Σεισμός στην Αθήνα: Η μέρα που συντάραξε την Ελλάδα – Παντού θάνατος και καταστροφή
Ήταν σαν και σήμερα το 1999 όπου ο σεισμός της Πάρνηθας προκάλεσε το θάνατο 143 ανθρώπων
Iσχυρός σεισμός, μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, πλήττει την Αθήνα και αφήνει πίσω του 143 νεκρούς, περισσότερους από 700 τραυματίες και ζημιές σε 70.000 κτίρια. Ηταν 7 Σεπτεμβρίου του 1999 και η χώρα ζει μια από τις χειρότερες τραγωδίες της Μεταπολίτευσης.
Ο ισχυρός σεισμός που είχε πλήξει την Αθήνα το 1999 είχε αφήσει πίσω του περισσότερους από 140 νεκρούς, καθώς πολλά κτίρια είχαν καταρρεύσει.
Ο σεισμός, ευρύτερα γνωστός ως σεισμός της Αθήνας του 1999, με μέγεθος 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα, και προκάλεσε 143 θανάτους και ζημιές που έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Είναι ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών και η φυσική καταστροφή με το μεγαλύτερο κόστος σε υλικές ζημιές που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα.
Ο σεισμός, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρός και με συνολική διάρκειά μόλις 15 δευτερόλεπτα, προκάλεσε πολλές καταστροφές εξαιτίας της εγγύτητάς του στην Αθήνα, με επίκεντρο 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, ανάμεσα στις Αχαρνές και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, καθώς και του μικρού εστιακού βάθους, από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα.
Στην επιφάνεια του εδάφους υπήρξαν ελάχιστες ρηγματώσεις και ήταν δύσκολο να βρεθεί η προέλευση του σεισμού. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Γενικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ανακοίνωσε αρχικά πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας.
Ήταν δύο σεισμοί
Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ’ ύψος του εδάφους που επιβεβαιώθηκε αργότερα από σεισμολογική μελέτη και έγινε το 2008 αποδεκτή και από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο βρέθηκε ότι έγιναν δύο σεισμοί, μεγέθους 5,8 και 5,5 Ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο.
Ο αριθμός των θυμάτων του σεισμού έφτασε τα 143, γεγονός που κατατάσσει τον σεισμό ως τον πιο θανατηφόρο που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Με βάση αυτοψία σε 111 από τα θύματα του σεισμού, 36 άνθρωποι πέθαναν από τραύματα, 38 άνθρωποι έφεραν τραύματα από τα οποία κινδύνευε η ζωή τους ενώ 31 πέθαναν από ασφυξία.
Οι περισσότεροι από τους θανάτους οφείλονται σε καταρρεύσεις κτιρίων, τρία από αυτά εργοστάσια. Από τους υπόλοιπους, έξι έχασαν τη ζωή τους λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου, δύο από τραύματα όταν πήδηξαν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν και ένας όταν χτυπήθηκε από ένα αντικείμενο.
Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον άλλοι 85 σώθηκαν μέσα από τα συντρίμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι. Οι καταυλισμοί που δημιουργήθηκαν για την προσωρινή στέγαση των αστέγων εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται 10 χρόνια μετά.
Στο εξαώροφο κτίριο της Ρικομέξ, στο Μενίδι, που στεγάζονταν οι εταιρείες Ρικομέξ και Εστία εμπορική, πέθαναν 39 άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους δύο έγκυες γυναίκες.
Καταστροφές
Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα, με υλικές ζημιές που αποτιμήθηκαν σε 3 δις δολάρια ΗΠΑ. Εκτός από την εγγύτητά του στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, ο σεισμός είχε μικρό εστιακό βάθος, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα υψηλές επιταχύνσεις εδάφους. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έλαβαν χώρα εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX (9) στην κλίμακα Μερκάλι, ενώ κατά τόπους έφτασε και την ισχύ Χ (10, με μέγιστο επίπεδο το 12), με το 30% των καλά κατασκευασμένων κτιρίων να έχει καταρρεύσει, ήταν δηλαδή «εξαιρετικά καταστροφικός», ενώ μεγάλες επιταχύνσεις παρατηρήθηκαν και στη περιοχή Αδάμες, λόγω του αργιλώδους εδάφους και της εγγύτητας στη κοίτη του Κηφισού. Δεν αναφέρθηκαν σημαντικές υλικές καταστροφές στο Δήμο Αθηνών και στα νότια και ανατολικά προάστια.
Την επόμενη ημέρα του σεισμού, το ΥΠΕΧΩΔΕ όρισε ομάδες που αποτελούνταν από δύο μηχανικούς να ερευνήσουν τις καταστροφές στις περιοχές που επηρεάστηκαν από το σεισμό. Ύστερα από οπτική έρευνα τα κτίρια χαρακτηρίζονταν πράσινα αν η φέρουσα δομή δεν είχε ζημιές, κίτρινα αν η φέρουσα δομή είχε υποστεί επιδιορθώσιμες ζημιές και κόκκινα αν τα κτίρια είχαν υποστεί τόσες πολλές ζημιές που δεν μπορούσαν να επισκευαστούν και έτσι έπρεπε να κατεδαφιστούν. Στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Άνω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%. Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια. Μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονταν στη περιοχή και υπέστησαν σοβαρές ζημιές από το σεισμό, ήταν των Ricomex ΑΕ, Αφοί Φουρλή ΑΕΒΕ, Παπουτσάνης ΑΒΕΕ και Φαράν ΑΒΕΕ, οι οποίες όλες είχαν σημαντικές οικονομικές απώλειες λόγω του σεισμού.
Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο καζίνο Mont Parnes, στην Πάρνηθα, με αποτέλεσμα το κέντρο διασκέδασης να κατεδαφιστεί, ενώ το μισό κτίριο τέθηκε εκτός λειτουργίας εξαιτίας της μετατόπισής του από την κατακόρυφο. Το κτίριο αποφασίστηκε τελικά να κατεδαφιστεί και στη θέση του να ανεγερθεί ένα νέο. Το Στάδιο Νίκος Γκούμας στη Νέα Φιλαδέλφεια, έδρα της ΑΕΚ υπέστη τόσες ζημιές, ιδίως στις θύρες 3 και 16, από το σεισμό ώστε να έπρεπε να κατεδαφιστεί.
Συνολικά από το σεισμό κατέρρευσαν 110 κτίρια, 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα.
Η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία της Αθήνας είτε έμειναν αλώβητα είτε είχαν μικρές υλικές ζημιές. Στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο παρατηρήθηκε ελαφρά περιστροφή κάποιων κιόνων, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Αρκετά από τα κτίρια με πλίνθινη τοιχοποιία που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα δεν υπέστησαν ζημίες, αν και κάποια από αυτά τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν κόκκινα, μερικά διατηρητέα (δηλαδή κτίρια τα οποία δεν πρέπει να κατεδαφιστούν).
Η Μητρόπολη Αθηνών, η οποία είχε υποστεί ζημιές και από το σεισμό του 1981, χρειάστηκε να αναστηλωθεί.
Μνημεία στα οποία προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές από το σεισμό ήταν η μονή Δαφνίου και το κάστρο της Φυλής, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου στους τοίχους εμφανίστηκαν μεγάλες ρωγμές.
Όσον αφορά τις υποδομές, μια κατολίσθηση καθώς και αρκετές ρωγμές αναφέρθηκαν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην κορυφή της Πάρνηθας και βρισκόταν κοντά στο επίκεντρο, αλλά κατά τα άλλα οι ζημιές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν μικρές ενώ δεν παρατηρήθηκαν ζημιές στο Μετρό της Αθήνας.
Μικρές ζημιές αναφέρθηκαν επίσης στο δίκτυο υδροδότησης κοντά στο επίκεντρο, με μικρές διαρροές σε υψηλής πίεσης σωλήνες. Το δίκτυο παροχής φυσικού αερίου και το δίκτυο αποχέτευσης δεν υπέστησαν καταστροφές. Στα λιμάνια της Ελευσίνας και του Πειραιά οι ζημιές ήταν μικρές, καθώς οι μόνες που παρατηρήθηκαν ήταν η μετακίνηση κατά 10 εκατοστά μερικών τοίχων στις αποβάθρες, επειδή κατακάθισαν, με αποτέλεσμα την ελαφρά παραμόρφωση των σιδηροτροχιών των γερανών και κάποιες διακοπές στο ηλεκτρικό δίκτυο.