ΕΛΛΑΔΑ

Στην τελική ευθεία νόμος Κατσέλη και λύσεις για NPLs

Κορυφώνονται οι διεργασίες για την υποβολή στην Κομισιόν των προτάσεων ΤΧΣ και ΤτΕ. Στις 15/2 στους “θεσμούς” το σχέδιο του νέου νόμου Κατσέλη. Οι αναφορές Γ. Δραγασάκη για ενδεχόμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών προδιαγράφουν ιδιαίτερα “σφιχτά” όρια για την προστασία της πρώτης κατοικίας.

Κρίσιμες είναι οι ημέρες που ακολουθούν για τις εξελίξεις στη διαχείριση του προβλήματος των NPLs, συνδυαστικά με το πώς θα αξιολογηθεί από τους “θεσμούς” η πρόταση της κυβέρνησης για το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη.

Στο επίκεντρο ο νέος ν. Κατσέλη

Οι πιέσεις στις μετοχές των τραπεζών από τους διεθνείς επενδυτές έχουν ως αιτία τη δυσφορία για τις μαξιμαλιστικές, όπως θεωρούν, επιδιώξεις της κυβέρνησης αναφορικά με την προστασία της πρώτης κατοικίας. Την ίδια στιγμή, οι αναφορές του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Γ. Δραγασάκη, περί του ενδεχομένου ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αν δεν προσμετρηθούν στους όποιους χειρισμούς για τα NPLs οι επιπτώσεις στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, φαίνεται να χτυπούν προειδοποιητικό καμπανάκι στους βουλευτές της κυβέρνησης για το ότι η προεκλογική περίοδος δεν δίνει κανένα περιθώριο παροχών σε ό,τι έχει να κάνει με τις τράπεζες. Προδιαγράφεται έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι τα όρια για την προστασία της πρώτης κατοικίας και ο νέος νόμος Κατσέλη θα είναι ιδιαίτερα “σφιχτά”.

Την ίδια στιγμή, κορυφώνονται την εβδομάδα αυτή οι διεργασίες για τις προτάσεις συλλογικής μείωσης των NPLs, έτσι ώστε αυτές να παρουσιαστούν στην Κομισιόν. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το “πράσινο φως” στη Eurobank για τη συγχώνευση με την πρώην θυγατρική της, Grivalia, κρίνοντας ότι η συναλλαγή θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα της τράπεζας και η βελτιωμένη κεφαλαιακή της θέση θα της επιτρέψει να μειώσει σημαντικά τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων της τα επόμενα έτη.

Δευτέρα και Τρίτη, 11 και 12 του μηνός, η πρόταση της ΤτΕ παρουσιάζεται σε επενδυτές στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον αντίστοιχα, όπου θα υπάρξει παρουσίαση και στο ΔΝΤ. Σημειώνεται ότι αρχές Μαρτίου το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ θα συνεδριάσει και θα συζητήσει τα ευρήματα της πρόσφατης επίσκεψης των “θεσμών” στην Αθήνα και κατόπιν θα εκδώσει την έκθεσή του (staff report) για την Ελλάδα.

Στο μέτωπο του νέου νόμου Κατσέλη, οι ζυμώσεις φαίνεται ότι γίνονται πλέον μόνο εντός κυβέρνησης και χωρίς τις τράπεζες, με προοπτική το τελικό σχέδιο του νόμου να υποβληθεί στους “θεσμούς” την Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου. Η κυβέρνηση θα προχωρήσει μονομερώς στην υποβολή της πρότασής της προς τους “θεσμούς”, θέτοντας τον πήχη στα 150.000 ευρώ, επίπεδο που φαίνεται να πιάνει την ευρεία μάζα της πρώτης κατοικίας του νόμου Κατσέλη.

Τραπεζικές πηγές εκτιμούν ότι η εξέλιξη που αναμένεται μετά την υποβολή της πρότασης του υπουργείου Οικονομικών στους “θεσμούς”, με το δεδομένο ότι αυτοί δεν αποδέχονται το όριο των 150.000 ευρώ, θα είναι η επιστροφή του σχεδίου και η αναγκαστική “επαναδιαπραγμάτευση” με τις τράπεζες, που θα οδηγήσει σε μείωση του ορίου προστασίας της πρώτης κατοικίας στα 120.000 ή 130.000 ευρώ το ανώτερο. Πέραν του ορίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας, κρίσιμα θέματα απομένουν το “κούρεμα” των δανείων αλλά και η περίμετρος αυτών που θα μπορούν να υπαχθούν στο νέο καθεστώς προστασίας.

Οι προτάσεις μείωσης των NPLs

Το ενδιαφέρον των αγορών επικεντρώνεται επίσης, ολοένα και σε μεγαλύτερο βάθος, στις πτυχές των δύο σχεδίων που έχουν υποβληθεί για τη συλλογική μείωση των NPLs.

Η πρόταση του ΤΧΣ, όπως έχει παρουσιαστείπροβλέπει τη μεταφορά 15-20 δισ. ευρώ “κόκκινων” δανείων σε Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (Asset Protection Schemes) που θα συστήσουν οι τράπεζες. Τα δάνεια θα τιτλοποιηθούν για να πουληθούν σε επενδυτές, συνοδευόμενα από κρατικές εγγυήσεις. Μέσω αυτών, το Δημόσιο θα εγγυάται το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ των προβλέψεων που καλύπτουν τα δάνεια και της τιμής αγοράς στην οποία θα αγοραστούν, προκειμένου να περιοριστεί δραστικά η ζημιά για τις τράπεζες. Οι εγγυήσεις μπορεί να φτάσουν στα 5-6 δισ. ευρώ. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να θεωρηθούν από την DGCοmp κρατική ενίσχυση.

Αν η ποιότητα του χαρτοφυλακίου NPLs που θα μεταβιβαστεί στο APS κριθεί επενδυτικά ελκυστική από τους διεθνείς επενδυτές, τότε η κρατική εγγύηση δεν θα χρησιμοποιηθεί, αποτελώντας απλώς πρόσθετη ασφάλεια για τους επενδυτές. Επομένως, εκτιμάται ότι, αν η μεθοδολογία που θα ακολουθηθείγια τη σύνθεση του μεταφερόμενου χαρτοφυλακίου αξιολογηθεί θετικά από τους επενδυτές, η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας του ελληνικού Δημοσίου (την οποία διέθεταν τα ιταλικά ομόλογα κατά την εφαρμογή του αντίστοιχου μοντέλου τιτλοποίησης NPLs) δεν θα αποτελέσει πρόβλημα.

Παράλληλα, το σχήμα που προτείνει η ΤτΕ παρουσιάζεται ολοένα και περισσότερο στους διεθνείς επενδυτές, στους οποίους είναι ήδη πιο γνώριμο και έχει χαρακτηριστεί “βατό” το σχέδιο που προτείνει το ΤΧΣ.

Υπενθυμίζεται ότι το προτεινόμενο από την ΤτΕ σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση περίπου 40 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (δηλαδή του συνόλου των καταγγελμένων δανείων) μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, ύψους 7,4 δισ. ευρώπου έχει εγγραφεί στους ισολογισμούς των τραπεζών σε μία Εταιρεία Ειδικού Σκοπού (SPV).

Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβαστεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση του SPV έναντι του ελληνικού Δημοσίου μεπροκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος).

Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, το SPV θα προχωρήσει σεέκδοση τιτλοποίησης. Θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity). H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή της καθεμιάς που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το ελληνικό Δημόσιο.

Στην πρόταση της ΤτΕ, οι ξένοι επενδυτές στρέφουν την προσοχή τους στο κατά πόσο ο τρόπος υπολογισμού από την κάθε τράπεζα των προβληματικών δανείων στο σταθμισμένο ενεργητικό της μπορεί και σε τι βαθμό να εξαλείψει ενδεχόμενες ανάγκες κεφαλαιακής ενίσχυσης που θα προέκυπταν εξαιτίας της χρήσης του αναβαλλόμενου φόρου (απομειώνοντας, έτσι, τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών).

Της Νένας Μαλλιάρα – capital.gr