποία, σύμφωνα με όσα δημοσίευσε την Τετάρτη η εφημερίδα “Dunya”, δεν εξασφάλισε τον Απρίλιο παρά 950 εκατ. δολάρια σε δανεισμό από 33 ξένες τράπεζες, και αυτό με κόστος 2,25% ανώτερο του Libor και 2% ανώτερο του Euribor, όταν τον ίδιο μήνα πέρσι είχε βρει πρόσβαση σε 1,1 εκατ. δολάρια.
Στο ναδίρ η εμπιστοσύνη
Σε ένα περιβάλλον όπου η κρίση του 2018 έχει διώξει τους ξένους επενδυτές και η υποτίμηση του νομίσματος γονατίζει τις χρεωμένες επιχειρήσεις, δεν είναι παράδοξο που ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης βυθίζεται, όπως ανακοίνωσε την Τετάρτη το Τουρκικό Ινστιτούτο Στατιστικής (TUIK), στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Ειδικότερα, μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, από 91,8% σε 51,03%, με οδηγό της πτώσης τον κλάδο των υπηρεσιών (-50%), την οικοδομή (-42,2%) και τη βιομηχανική παραγωγή (-36,8%).
Υπενθυμίζεται ότι για τη μετακύλιση του εξωτερικού (κυρίως ιδιωτικού) χρέους της, η Τουρκία χρειάζεται να εξεύρει περίπου 170 δισ. δολάρια εντός του έτους και προφανείς πηγές χρηματοδότησης δεν υπάρχουν, τουλάχιστον όσο δεν αποδίδει το λόμπινγκ για μια swap line από την αμερικανική κεντρική τράπεζα, σαν αυτές που έχουν καθιερωθεί για άλλες χώρες.
Προϋπόθεση η ευμένεια της Ουάσινγκτον
Η πρώτη έξωθεν βοήθεια ήρθε υπό τη μορφή του δανείου των 100 εκατ. δολαρίων που συμφωνήθηκε ταχύρρυθμα τη Δευτέρα ανάμεσα στην Παγκόσμια Τράπεζα και το υπουργείο Υγείας της Τουρκίας. Όμως αυτό αφορά αποκλειστικά τις ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας και είναι πολύ μικρό σε σύγκριση με τις ανάγκες αναθέρμανσης της τουρκικής οικονομίας.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που πληθαίνουν οι εκτιμήσεις ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα ξεπεράσει την “αλλεργία” του για το ΔΝΤ, μολονότι η γενική διευθύντρια του τελευταίου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, ήδη από τις 4 Απριλίου εξέφρασε διάθεση συνεργασίας με την Άγκυρα.
Οι όλο και πιο συχνές το τελευταίο διάστημα καταγγελίες του Ερντογάν για το ΔΝΤ ως φορέα σκοτεινής ατζέντας σχετίζονται, βέβαια, με το γόητρο και την ιστορία του Τούρκου προέδρου, ο οποίος ήρθε στα πράγματα στις αρχές του αιώνα κληρονομώντας ένα πρόγραμμα διάσωσης που σάρωσε το προηγούμενο πολιτικό σκηνικό και αποπληρώθηκε μόλις το 2013.
Όμως, στην παρούσα φάση, τα κίνητρα του Ερντογάν μάλλον είναι πιο πεζά. Το ενδιαφέρον του είναι να αποφύγει την “αιρεσιμότητα” των προγραμμάτων του ΔΝΤ, η οποία θα του στερούσε την ελευθερία να χαράσσει πολιτική και ιδίως να υλοποιεί τις ανορθόδοξες οικονομικές του απόψεις, οι οποίες συνίστανται στο “ντοπάρισμα” του ρυθμού ανάπτυξης, με οδηγό τις κατασκευές και με εργαλείο τη φθηνή πίστωση.
Η πιστωτική γραμμή και το τίμημα
Από αυτή την άποψη, το “παζάρι” της Τουρκίας αφορά την εξασφάλιση από το ΔΝΤ μιας πιστωτικής γραμμής έναντι εγγυήσεων σε στοιχεία ενεργητικού, αντί μιας κλασικής συμφωνίας stand by με αυστηρότερους όρους.
Όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ευμένεια της Ουάσινγκτον − με τίμημα προφανώς την αναπροσαρμογή της (γεω)πολιτικής συμπεριφοράς της Άγκυρας. Εξού και η Τουρκία ανέλαβε, διόλου τυχαία, την πρωτοβουλία αποστολής ιατρικού εξοπλισμού στις ΗΠΑ, συνοδευόμενης από επιστολή Ερντογάν προς τον Ντόναλντ Τραμπ. “Ελπίζω πως την ερχόμενη περίοδο, με το πνεύμα αλληλεγγύης που έχουμε επιδείξει στη διάρκεια της πανδημίας, το Κογκρέσο και τα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ θα κατανοήσουν καλύτερα τη στρατηγική σημασία των σχέσεών μας” και θα ενεργήσουν “με τον τρόπο που επιβάλλει η κοινή μας μάχη εναντίον κοινών μας προβλημάτων”, ανέφερε στην επιστολή ο Τούρκος πρόεδρος, σε μια φάση κατά την οποία εκκρεμούν οι διαπραγματεύσεις με τη Fed, αλλά και οι κυρώσεις που απειλεί να επιβάλει το Κογκρέσο εναντίον της Τουρκίας για την αγορά των ρωσικών συστημάτων S-400.
Του Κώστα Ράπτη-capital.gr