Σινεμά: Οι ταινίες της εβδομάδας 3-9/3
Με τον ερχομό -κυρίως- του πολυαναμενόμενου “The Batman”, που θέλει και μπορεί να γοητεύσει και το ενήλικο κοινό, αλλά και ακόμη μία μεταφορά του αθάνατου έργου του Ροστάν στη μεγάλη οθόνη, “Συρανό Ντε Μπερζεράκ”, αυτή τη φορά σε έκδοση μιούζικαλ, το κινηματογραφικό κύκλωμα της χώρας ελπίζει σε μια σοβαρή αναθέρμανση της κίνησης, μετά το κάζο της προηγούμενης εβδομάδας.
Επίσης, αυτή την εβδομάδα προβάλλονται και οι ταινίες “Αγαπητοί Σύντροφοι”, ένα δράμα του Αντρέι Κοντσαλόφσκι και το ντοκιμαντέρ “Η Αγελάδα” της Άντρεα Άρνολντ.
The Batman
Περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ματ Ριβς, με τους Ρόμπερτ Πάτινσον, Ζόε Κράβιτς, Κόλιν Φάρελ, Πολ Ντέινο, Τζέφρι Ράιτ, Τζον Τουρτούρο, Τζέφρι Ράιτ κ.ά.
Ακόμη μια περιπέτεια με τον “σκοτεινό ιππότη”, αλλά αρκετά μακριά από τα συνηθισμένα, καθώς αυτή τη φορά η DC Comics και κυρίως ο Ματ Ρίβς, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, μετά από αρκετές περιπέτειες, κάνει στην άκρη τις υπερηρωικές υπερβολές, τις ευκολίες ενός κόμικς ήρωα, την ικανοποίηση ενός εθισμένου νεανικού κοινού στο σινεμά- ποπκόρν.
Δεν είναι μόνο το σκοτεινό σύμπαν -που επέβαλε για πρώτη φορά ο Κρίστοφερ Νόλαν- και ο ευάλωτος χαρακτήρας του Μπρους Γουέιν, αλλά η μετακίνηση από την εύπεπτη σούπερ περιπέτεια σε ένα αστυνομικό θρίλερ, με έντονα στοιχεία από φιλμ νουάρ και κυρίως ακολουθώντας τους κανόνες του. Και αυτή η επιλογή, την οποία υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο ο Ριβς (“Ο Πλανήτης των Πιθήκων”, “Άσε το Κακό να Μπει”) διαφοροποιεί την ταινία του από τον καταιγισμό των δεκάδων πλέον – και πολλές φορές στα όρια του ανόητου – υπερηρωικών παραγωγών.
Από τις ελάχιστες ταινίες του είδους που απευθύνονται και στο ενήλικο κοινό και που μπορεί να απολαύσει κι ένας θιασώτης του φιλμ νουάρ, του θρίλερ, του αστυνομικού δράματος, καθώς οι συνταγές της δράσης και του χορογραφημένου ξύλου, έχουν δώσει τη θέση τους στο βάθος των χαρακτήρων, την πλοκή, το σασπένς, τη συγκίνηση.
Ο Ριβς, που μπαίνει από το πρώτο λεπτό δυνατά στο παιχνίδι της κυρίευσης του θεατή, αποδεικνύει ότι έχει το ταλέντο της αφήγησης, ξέρει να συναρπάζει, χωρίς επιτηδεύσεις και εύκολους εντυπωσιασμούς. Ταυτόχρονα, χωρίς να το φωνάζει, σχολιάζει έναν κόσμο διαφθοράς και αμοραλισμού, που πλέον έχει εγκαταλείψει ο θεός, έναν κόσμο όπου το κακό κυριαρχεί στο καλό, όπως συμβαίνει και στη ζωή.
Το στόρι περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση ενός κατά συρροή δολοφόνου, που σκοτώνει μέλη της ελίτ της Γκόθαμ Σίτι, αφήνοντας γρίφους που οδηγούν στο επόμενο θύμα και δίνουν την ευκαιρία στον Ριβς μέσα από μία σειρά συναρπαστικών γεγονότων, απρόβλεπτων στοιχείων και μελετημένων ανατροπών να συνθέτει τη μεγάλη εικόνα, πέρα από το ιδιότυπο θανάσιμο παιχνίδι που ξεδιπλώνεται στο προσκήνιο. Όμως, ο Ριβς περισσότερο απ’ το κυνήγι του δολοφόνου, εστιάζει στον νεαρό Μπρους Γουέιν, στη διαδρομή του που θα ξεκινήσει από την απώλεια και το αίσθημα της εκδίκησης για να φτάσει στην ενηλικίωση. Ο Μπάτμαν, δεν είναι ένας γοητευτικός, κοσμοπολίτης, αξιοσέβαστος πολίτης της Γκόθαμ Σίτι, αλλά ένα άγριο αγόρι, παγιδευμένο από το παιδικό τραύμα της απώλειας, που έχει προβλήματα με τον ανεξέλεγκτο θυμό του, που θέλει να γνωρίσει την αγάπη, αλλά παραμένει ένας βασανισμένος ήρωας, μιας γενιάς που δεν έχει την αίγλη της “καταραμένης γενιάς”, δεν έχει μαντήλι να κλάψει.
Σε τεχνικό επίπεδο, η ταινία φτάνει σε υψηλά επίπεδα, με τα βιρτουοζιτέ, πολλές φορές στιλιζαρισμένα, πλάνα να δίνουν και να παίρνουν, δημιουργική φωτογραφία από τον Γκρεγκ Φρέιζερ, σκηνικά που ενισχύουν περαιτέρω τη νουάρ ατμόσφαιρα, κάτι στο οποίο συνεισφέρει τα μέγιστα και η γοητευτικά ελαφρώς παλιομοδίτικη μουσική του Μάικλ Τζακίνο.
Το μοναδικό μειονέκτημα της ταινίας είναι η μακρά διάρκειά της, κοντά τρεις ώρες, με ορισμένες σεκάνς να ξεχειλώνουν και κάποια, ελάχιστα, αχρείαστα κομμάτια του σεναρίου, που μάλλον έπρεπε να κοπούν στο μοντάζ.
Ο Πάτινσον, στον ρόλο του Μπάτμαν, δείχνει ιδανικός, με τα μάτια του να βγάζουν την ταλαιπωρημένη ψυχή του και την μετρημένη ερμηνεία του να κερδίζει τη δύσκολη αναμέτρηση ακόμη και με ήρωες του κλασικού νουάρ. Από κοντά και το υπόλοιπο καστ που δείχνει να απολαμβάνει τη συμμετοχή του στην ταινία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Πάνω από ένα χρόνο τώρα, ο Μπρους Γουέιν βυθίζεται στο σκοτάδι της Γκόθαμ ως ο Μπάτμαν που σπέρνει τον φόβο στις καρδιές των εγκληματιών. Με μόνους συμμάχους τον Άλφρεντ και τον Τζέιμς Γκόρντον, ο μοναχικός τιμωρός δίνει σάρκα και οστά στην εκδίκηση για χάρη των συμπολιτών του. Όταν ένας κατά συρροή δολοφόνος στοχεύσει στους αξιοσέβαστους πολίτες της πόλης, ένα μονοπάτι από γρίφους οδηγεί την έρευνα του Μεγαλύτερου Ντετέκτιβ του Κόσμου στον υπόκοσμο, όπου θα συναντήσει γνώριμους χαρακτήρες. Όσο το νοσηρό σχέδιο ξεδιπλώνεται, ο Μπάτμαν πρέπει να συνάψει καινούριες συμμαχίες, να αποκαλύψει τον ένοχο και να αποδώσει δικαιοσύνη για την κατάχρηση εξουσίας και τη διαφθορά που έχουν καταστρέψει την Γκόθαμ Σίτι.
Συρανό Ντε Μπερζεράκ (Cyrano)
Αισθηματικό μιούζικαλ, αμερικανικής, βρετανικής και καναδικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Τζο Ράιτ, με τους Πίτερ Ντίνκλατζ, Χέιλι Μπένετ, Κέλβιν Χάρισον Τζ., Μπεν Μέντελσον κ.ά.
Το αθάνατο έργο του Εντμόντ Ροστάν επιστρέφει ως μιούζικαλ στη μεγάλη οθόνη από τον Τζο Ράιτ (“Η Πιο Σκοτεινή Ώρα”) χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, παρά τη δύναμη του κειμένου και την ύπαρξη στον πρωταγωνιστικό ρόλο του χαρισματικού Πίτερ Ντίνκλατζ. Από το πρώτο κλασικό φιλμ του 1950 με τον έξοχο Χοσέ Φερέρ, τη σύγχρονη εκδοχή του το 1987 (“Ρωξάνη”) με τον Στιβ Μάρτιν και την αναβίωση του κλασικού, το 1990, με τον πληθωρικό Ζεράρ Ντεπαρντιέ, η ποιητική ρομαντική διάθεση του Σιρανό κέρδιζε πάντα το στοίχημα με το κοινό.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει και με την ταινία του Ράιτ, που δείχνει ανέτοιμος να διαχειριστεί το κείμενο του Ροστάν, να αναδείξει την ψυχή των ηρώων, να πυροδοτήσει τα συναισθήματα, να βάλει τον θεατή στο παραμύθι. Η προσπάθεια του Ράιτ να μιλήσει συμβολικά για το σήμερα, τη διαφορετικότητα, τα στερεότυπα, δίνοντας το ρόλο του Σιρανό σε ένα “φρικιό”, όπως το αντιμετωπίζει ο περίγυρος, καθώς η παραμορφωμένη μύτη δίνει τη θέση της σε ένα νάνο – και τον ρόλο του αντίζηλου Κριστιάν σε έναν μαύρο ηθοποιό και να εντάξει καταστάσεις του σήμερα στο μελωδικό στόρι του Ροστάν σκοντάφτουν στην εμφανή αμήχανη σκηνοθεσία, αλλά και τη μετατροπή μίας σαιξπηρικής τραγωδίας σε ένα μουσικό βίντεο. Η υπερβολή και η απουσία αληθοφάνειας φυσικά δεν καλύπτονται από τα κοστούμια και τα σκηνικά, ούτε με ορισμένα καλά τραγουδάκια των Άαρον και Μπράις Ντέσνερ. Ούτε φυσικά καλύπτουν την πλαδαρή σκηνοθεσία, η οποία θα προκαλέσει αρκετά χασμουρητά πάνω από το κύπελο με τα ποπκόρν.
Η Χέιλι Μπένετ, ως Ρωξάνη, με το ζόρι πιάνει τη βάση, ο Κέλβιν Χάρισον μάλλον βρίσκεται σε άλλη ταινία, ενώ ο Πίτερ Ντίνκλατζ στον ομώνυμο ρόλο μπορεί να το παλεύει με τις εξαιρετικές υποκριτικές του ικανότητες όσο δεν παίρνει, αλλά στις σκηνές του δεινού ξιφομάχου μάλλον προκαλεί αντίθετες εντυπώσεις απ’ αυτές που επιδιώκει ο σκηνοθέτης και καταδεικνύει την εγγενή αδυναμία του εγχειρήματος.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας άνδρας μπροστά από την εποχή του, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, πάντα καταφέρνει να θαμπώνει τους αντιπάλους του, είτε με σφοδρά λογοπαίγνια σε μια λεκτική κονταρομαχία είτε με άψογη ξιφασκία σε μια μονομαχία. Πεπεισμένος, ωστόσο, πως η εμφάνισή του τον καθιστά ανάξιο της αγάπης μιας αφοσιωμένης φίλης, της λαμπερής Ρωξάνης ο Συρανό δεν εκδηλώνει τα συναισθήματά του προς αυτήν, και η Ρωξάνη στο μεταξύ ερωτεύεται με την πρώτη ματιά τον Κρίστιαν.
Αγαπητοί Σύντροφοι! (Dear Comrades!)
Πολιτικό δράμα, ρωσικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Αντρέι Κοντσαλόφσκι, με τους Τζούλια Βισότσκαγια, Σεργκέι Ερλις, Γιουλίγια Μπούροβα, Γιβγένι Ζελένσκι κ.ά.
Η επανεμφάνιση του σημαντικού, κατά το μακρινό παρελθόν, σκηνοθέτη Αντρέι Κοντσαλόφσκι στη Μόστρα της Βενετίας δεν θα μπορούσε να μην είναι ένα γεγονός,, αλλά μάλλον, πέρα από το Ειδικό Βραβείο που έλαβε από την Επιτροπή του Φεστιβάλ, δείχνει σαν να έχει ολοκληρώσει τον κινηματογραφικό του βίο, έχει χάσει την αιχμηρή ματιά του, το ένστικτο ενός εμπνευσμένου κινηματογραφιστή.
Ο παραγωγικότατος σκηνοθέτης (“Αντρέι Ρουμπλιόφ”, “Τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν”, “Το Τρένο της Μεγάλης Φυγής”) και αδελφός του σπουδαίου Νικήτα Μιχάλκοφ, με εξήντα χρόνια πορείας, μας έχει προσφέρει υπέροχες δημιουργίες αλλά και αδιάφορες ταινίες – ειδικά στην αμερικανική του περίοδο.
Εδώ, φέρνει στο φως ένα άγνωστο αιματηρό επεισόδιο του 1962, σε μία μικρή πόλη της τότε Σοβιετικής Ένωσης, όταν οι εργάτες του μεγάλου τοπικού εργοστασίου ξεσηκώνονται από τη μείωση του μισθού τους και τη μεγάλη αύξηση των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης και το καθεστώς απαντά με βία αιματοκυλώντας τους απεργούς. Μία αξιωματούχος που πιστεύει στα κομμουνιστικά ιδεώδη, θα χάσει την κόρη της που ήταν ανάμεσα στους διαδηλωτές και θα συνειδητοποιήσει με τον πιο επώδυνο τρόπο, κατά την αναζήτησή της, ότι όλα αυτά που πίστευε απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα. Ένα ιστορικό περιστατικό – για το οποίο υπάρχουν πολλές ενστάσεις για την έκτασή του και τις αιτίες που συνέβη – που δίνει την ευκαιρία για μια ακόμη φορά στον Κοντσαλόφσκι να μιλήσει για το απάνθρωπο καθεστώς που απλώς εκμεταλλεύτηκε την Οχτωβριανή επανάσταση, για να εξελιχθεί σε έναν απρόσωπο μηχανισμό εξουσίας, βλέποντας παντού εχθρούς.
Ο Κοντσαλόφσκι, έχοντας μια καταγγελτική διάθεση, πατώντας στους πρόσφορους καιρούς, φαίνεται ότι χάνει το μέτρο και πολλές φορές μονοδιάστατα αντιμετωπίζει την ιστορία, τους κακούς αξιωματούχους, που ορισμένες φορές μοιάζουν με καρικατούρα, ενώ θέλοντας να κατακρίνει τους μηχανισμούς προπαγάνδας και “καθοδήγησης” φαίνεται να πέφτει ο ίδιος στην παγίδα, ακυρώνοντας έως ένα σημείο το βασικό ζητούμενο της ταινίας, δηλαδή την αντιπαράθεση ενός σκληρού καθεστώτος με απλούς βιοπαλαιστές ανθρώπους, συγγενείς, φίλους, γείτονες – αυτούς όλους που έκαναν την επανάσταση.
Ο 80άρης σκηνοθέτης δείχνει το γερασμένο βλέμμα του, με ορισμένες αδιανόητα προχειροφτιαγμένες σκηνές, με την έλλειψη της έντασης και του απαραίτητου ηλεκτρισμού που έπρεπε να μεταδίδει το στόρι του, δείχνοντας μια εμμονή στη λοιδορία των κομματικών στελεχών και με την ανώριμη αντιμετώπισή τους. Ωστόσο, η ταινία διαθέτει ορισμένα εμπνευσμένα πλάνα, συνεπικουρούμενα της ρετρό ασπρόμαυρης φωτογραφίας, δίνοντας την εντύπωση ότι τη σκηνοθεσία την έχουν κάνει δυο εντελώς διαφορετικοί σκηνοθέτες. Στα συν η ανάδειξη της τραγικότητας της ηρωίδας, αλλά και το φινάλε, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και φόρος τιμής στον σπουδαίο σοβιετικό κινηματογράφο.
Η πρωταγωνίστρια Τζούλια Βισότσκαγια, που είχε χρησιμοποιήσει ο Κοντσαλόφσκι και στις δύο προηγούμενες ταινίες του δεν είναι κακή, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να πάρει πάνω της όλο το φιλμ κι ένα απαιτητικό χαρακτήρα που μεταμορφώνεται από μία ψυχρή αξιωματούχο σε μία τραγική μάνα που αναζητά απεγνωσμένα την κόρη της και χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Λιουντμίλα είναι μία αφοσιωμένη αξιωματούχος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ξεσπά μια απεργία στο τοπικό εργοστάσιο, στην οποία συμμετέχει και η νεαρή κόρη της, η κατάσταση ξεφεύγει εκτός ελέγχου. Η Λιουντμίλα αναζητώντας την, θα έρθει αντιμέτωπη με την κρατική βία και την συγκάλυψη φρικτών εγκλημάτων. Ο κόσμος της αρχίζει να καταρρέει, τα πιστεύω της αρχίζουν να κλονίζονται, ενώ η ζωή της θα αλλάξει ριζικά.
Αγελάδα (Cow)
Ντοκιμαντέρ, βρετανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Αντρέα Άρνολντ.
Πριν λίγες εβδομάδες είχαμε δει το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ αφύπνισης -απ’ το οποίο απουσίαζε κάθε ανθρώπινη παρουσία- “Γκούντα”, για τη σύντομη ζωή ενός γουρουνιού σε μια φάρμα, απ’ τον Βίκτορ Κοσακόφσκι. Τώρα, έρχεται η σειρά της Βρετανίδας Άντρεα Άρνολντ, να μας αφυπνίσει, μπαίνοντας σε μία φάρμα, καταγράφοντας τη ζωή μιας αγελάδας, αποκαλύπτοντας τη σκληρότητα μιας φυσικής επιλογής, αλλά και την πορεία του ανθρώπου που επέλεξε να απομακρυνθεί από τη φύση.
Αν και το φιλμ της Άρνολντ, φαίνεται ότι εντάσσεται στο οπλοστάσιο της επιχειρηματολογίας των vegan, είναι περισσότερο μια φωνή απόγνωσης για το κακό που προκαλεί ο άνθρωπος στη φύση, στη ζωική αλυσίδα, στην κατανόηση της ζωής ενός ζώου που υπηρετεί αποκλειστικά τις ανθρώπινες καταναλωτικές ανάγκες του ανθρώπου.
Το ντοκιμαντέρ, χωρίς να μπορεί να συγκριθεί με αυτό του Κοσακόφσκι, καταφέρνει να ευαισθητοποιήσει τον θεατή, αφού πρώτα τον βάζει με μία ξεχωριστή οικειότητα στο θέμα της ταινίας και τουλάχιστον να τον ενημερώσει για το τι θυσιάζει στο όνομα του καταναλωτισμού. Ωστόσο, ορισμένες φορές η ταινία της Άρνολντ φαίνεται να επιμένει πέραν του δέοντος στη κακομεταχείριση των ζώων, επαναλαμβάνοντας ενοχλητικές σκηνές ή το καδράρισμα πάνω στα βασανισμένα μάτια της αγελάδας, που εκλιπαρεί για λίγη ανθρωπιά.
Σίγουρα, η ταινία, που συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ των Καννών, έχει το δικό της ενδιαφέρον, μία χρησιμότητα, που όμως μπορεί να δει κάποιος και σε μια αξιόλογη σοβαρή τηλεοπτική παραγωγή.