Σε αιώνια αναζήτηση «οριζόντων»
Εάν δεν επέβαλλε η πανδημία τους όρους της, το νεκροταφείο Καλλιθέας θα ήταν γεμάτο από ανθρώπους του κινηματογράφου που θα ήθελαν να αποχαιρετίσουν τον Δημήτρη Εϊπίδη. Δεν θα πλαισιωνόταν μόνο από ελάχιστους, τους πολύ κοντινούς του.
Αν μάλιστα ήταν και άλλες εποχές, η αναγγελία του θανάτου, που έφτασε μέχρι την Αμερική, τον Καναδά, διασχίζοντας την Ευρώπη και το Ιράν, θα ήταν αφορμή να έρθουν, ίσως, ώς εδώ σκηνοθέτες του διαμετρήματος του Τζάρμους, του Εγκογιάν, του Χάνεκε, και υπεύθυνοι φεστιβάλ, από όλον τον κόσμο.
Δεν θα ήταν από μεγάλη αγάπη. Ο Δ. Εϊπίδης ήταν άνθρωπος μοναχικός, σπάνια περνούσες, στην επαφή μαζί του, το «τείχος» της θερμής, έστω, ευγένειας και της απόστασης, για στιγμές πιο προσωπικές, κρατούσε όλο το συναίσθημα και τη γενναιοδωρία του, το βλέμμα και τη δέσμευσή του, για το ακατανίκητο πάθος του: τις ταινίες. Αυτό αναγνώριζαν όλοι και αυτό κατέγραψαν, πρόσωπα θεσμικά και μη, φορείς και οργανισμοί, προχθές, στα συλλυπητήρια μηνύματα και στις αναρτήσεις τους: την αφειδώλευτη εκτίμησή τους για το έργο του και την προσφορά του. Τον τρόπο που άνοιξε τους κινηματογραφικούς ορίζοντες, διδάσκοντας, παράλληλα, τι σημαίνει φεστιβάλ.
Ταξιδευτής
Αυτός ο «ανήσυχος ταξιδευτής», στον οποίο οφείλεται (από κοινού με τον Μισέλ Δημόπουλο) η διεθνοποίηση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1992, δημιούργησε το τμήμα των «Νέων Οριζόντων», το οποίο ήταν η ραχοκοκαλιά του θεσμού, συστήνοντας στο κοινό το αβάν-γκαρντ και το ανεξάρτητο σινεμά. Το 1999 ίδρυσε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το παιδί του, όπως το αποκαλούσε, στο οποίο και περίμενε ως διευθυντής έως το 2016.
Ο Δημήτρης Εϊπίδης, όμως, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 82 ετών, είχε μια ζωή σαν σενάριο με πλούσια μυθοπλασία, την οποία και ανασυνθέτουμε από μια συνέντευξή του στην «Κ» (6/3/2016).
Ξεκίνησε πλένοντας πιάτα στο Σαν Φρανσίσκο, όταν έφτασε εκεί 18 χρόνων με πρόθεση να σπουδάσει. Και σπούδασε: Αγγλική λογοτεχνία και αμερικανικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, ύστερα σκηνοθεσία θεάτρου στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών στη Νέα Υόρκη. Επόμενος σταθμός το Λονδίνο, όπου φοίτησε στη Σχολή Κινηματογράφου.
Το 1971 ίδρυσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ, το οποίο διηύθυνε επί 14 χρόνια. Πώς έφτασε όμως εκεί; «Ημουν στο Λονδίνο, ήταν Κυριακή θυμάμαι πολύ καλά, και διάβαζα τους Sunday Times. Ξεφυλλίζοντας βλέπω μια ολοσέλιδη διαφήμιση “Canada the land of opportunity”. Είχα ζήσει ήδη στο Σαν Φρανσίσκο και στη Ν. Υόρκη. Πήρα βίζα μετανάστη από την πρεσβεία. Φτάνω στο Μόντρεαλ χειμώνα. Μέσα στους πάγους. Νοίκιασα ένα μικρό δωμάτιο, στην εργατική συνοικία. Σιγά σιγά βρήκα δουλειά, ως καθηγητής, δίδασκα σινεμά, 2-3 ημέρες την εβδομάδα. Τότε, το Μόντρεαλ, ήταν χωριό. Είπα “αν μείνω εδώ, θα τρελαθώ”. Εκανα λοιπόν ένα φεστιβάλ για να σώσω κατ’ αρχάς τον εαυτό μου! Να μπορώ να βλέπω ταινίες, να μένουν οι αισθήσεις μου ενεργές. Με αυτό το κίνητρο οργάνωσα το φεστιβάλ του Μόντρεαλ. Το χρηματοδότησα με τους μισθούς μου, που τους μάζευα πεντάρα πεντάρα. Βρήκα δύο αίθουσες στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και στο Μουσείο Καλών Τεχνών. Είχα έναν μόνο συνεργάτη, χωρίς καμία πείρα. Είναι δημιούργημά μου αυτό το φεστιβάλ. Το φροντίζω ακόμη από μακριά».
Από το 1988 μέχρι και πρόσφατα, ο Δ. Εϊπίδης ήταν στέλεχος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο ως υπεύθυνος διεθνούς προγράμματος. Το 1992 ο Μισέλ Δημόπουλος τον κάλεσε ως συνεργάτη του στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
«Θα ξεχωρίζατε κάποιες στιγμές της ζωής σας;» τον είχαμε ρωτήσει. Οι εικόνες ανέβλυζαν σχεδόν κινηματογραφικά: πώς έφερε τον Γκάτο Μπαρμπιέρι με το κουιντέτο του για να δώσει μια συναυλία («ήμουν στη Ν. Υόρκη, όταν τον συνάντησα και έβρεχε καταρρακτωδώς…»), πότε γνωρίστηκε με τον Τζιμ Τζάρμους, ο οποίος όταν ήρθε στο φεστιβάλ (το 2013) αποκάλεσε τον Δ. Εϊπίδη «νονό του ανεξάρτητου κινηματογράφου» («μέναμε στην ίδια γειτονιά στη Νέα Υόρκη και πηγαίναμε στο ίδιο ελεεινό, πολύ φθηνό, ουκρανέζικο εστιατόριο, επιλέγοντας το ίδιο πιάτο, μια σούπα…»).
«Δεν ζω με αυτές τις μνήμες πια…» ομολογούσε. «Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς οικογένεια, πολύ μοναχικός, ίσως όχι κατ’ επιλογήν, αλλά η Αθήνα είναι πολύ δύσκολη πόλη. Σαν να μην έχω φίλους. Στη Θεσσαλονίκη είναι αλλιώς».
«Τι πρέπει να διαθέτει ένας υπεύθυνος για επιλογή ταινιών;». «Διαίσθηση», έλεγε. «Να αισθάνεται την ταινία μέχρι την άκρη των δαχτύλων του… Νομίζω ότι η αίσθηση ξεκινάει από τα δάχτυλά μου. Με συνεπαίρνει λίγο λίγο. Δεν ξέρω να το περιγράψω. Με ενδιαφέρει η έρευνα, η ανακάλυψη νέων εκφραστικών δυνατοτήτων μέσα από την εικόνα. Η ανησυχία. Να μη βγαίνει η ταινία από φωτοτυπικό μηχάνημα». Θεωρούσε δική του ανακάλυψη τον Γιώργο Λάνθιμο, τον οποίο είχε επιλέξει για το Φεστιβάλ του Τορόντο το 2005.
Μπορούσε να αθροίσει τα χρόνια της δουλειάς του; «…Αιώνες! Και δεν θέλω να τελειώσει…», έλεγε. Και δεν θα τελειώσει, όσο το βλέμμα μας παραμένει ζωντανό, ανήσυχο, ανεξάρτητο. Ενα βλέμμα σε διαρκή αναζήτηση «νέων οριζόντων».
Μαρία Κατσουνάκη – kathimerini.gr