Στιβ Αλμπίνι: Ο μεθοδικός, υπομονετικός και ευαίσθητος αλχημιστής του ήχου
Ο Στιβ Αλμπίνι (1962-2024) ήταν γρήγορος, απότομος, αψύς, απόλυτος. Και η δουλειά έβγαινε. Χωρίς συμβιβασμούς. Ακόμη κι όταν τον εμπιστεύθηκαν οι Nirvana, το πιο διάσημο όνομα εκείνης της εποχής, το έκανε με τους δικούς του όρους…
Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα πέθαινε ο Στιβ Αλμπίνι, στον βαθμό που δεν περιμένουμε να πεθάνει κανείς…
Ο Αλμπίνι ήταν, μεταξύ άλλων, τραγουδιστής και κιθαρίστας των Big Black και των Shellac, αλλά κυρίως ήταν υπεύθυνος ήχου σε μερικούς από τους πιο επιδραστικούς δίσκους του ροκ εν ρολ. Ένας μηχανικός ήχου που τον απωθούσε ο τίτλος του παραγωγού και κατέληξε να είναι ένας «μεθοδικός, υπομονετικός και ευαίσθητος αλχημιστής», όπως τον αποκάλεσε η Πόλι Χάρβεϊ στην εφημερίδα «Γκάρντιαν», μετά τον πρόωρο χαμό του. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα εξήντα δύο του χρόνια.
Στο Instagram διάβασα την ανάρτηση ενός «κολλημένου», ο οποίος δήλωνε πως αν δεν έχεις τουλάχιστον ένα δίσκο σε ηχητική επιμέλεια του Αλμπίνι στη δεκάδα με τους αγαπημένους σου, τότε δεν ξέρεις από μουσική. Υπερβολές. Μα να που τρία άλμπουμ από τα αγαπημένα μου ηχογραφήθηκαν υπό την τραχιά εποπτεία του. Τα εξής πέντε.
Οταν πήγαινα στο λύκειο, η φιλόλογος μας είχε ζητήσει να γράψουμε μια κριτική για μια ταινία ή ένα δίσκο που μας είχε αρέσει. Έγραψα για το «Surfer Rosa» (1988) των Pixies. Το είχα αγοράσει δύο μήνες νωρίτερα από ένα δισκοπωλείο στην Ακαδημίας και τον άκουγα ολόκληρο στο πικάπ του πατέρα μου, μόλις επέστρεφα από το σχολείο. Σχεδόν τελετουργικά. Την εργασία δεν την παραδώσαμε ποτέ. Καλύτερα. Γιατί σίγουρα θα έγραφα για «μανιασμένες κιθάρες που στροβιλίζονται, πληγώνοντας τ’ αυτιά των ακροατών». Ή κάτι τέτοιο.
Κάπως έτσι έμαθα τον Αλμπίνι. Και κάθε φορά που ζοριζόμουν και έβρισκα ένα ακόμη άλμπουμ για να με σώσει από το μπλέξιμο μιας εφηβείας που επεκτεινόταν απειλητικά προς την ενηλικίωση, έπεφτα πάνω του: «Pod» (1990), «Rid of Me» (1993), «Viva Last Blues» (1995), «Jet Lag» (1997). Τώρα ξέρω. Αυτός ο άνθρωπος με καθόρισε περισσότερο από οποιονδήποτε μουσικό, συγγραφέα ή κινηματογραφιστή, χωρίς να το καταλάβω. Ενας ηχολήπτης είχε έρθει για να φωτίσει την πιο ωμή πλευρά της μουσικής, να συλλέξει την ακατέργαστη δύναμή της με μαγικό τρόπο και να της δώσει έξτρα νεύρο. Ο Αλμπίνι ήταν γρήγορος, απότομος, αψύς, απόλυτος. Και η δουλειά έβγαινε. Χωρίς συμβιβασμούς. Ακόμη κι όταν τον εμπιστεύθηκαν οι Nirvana, το πιο διάσημο όνομα εκείνης της εποχής, το έκανε με τους δικούς του όρους: έξι ημέρες ηχογράφηση και πέντε ημέρες μείξη, που, για τα δεδομένα του, ήταν ήδη πολλές. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα αποτύχαινε: «Τούτος ο δίσκος που μας ενώνει είναι ένα μαύρο στρογγυλό μηδενικό».
Ο Αλμπίνι έμαθε από τον Τζον Λόντερ, μηχανικό ήχου σε πολλές πανκ κυκλοφορίες, να ηχογραφεί φθηνά και με ταχύτητα, αλλά με την απαραίτητη συγκέντρωση και σιγουριά που απαιτούν οι χρονικοί και οικονομικοί περιορισμοί. Κι έτσι όπως μαθήτευσε στον Λόντερ, μια ολόκληρη γενιά ακροατών μαθήτευσε στον Αλμπίνι. Επειδή υλοποίησε την επιθετική τους αγνότητα, την αφέλεια και τον θυμό τους σε μια σειρά δίσκων που αποδείχθηκαν σημαδιακοί. Εν ολίγοις, μας έκανε μεγάλη ζημιά.
Από τη λύσσα του «Something Against You» των Pixies, στο «Doe» των Breeders, που θυμίζει προσχέδιο τραγουδιού, λες και έχει ηχογραφηθεί στο εσωτερικό ενός ξεχαρβαλωμένου τυμπάνου, και από τα νοθευμένα μπλουζ του «Ecstasy» της PJ Harvey, στη συντριβή του «Old Jerusalem» των Palace Music, όμοιο με προσευχή ταλαιπωρημένου αμαρτωλού από το Κεντάκι, και μέχρι το «Couchmaster» των δικών μας Bokomolech, ο Αλμπίνι είχε πάντα τη γενναιόδωρη ικανότητα ν’ απελευθερώνει τους μουσικούς που είχε απέναντί του από εκείνη την περιττή φλούδα που τους παγίδευε, χωρίς ωστόσο να τους αποξενώνει από τις επιθυμίες τους. Ποτέ δεν επενέβαινε. Μονάχα απογύμνωνε.
Η στάση του ήταν αφοπλιστική. Δεν έπαιρνε δικαιώματα από τους δίσκους που ηχογραφούσε. Ζητούσε ένα χαμηλό σχετικά ημερομίσθιο. Ηταν ανοικτός σε οποιαδήποτε μπάντα, σε οποιοδήποτε είδος. Θεωρούσε πως η κιθάρα πρέπει να βγάζει ακαθόριστους ήχους. Δεν πίστευε στην τελειότητα, αλλά στην ένταση της στιγμής. Σιχαινόταν τον καπιταλισμό. Ηταν αφοσιωμένος και απαιτητικός, αλλά και αυθάδης, κυνικός, άκαμπτος. Ωστόσο, ίσως χάρη στον αντιφατικό χαρακτήρα του, κατάφερνε να παρασέρνει τους πάντες στο δικό του χειροποίητο και ιδιόρρυθμο σύμπαν. Μικρές και μεγάλες μπάντες, διάσημες ή αφανείς. Γι’ αυτόν, ήταν το ίδιο· ήταν απλά άνθρωποι που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στη μουσική.
Στο λύκειο, ο κολλητός μου, Γιώργος, γιος του σπουδαίου συνθέτη Μιχάλη Αδάμη, και επίσης συνθέτης, δεν άντεχε καθόλου τη μουσική που άκουγα. Αυτός προτιμούσε βυζαντινά και μέταλ. Μόνο ένα άλμπουμ δεχόταν ν’ ακούσει από τη δισκοθήκη μου: το «Surfer Rosa». Το γεγονός πως, όπως ο Αλμπίνι, πέθανε στην Αμερική από καρδιά, το αφήνω ασχολίαστο. Κάτι ήταν πάντα εναντίον μου.
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου – kathimerini.gr