Στον «αέρα» η ενίσχυση του ελληνικού σινεμά
Ειδικό πρόγραμμα. Οι δύο αυτές λέξεις, που εκτός άλλου πλαισίου μοιάζουν βαρετά ουδέτερες, απέκτησαν από τον Απρίλιο ελπιδοφόρο νόημα για τους ανθρώπους του εγχώριου σινεμά, που όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες και επαγγελματίες πλήττονται από την πανδημία.
Τότε, το υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε την έναρξη ενός «ειδικού προγράμματος για τη στήριξη της κινηματογραφικής κοινότητας», το οποίο περιελάμβανε χρηματοδότηση ύψους 1,8 εκατομμυρίου ευρώ (αργότερα ανήλθε στα 2,8 εκατ.) προς διάθεση σε παραγωγές μικρού μήκους, animation και ντοκιμαντέρ. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ανέλαβε να αξιολογήσει τα υποβληθέντα σχέδια ταινιών και να επιλέξει 100 από αυτά ώστε να λάβουν αρχική στήριξη περίπου 2.500 ευρώ και στη συνέχεια, ύστερα από μια δεύτερη φάση αξιολόγησης, να χρηματοδοτηθούν με 25.000-30.000 ευρώ έκαστο ώστε να προχωρήσουν στην παραγωγή. Σχεδόν έξι μήνες αργότερα και εν μέσω νοσηρού κλίματος και καταγγελιών, το Δ.Σ. του ΕΚΚ υπέβαλε σύσσωμο την παραίτησή του, η οποία έγινε δεκτή από την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη.
Ας δούμε ωστόσο τι μεσολάβησε όλο αυτό το διάστημα για να φτάσουμε ώς εδώ και ένα πρόγραμμα, αν μη τι άλλο, αγαθών προθέσεων κατέληξε να απαξιωθεί και να κινδυνεύσει με αυτοακύρωση, αφού πρώτα δηλητηρίασε την (όποια) εμπιστοσύνη υπήρχε ανάμεσα στο Κέντρο, στο υπουργείο και στους δημιουργούς-εργαζομένους του κινηματογράφου. Αρχικά, όπως καθίσταται σαφές από όλες τις πλευρές, η ίδια η προκήρυξη του προγράμματος ήταν προβληματική, αφού επέτρεπε την κατάθεση σχεδίων και από μη επαγγελματίες του χώρου –πρακτικά δηλαδή από τον οποιονδήποτε– ενώ κάθε φυσικό πρόσωπο μπορούσε να υποβάλει έως και τρία σχέδια προς αξιολόγηση. Αμεση συνέπεια αυτής της «χαλαρής» πολιτικής ήταν ένας καταιγισμός 1.300(!) και πλέον προτάσεων, τις οποίες το ΕΚΚ με τη σειρά του κλήθηκε να διαχειριστεί σε διάστημα μόλις 20 ημερών. Ο γιγάντιος όγκος δουλειάς, σε συνδυασμό με την αδυναμία να προσληφθούν έμμισθοι αξιολογητές –απαγορευόταν από την τότε νομοθεσία– οδήγησε τη διοίκηση του Κέντρου να αναθέσει τη δουλειά σε δικά του στελέχη, καθώς και σε συντελεστές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Αυτή η ομάδα ανθρώπων, η οποία εργάστηκε αμισθί, επέλεξε τελικά 119 σχέδια και τα ανακοίνωσε στις 24 Ιουλίου. Στο μεταξύ, η καθυστέρηση σχεδόν ενός μήνα από την προβλεπόμενη ημερομηνία ανακοίνωσης είχε προκαλέσει ήδη πολλές αντιδράσεις, με προεξάρχουσα την Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών· όπως πάντως γνωρίζουν οι παροικούντες την (κινηματογραφική) Ιερουσαλήμ, αυτές, σε μεγάλο βαθμό, αποτελούσαν μέρος ενός υπόγειου πολέμου μικροσυμφερόντων, ο οποίος μαίνεται εδώ και χρόνια κάπου ανάμεσα στις εκάστοτε διοικήσεις του Κέντρου, στους συντεχνιακούς τακτικισμούς και στις προσωπικές φιλοδοξίες μεμονωμένων ατόμων.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως όλα ήταν καλώς καμωμένα από την άλλη πλευρά. Οπως παραδέχονται κύκλοι του ίδιου του Κέντρου, η όλη διαδικασία έγινε με χρονοδιάγραμμα εξπρές, κάτι το οποίο οδήγησε σε λάθη, όπως για παράδειγμα η εξαίρεση από τις επιλογές των έργων του Τάσου Μπουλμέτη και της Μαριάννας Οικονόμου, εγνωσμένης αξίας κινηματογραφιστών, οι οποίοι πληρούσαν όλα τα κριτήρια για να προαχθούν στην επόμενη φάση. Τις αστοχίες ανέλαβε να «διορθώσει» το Δ.Σ. του Κέντρου, προκαλώντας όμως έτσι νέο γύρο έντονων αντιδράσεων και κατηγοριών για αδιαφάνεια.
Κάπου εκεί το υπουργείο αποφάσισε να παρέμβει και ενώ από τις 10 Αυγούστου είχε ήδη ανακοινωθεί η έναρξη της β΄ φάσης του προγράμματος, κατά την οποία δύο τριμελείς επιτροπές θα αποφάσιζαν για τις 50 συνολικά ταινίες που θα λάμβαναν την τελική χρηματοδότηση. Παρ’ όλα αυτά, στις 9 Σεπτεμβρίου το ΥΠΠΟΑ ανακοίνωσε την εκ νέου αξιολόγηση των απορριφθέντων σεναρίων προκειμένου να προστεθούν 100 ακόμη, σε μια μάλλον σπασμωδική και απερίσκεπτη προσπάθεια να καταλαγιάσουν οι διαμαρτυρίες.
Το αποτέλεσμα ήταν τελικά ακριβώς το αντίθετο, αφού το κλίμα καχυποψίας και οι σπόντες στο παρασκήνιο εντάθηκαν έτι περαιτέρω. Πέραν όμως του ζητήματος ηθικής τάξης, εκείνο που ήταν πιο σοβαρό και οδήγησε τελικά την προχθεσινή παραίτηση του Δ.Σ. ήταν το νομικό κώλυμα. Οπως αναφέρει και η επιστολή παραίτησης, «ο νομικός σύμβουλος του ΕΚΚ κατέστησε σαφές και προειδοποίησε τα μέλη του Δ.Σ. ότι στο ειδικό πρόγραμμα και στην εξαγγελθείσα από το ΥΠΠΟΑ νέα δεύτερη φάση του ενυπάρχουν εξόφθαλμα μη νόμιμες διαδικασίες και κατάφωρες και κραυγαλέες παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχείρισης και του υγιούς ανταγωνισμού, δεδομένα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε κατασταλτικό έλεγχο των χρηματοδοτήσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο».
Οι αντιδράσεις
«Ολο αυτό που συνέβη είναι αληθινά απογοητευτικό. Μια θετική πρωτοβουλία, την οποία χαιρετίσαμε εξαρχής, εξελίχθηκε άσχημα. Το ΥΠΠΟΑ δέχθηκε φοβερές πιέσεις κατά την υλοποίηση του προγράμματος και με τη σειρά του δεν στήριξε το ΕΚΚ, το άφησε ξεκρέμαστο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν και μεγάλες καθυστερήσεις. Τα ντοκιμαντέρ όμως δεν γίνεται να καθυστερούν, όταν υπάρχει ένα σχέδιο πρέπει να υλοποιείται, γιατί συχνά ακολουθεί την επικαιρότητα. Εννοείται πως το πρόγραμμα πρέπει να προχωρήσει, διότι από αυτό εξαρτώνται πάρα πολλοί επαγγελματίες του χώρου», επισημαίνει η πρόεδρος της Ενωσης Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, Μαριάννα Οικονόμου.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Μέσων, Παναγιώτης Παπαχατζής, από την πλευρά του, θεωρεί βασικό υπεύθυνο του φιάσκου τον τέως (πλέον) πρόεδρο του Κέντρου, Πάνο Λουκάκο: «Είναι κραυγαλέα τα λάθη της διοίκησης του ΕΚΚ σε αυτή την υπόθεση. Οι επιτροπές αξιολόγησης ορίστηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες, ενώ η σύνθεσή τους δεν ανακοινώθηκε εξαρχής. Στη συνέχεια το Δ.Σ. παρενέβη και άλλαξε τις βαθμολογίες· αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα προφανώς. Πλέον, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μονόδρομο για την υπουργό η ολοκλήρωση της α΄ φάσης με την απόδοση των πρώτων χρηματοδοτήσεων και μια καινούργια, ανεξάρτητη β΄ φάση, για να προχωρήσει το πρόγραμμα».
Την Τρίτη το απόγευμα ήρθε και η απάντηση του ΥΠΠΟΑ μέσω ανακοίνωσης, με την οποία προαναγγέλλεται ο άμεσος ορισμός νέου διοικητικού συμβουλίου στο ΕΚΚ, με καθήκον, μεταξύ άλλων την ολοκλήρωση του ειδικού προγράμματος, ενώ προοικονομείται και ο επερχόμενος νέος κινηματογραφικός νόμος. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ίδια ανακοίνωση γίνεται λόγος «για σοβαρές επιφυλάξεις για την εγκυρότητα και τη σκοπιμότητα» όσων αναφέρονται στην εισήγηση του νομικού συμβούλου του Κέντρου, η οποία όπως είπαμε οδήγησε και στις παραιτήσεις. Σύμφωνα πάντως με όσα ανέφερε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ μέλος του παραιτηθέντος Δ.Σ., για την απόφασή τους ελήφθησαν υπ’ όψιν οι γνώμες τριών ακόμη πανεπιστημιακών νομικών, οι οποίες συμφωνούσαν με εκείνη του συμβούλου του ΕΚΚ.
Αιμίλιος Χαρμπής – kathimerini.gr