Σε μία δεκαετία χάθηκαν 14 δισ. από το λιανεμπόριο
Πάνω από 14 δισ. ευρώ έχασε το λιανεμπόριο μέσα στη δεκαετία της κρίσης, γεγονός που οδήγησε σε χιλιάδες λουκέτα και απώλειες θέσεων εργασίας. Αν και τη διετία 2017-2018 τα έσοδα του κλάδου είχαν θετικό πρόσημο ύστερα από οκτώ χρόνια συνεχούς μείωσης, ο τζίρος στο λιανεμπόριο δεν έχει επανέλθει όχι απλώς στα επίπεδα προ 2009, αλλά ούτε καν στα επίπεδα προ του 2002.
Την ίδια ώρα, όπως διαπιστώνεται στην ετήσια έκθεση ελληνικού εμπορίου 2019 της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Επιχειρηματικότητας και Εμπορίου (ΕΣΕΕ), διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, με τις τελευταίες να συγκεντρώνουν ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας» του τζίρου και των κερδών.
Η έκθεση της ΕΣΕΕ παρουσιάστηκε χθες στο πλαίσιο του διήμερου διεθνούς συνεδρίου που διοργανώνει η συνομοσπονδία -–ξεκίνησε χθες και ολοκληρώνεται σήμερα– με τίτλο «Future of Retail».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση, το 2009 οι καθαρές, χωρίς ΦΠΑ, πωλήσεις στο λιανεμπόριο, εξαιρουμένων των πρατηρίων καυσίμων, υπολογίζονται σε 49,99 δισ. ευρώ. Από τότε ξεκίνησε μια διαρκής φθίνουσα πορεία που σταμάτησε το 2017, με τον κλάδο όμως να έχει χάσει τεράστιο έδαφος.
Το 2018 τα καθαρά έσοδά του υπολογίζονται σε 35,64 δισ. ευρώ, λιγότερα κατά 14,35 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2009. Στο χαμηλότερο επίπεδο της δραματικής αυτής δεκαετίας έφτασε ο τζίρος στο λιανεμπόριο το 2016, όταν διαμορφώθηκε σε 34,73 δισ. ευρώ. Τόσο το 2017 όσο και το 2018 παρατηρείται μια μικρή ανάκαμψη, κατά 21 και 31 εκατ. αντιστοίχως, όχι όμως ικανή για να επανέλθει ο κλάδος στα προ κρίσης επίπεδα.
Η διαμόρφωση του τζίρου στα 35,64 δισ. ευρώ το 2018 υπολείπεται ακόμη και αυτού στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας (37,04 δισ. ευρώ το 2002). Στο υψηλότερο δε επίπεδο της περιόδου 2002-2018 έφτασε το 2008 (53,81 δισ. ευρώ), όχι τυχαία, καθώς η χώρα έμοιαζε να διανύει τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Η μείωση του τζίρου οδήγησε σε πολλά λουκέτα, αλλά και σε συγκέντρωσή του σε λιγότερες και συχνά μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η τάση αυτή ξεκίνησε προ κρίσης για να ενταθεί στη διάρκειά της. Μεταξύ των ετών 2006 και 2011 ο αριθμός των καταστημάτων μειώθηκε κατά 17,4%, στα 167.758 από 203.217, και ο μέσος τζίρος αυξήθηκε κατά 6,5%. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι μέσα σε μία χρονιά, το 2016 έναντι του 2015, ο αριθμός των καταστημάτων μειώθηκε κατά 6% και ο μέσος τζίρος αυξήθηκε κατά 6,2%.
Οι πωλήσεις των λιανεμπορικών Α.Ε. και ΕΠΕ –εξαιρουμένου του κλάδου αυτοκινήτων– διαμορφώθηκαν το 2018 (βάσει της επεξεργασίας των ισολογισμών από την ICAP) σε 12,83 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 18,9%, ενώ τα μεικτά κέρδη ανήλθαν σε 9,2 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 11,2%. Μάλιστα οι κερδοφόρες ήταν το 71,9% του συνόλου το 2018 έναντι 68,9% το 2017. Αύξηση πωλήσεων κατέγραψε το 49%. Διαμετρικά αντίθετη είναι η εικόνα στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, με ετήσιο τζίρο κάτω από 150.000 ευρώ. Το 47% εμφάνισε μείωση του κύκλου εργασιών.
Από το βήμα του συνεδρίου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες να εκσυγχρονίσουν τις επιχειρήσεις τους, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «δεν μπορεί και δεν πρέπει να διχαστεί ο κόσμος του λιανεμπορίου σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις λόγω τεχνολογικού χάσματος». Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα διαθέσει σημαντικούς πόρους για να συμβάλει στο να κάνουν οι ΜμΕ το απαραίτητο ψηφιακό άλμα. Εκτενή αναφορά έκανε στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, καθώς και στις μειώσεις φόρων, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αποτελεί άμεση προτεραιότητά του «να μπει ένα τέλος στην απαράδεκτη φορολογική πολιορκία». Τέλος, ο πρωθυπουργός προανήγγειλε τη θέσπιση πολύ σύντομα νέου πλαισίου για τις συγκεντρώσεις και τις πορείες, με στόχο, όπως είπε, να ομαλοποιηθεί η καθημερινότητα στο εμπορικό κέντρο.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ-kathimerini.gr