Στην Καλαμαριά, την κόρη των κυμάτων
Η Καλαμαριά είναι o μοναδικός δήμος της Θεσσαλονίκης που διαθέτει αμμουδιά. Αυτή η συναρπαστική εγγύτητα με το υδάτινο στοιχείο έχει καθορίσει εν πολλοίς την ιστορική της εξέλιξη –μέσα από τη θάλασσα ήρθαν με βάρκες πολλοί πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής– και εξακολουθεί να αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ταυτότητάς της.
Παρότι ο κορωνοϊός έχει ουσιαστικά «παγώσει» τη μία πλευρά της Νικολάου Πλαστήρα, της παραλιακής οδού όπου βρίσκονται όλα τα καφέ και τα εστιατόρια, μια μεσημεριανή βόλτα κατά μήκος της ακτής αρκεί για να σου φτιάξει τη διάθεση. Και αυτή η διπλή αίσθηση, που από τη μία επικρατεί ασήκωτη ησυχία και από την άλλη ακούς ασταμάτητο τον γάργαρο ρυθμό της ζωής, δηλαδή τα λαχανητά όσων τρέχουν, τα κουσκούσια από τις παρέες στα παγκάκια, τις ρόδες των ποδηλάτων, χαρίζει στην περπατάδα μια κινηματογραφική διάσταση.
Το παραλιακό μέτωπο, από το 2ο Γυμνάσιο /Λύκειο Καλαμαριάς ώς το θρυλικό καφέ της Ρέμβης, είναι λίγο περισσότερο από τρία χιλιόμετρα. Πρόκειται για μια ήπια διαδρομή, ελάχιστα ανηφορική στην αρχή, η οποία περιλαμβάνει διάφορους τύπους εδάφους, από πεζοδρόμιο και χώμα, αν επιλέξεις να μπεις μέσα στα παρκάκια και τα αλσύλλια, μέχρι ψιλό χαλίκι και άμμο. Ξεκίνησα από την Ακτή Καλαμάκι ή Καλαμίτσα, δίπλα από το σχολικό συγκρότημα, και ανηφόρισα προς τη Διεύθυνση Βορείου Ελλάδας του Πολεμικού Ναυτικού, έχοντας στο αριστερό μου χέρι το αναξιοποίητο στρατόπεδο Κόδρα. Με προσπερνούν παρέες ποδηλάτων, οικογένειες που έχουν βγει για τρέξιμο, αλλά και ηλικιωμένοι με φόρμες που επιδίδονται σε βάδην. Ξεπροβάλλουν τα φώτα του γηπέδου του «Απόλλωνα Καλαμαριάς».
Υστερα από λίγο, φτάνω στο ακρωτήρι με την ονομασία Μικρό Εμβολο ή Καραμπουρνάκι, όπου έχουν ανακαλυφθεί ερείπια οικιών του 500 π.Χ. Εδώ, δεσπόζει το κλειστό για τους επισκέπτες «Κυβερνείο» ή αλλιώς «Παλατάκι», το εντυπωσιακό διατηρητέο νεοκλασικό της δεκαετίας του ’60 που χτίστηκε για τη βασιλική οικογένεια και κατά καιρούς φιλοξένησε διάφορες πολιτικές προσωπικότητες. Αμέσως μετά, στρίβω δεξιά σε ένα πευκόφυτο παρκάκι με δυο παγκάκια που «βλέπουν» όλη τη Θεσσαλονίκη. Πατάω χώμα, είμαι πιο κοντά στη θάλασσα, νιώθω τον ήλιο να με ζεσταίνει, χάνεται το βλέμμα μου στον μπλε ορίζοντα. Ακολουθώ το μονοπάτι που με βγάζει μέχρι την πρώτη μαρίνα, εκεί όπου λειτουργεί ο Ναυτικός Αθλητικός Ομιλος Καλαμαριάς. Το πεζοδρόμιο στενεύει απότομα, θέλει προσοχή. Μετά τη βάση των Ναυτοπροσκόπων συναντώ αριστερά και τις πρώτες πολυκατοικίες. Τσιμεντένια κουτιά με πορτοκαλί τέντες. Στο σημείο αυτό τελειώνει η Θεμιστοκλή Σοφούλη και αρχίζει η Νικολάου Πλαστήρα. Προσπερνάω το κατηφορικό δρομάκι στα δεξιά μου, που οδηγεί στο αναψυκτήριο της πλαζ της Αρετσούς. Ολη η περιοχή έχει κλείσει λόγω κορωνοϊού, όπως και η ομώνυμη μαρίνα λίγο πιο κάτω. Ωστόσο, ακούω τα χτυπήματα από τις ρακέτες που προέρχονται από τον Ομιλο Χειμερινών Κολυμβητών και Ξυλορακέτας. Εχει και ζέστη, νοσταλγώ το καλοκαίρι.
Ο ήλιος ομορφαίνει το σκηνικό, που μοιάζει βγαλμένο από σελίδες βιβλίου του Ορχάν Παμούκ, και σε εμποδίζει να δεις την εγκατάλειψη του πάλαι ποτέ τουριστικού θερέτρου.Αφήνω πίσω μου τα ιστιοπλοϊκά, τα ψηλά κυπαρίσσια, τα κιτρινισμένα φύλλα και το κλειστό «Ρεμέτζο», το εμβληματικό καφέ της μαρίνας της Αρετσούς, και μπαίνω προσωρινά σε αστικό περιβάλλον. Μερικές πολυκατοικίες μου κόβουν την επαφή με τη θάλασσα. Βλέπω μια πρόχειρη πινακίδα «ζητείται πακετάς» και χαμογελάω ασυναίσθητα – ποιος θα μας έλεγε ότι οι ντελιβεράδες θα είχαν τέτοια ζήτηση! Μπαίνω στο πάρκο Ευριπίδη Μπακιρτζή, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, και ξάφνου περιβάλλομαι από λυγερόκορμα πεύκα. Δεκάδες κουρούνες ξαποσταίνουν, ενώ στη θάλασσα ψαροπούλια λιάζονται πάνω στις ξύλινες προβλήτες. Από το ύψος που τις κοιτάω μοιάζουν με θαλάσσιο τέτρις, έτσι ακανόνιστες που επιπλέουν. Βγαίνω ξανά στον δρόμο, παρατηρώ την αρχιτεκτονική του καφέ-μπαρ «Aperito», το οποίο ήταν παλιά η οικία Χαραλαμπάκη, μία από τις εναπομείνασες παλιές εξοχικές κατοικίες, και κατηφορίζω προς τον «Χαμόδρακα», την παλιότερη ταβέρνα της Καλαμαριάς.
Απόκοσμη ησυχία
Είμαι κοντά στο αγαπημένο μου σημείο, στο φυσικό λιμάνι που κρύβεται όπισθεν του εγκαταλελειμμένου νοσοκομείου «Παναγίτσα». Διασχίζω το πάρκο Ιωάννου Κρίνου, θαυμάζω το κυκλαδίτικο παρεκκλήσι με τον μπλε τρούλο του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου εκ Κρήνης, που συνδέει αρκετούς ντόπιους με τις ρίζες τους, και φτάνω μπροστά σε παρατημένες ψαρόβαρκες. Μία φέρει το όνομα «Κόρη των Κυμάτων». Η Καλαμαριά σκέφτομαι, αυτή που γεννήθηκε από τα κύματα των προσφύγων. Κοιτάζω γύρω, παίρνω μια βαθιά ανάσα. Μια απόκοσμη ησυχία, ακούγονται μόνο οι γλάροι. Χαμηλώνω ρυθμό, προσεγγίζω τη «μύτη» που σχηματίζει η ακτή, διαγώνια από την ταβέρνα «Χάρκας». Νομίζω ότι είμαι μόνος μου, εδώ στην άκρη της ξεχασμένης ζωής. Δεν είμαι. Ενας πατέρας μαθαίνει ποδήλατο στον γιο του. Η ζωή που επιμένει. Γυρίζω πίσω, ανεβαίνω μια ανηφόρα περίπου εκατό μέτρων και καταλήγω στη «Ρέμβη». Στον τερματισμό, άλλο ένα μισογκρεμισμένο αρχοντικό με πυργίσκο και μικρά μπαλκόνια. Οι μνήμες που δεν λένε να ησυχάσουν.
Το φάντασμα της άλλοτε διάσημης παραλίας της Αρετσούς
Μια περιοχή γεμάτη ιστορία είναι η απαξιωμένη σήμερα πλαζ της Αρετσούς, στο κέντρο περίπου του παραλιακού μετώπου της Καλαμαριάς. Κατ’ αρχάς εδώ, στη συμβολή των οδών Ι. Πασσαλίδη και Ν. Πλαστήρα, λειτουργούσαν τα «Απολυμαντήρια», περιφραγμένες εγκαταστάσεις όπου γινόταν η πρώτη «υποδοχή» των προσφύγων. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι πρόσφυγες περνούσαν μια βίαιη διαδικασία καθαρισμού και αποστείρωσης των ρούχων τους σε κλιβάνους, από την οποία υπολογίζεται ότι πέθαναν περίπου 22.000, αν και δεν έχει προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός αυτών που υποβλήθηκαν σε αυτό το μαρτύριο.
Οι εγκαταστάσεις της ντροπής γκρεμίστηκαν το 1965, ενώ πρόσφατα ξεκίνησαν οι διαδικασίες ανακήρυξής τους ως Τόπου Ιστορικής Μνήμης. Ολως τυχαίως, την περίοδο που «αφαιρέθηκαν» από προσώπου γης τα απομεινάρια των «Απολυμαντηρίων», ο ΕΟΤ προχωρούσε στη διαμόρφωση της πλαζ Αρετσούς με σκοπό να τη μετατρέψει σε τουριστικό θέρετρο.
Πράγματι, μέχρι το 1977 οπότε ξεκίνησε η φάση της σταδιακής παρακμής, στην κοσμοπολίτικη ακτή απολάμβανε το καλοκαίρι της η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης. Μέχρι και ταινίες γυρίζονταν, όπως «Ο ατσίδας» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τη Ζωή Λάσκαρη. Σήμερα, η εγκατάλειψη είναι προφανής. Μπορεί να λειτουργεί το θερινό σινέ «Αύρα», οι χειμερινοί κολυμβητές να απολαμβάνουν τη θάλασσα και οι χομπίστες – ψαράδες να περνούν τις Κυριακές τους, όμως η περιοχή κυριολεκτικά μαραζώνει.
Πιο δίπλα, στη μαρίνα, η κατάσταση είναι σαφώς πολύ καλύτερη. Σκάφη, κότερα, ακόμη και καΐκια που κάθε πρωί στις οχτώ φέρνουν φρέσκα ψάρια, λειτουργούν ως «αντίβαρο ζωής» στο φάντασμα της άλλοτε διάσημης παραλίας.
Στοιχεία
Διαδρομή: 3.260 μέτρα
Διάρκεια: 45 λεπτά
Θερμίδες: 405
Ανηφορική κλίση: 19 μέτρα
Τα περισσότερα καταστήματα της περιοχής είναι κλειστά, ειδικά τα εστιατόρια και τα καφέ-μπαρ. Μπορείτε όμως να προμηθευτείτε καφέ από το «L.A.B.» που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Νικολάου Πλαστήρα και Μυστακίδου. Περιποιημένος freddo espresso με 1,5 ευρώ.
Γιάννης Παπαδημητρίου – kathimerini.gr