ΖΩΗ

Ρέμπραντ, ο πρώτος… ινσταγκράμερ

«Ο Ιακώβ ευλογεί τους γιους του Ιωσήφ» (1656). Λάδι σε καμβά, έργο διάσημο για τη «χρήση» της σκιάς και του φωτός.

Στον κλασικισμό δεν υπήρχε χώρος για τα έργα του. Η τέχνη όφειλε να είναι μεγαλειώδης, να υπηρετεί υψηλούς σκοπούς. Οι γυναίκες έπρεπε να είναι ωραίες και χυμώδεις, οι άνδρες μυώδεις και ρωμαλέοι. Και το δικό του ύφος, σύμφωνα με τους επικριτές του, ήταν «χυδαίο». Πρώτον, απεικόνιζε –στην πραγματικότητα κατέγραφε– σε εξοργιστικά απλές για εκείνους συνθέσεις, κυρίως στιγμιότυπα από την καθημερινότητα της εποχής του, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού. Και, δεύτερον, οι άνθρωποι στα έργα του είχαν κουσούρια – καμία εξιδανίκευση, κανένα φτιασίδι. Ολα τα έδειχνε υπερβολικά… γήινα.

Και στη ζωή του κάπως έτσι ήταν ο ίδιος. Γιος μυλωνά και φουρνάρισσας, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λέιντεν της Ολλανδίας, έκανε λαμπρή καριέρα στο Αμστερνταμ, έχοντας ως πελάτες τους πιο επιφανείς και πλούσιους, αγάπησε με πάθος μια γυναίκα, τη Σάσκια, τη σύζυγό του, αλλά μετά τον θάνατό της, από φυματίωση, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του και τίποτα πια δεν είχε σημασία. Ούτε καν η τέχνη του. Αρνιόταν να αναλάβει νέες παραγγελίες, δεν τον ενδιέφερε να πάει στην Ιταλία, την τότε Μέκκα της τέχνης, περιφρονούσε τον Ραφαήλ και τον Μικελάντζελο, προσπαθούσε να ξεχάσει τον πόνο του στην αγκαλιά των υπηρετριών του, τα οικονομικά προβλήματα τον οδήγησαν σε πτώχευση και πέθανε πάμφτωχος.

Αυτός ήταν ο Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν, γνωστός ως Ρέμπραντ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1669, σε ηλικία 63 ετών, αφήνοντας πίσω του δεκάδες πίνακες, περισσότερα από χίλια σχέδια ζωγραφικής και περίπου 310 χαρακτικά – που θα ήταν καταδικασμένα στην αφάνεια και στη λήθη εάν οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα, στη Γαλλία και δτη Γερμανία, δεν είχαν ανακαλύψει τον Ρέμπραντ και δεν είχαν αναδείξει το έργο του χαρακτηρίζοντάς τον έναν από τους «Τιτάνες» της τέχνης.


«Η Εβραία νύφη» (1665), ο πίνακας του Ρέμπραντ που θαύμαζε ο Βαν Γκογκ. Δεξιά, «Φλώρα», με μοντέλο τη σύζυγό του Σάσκια, 1634.

Στην πατρίδα του αυτές τις μέρες ολοκληρώνονται οι εορτασμοί για τους τρεισήμισι αιώνες από τον θάνατό του. Με αυτή την αφορμή κυκλοφόρησε, πριν από λίγες εβδομάδες, ένα «θηριώδες» 744 σελίδων λεύκωμα των εκδόσεων Taschen, στο οποίο περιλαμβάνονται όλοι οι πίνακές του, 330 τον αριθμό.

Πώς αποτιμάται, όμως, σήμερα ο Ρέμπραντ, αυτός ο «μετεωρίτης για την τέχνη του καιρού του», όπως τον αποκάλεσε το 1805 ο Ελβετός ζωγράφος και συγγραφέας Χάινριχ Φίσλι;

Oι ειδικοί τονίζουν την αριστουργηματική «χρήση» του φωτός και της σκιάς στα έργα του. Αλλά όχι μόνον. «Ο Ρέμπραντ μας συγκινεί, διηγείται ανθρώπινες ιστορίες, είναι ένας από εμάς», δήλωσε στην DW ο διευθυντής του τμήματος ζωγραφικής του Μουσείου του Aμστερνταμ Γκρέγκορ Βέμπερ. «Θα τον ονόμαζα ακόμα και τον “πρώτο ινσταγκράμερ”, αφού ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που χρησιμοποίησε τόσο πολύ τον εαυτό του ως δικό του μοντέλο (σ.σ. σε ογδόντα έργα του).

Οι εικόνες του και η έμφαση στη λεπτομέρεια είναι επίκαιρα. Ο Ρέμπραντ είναι μια παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά», τονίζει ο Τάκο Ντίμπιτς, διευθυντής του Κρατικού Μουσείου της Ολλανδίας.

Πολλές διαφορετικές πτυχές ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Ισως, πάλι, θα ήταν αρκετό να επαναλάβει κανείς αυτό που είπε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ για την «Εβραία νύφη», έναν από τους τελευταίους πίνακές του: «Ευχαρίστως θα έδινα δέκα χρόνια από τη ζωή μου για να κάθομαι δέκα μέρες μπροστά σε αυτόν τον πίνακα με ένα ξεροκόμματο ψωμί»…

ΤΑΣΟΥΛΑ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ-kathimerini.gr