ΕΛΛΑΔΑ

Πώς φτάσαμε στo ιερό «ναυάγιο» και ποια ερωτήματα μένουν αναπάντητα

Η χθεσινή απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκ των πραγμάτων «βάζει στο ράφι» τη συμφωνία του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο και παραπέμπει στο μέλλον την επίλυση των ζητημάτων που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους

Με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος και ειδικότερα με τη ρητή αναφορά ότι θα «εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος», ουσιαστικά αναιρείται η συμφωνία (ή «πρόθεση συμφωνίας») που είχε ανακοινωθεί ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Παρά το γεγονός ότι λίγες ώρες αργότερα το Μαξίμου έβγαζε ανακοίνωση ότι θα προχωρήσει μόνη της η κυβέρνηση στην υπόθεση της μισθοδοσίας, και παρά τον χαιρετισμό αυτής της ανακοίνωσης από τον Αρχιεπίσκοπο η ουσία είναι ότι οι Ιεράρχες έστειλαν το μήνυμα ότι η συμφωνία δεν μπορεί να ισχύσει χωρίς τη γνώμη τους. Και είναι δεδομένο ότι η Εκκλησία περνά πολύ δύσκολες ώρες με αντιθέσεις ιδιαίτερα διακριτές.

Ο λόγος της αναίρεσης του deal είναι ότι βασική πλευρά εκείνης της συμφωνίας ήταν ότι ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα μέρη αναλαμβάνουν όλες τις δεσμεύσεις που αυτή συνεπάγεται.

Αυτό σχηματικά σημαίνει ότι για να ισχύσουν οι προβλέψεις για την εκκλησιαστική περιουσία, την παραίτηση του Δημοσίου εκ των αξιώσεών του και τη δημιουργία του σχετικού Ταμείου με σκοπό την αξιοποίησή της, θα πρέπει να ισχύσει και η δέσμευση για την αλλαγή του τρόπου μισθοδοσίας των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Όμως, η απόφαση της Ιεραρχίας ανατρέπει αυτό το σχεδιασμό. Μπορεί σιωπηρά να αναγνωρίζει ως συμφέρουσα τη λύση που αφορά την εκκλησιαστική παρουσία, όμως ζητώντας να μην αλλάξει ο τρόπος μισθοδοσίας, η συμφωνία τίθεται εν συνόλω εν αμφιβόλω, έστω και εάν η απόφαση παραπέμπει στη συνέχιση της διαδικασίας διαλόγου με τη μεριά της Πολιτείας.

Πώς φτάσαμε στη χθεσινή απόφαση

Διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν στη χθεσινή απόφαση. Καταρχάς υπήρξε η έντονη αντίδραση του κατώτερου κλήρου που θεώρησε ότι η αλλαγή θα επιφέρει εργασιακή επισφάλεια και εκφράστηκε με πλήθος διαβημάτων από τη μεριά τους.

Παρότι έχει καταδειχθεί από διάφορες πλευρές, συμπεριλαμβανομένων και έγκριτων νομικών ότι με τυπικούς όρους οι ιερείς δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί, δεν έχουν οργανικές θέσεις κατά τον τρόπο των δημοσίων υπαλλήλων και άρα δεν έχουν το ίδιο εργασιακό καθεστώς, είναι προφανές ότι για τον κατώτερο κλήρο η αποσύνδεση από μια διαδικασία μισθοδοσίας που ήταν ίδια με αυτή των δημοσίων υπαλλήλων, διαμόρφωσε ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου και του φόβου ότι θα μπορούσαν να είναι θύματα αυθαιρεσιών εκ μέρους των ιεραρχών.

Έπειτα, υπήρξε ο φόβος ότι η συμφωνία αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο μιας συναλλαγής όπου η εξασφάλιση των οικονομικών της εκκλησίας θα είχε ως αντάλλαγμα τη «θρησκευτική ουδετερότητα» και τη μετάβαση σε ένα ανεξίθρησκο κράτος.

Όλα αυτά συνδυάστηκαν με την καθοριστική παράμετρο ότι έχει ανοίξει πια η περίοδος της διαδοχής μέσα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχει συμπληρώσει 10 χρόνια στη θέση του αλλά και είναι και 80 ετών. Ήδη έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται οι υποψηφιότητες για τη διαδοχή του και αρκετοί από όσους τοποθετήθηκαν επικριτικά για τη συμφωνία επιδιώκουν και ένα καλύτερο πλασάρισμα στην κούρσα της διαδοχής. Ταυτόχρονα, ορισμένοι ιεράρχες ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα ότι οι αποφάσεις πρέπει να είναι πιο συλλογικές.

Ρόλο έπαιξε επίσης και η αντίδραση του Πατριαρχείου που εξακολουθεί να έχει επιρροή σε μερίδα ιεραρχών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέφρασε εμμέσως πλην σαφώς τη δυσαρέσκειά του ότι δεν συμμετείχε στο διάλογο, ενώ κατά τη γνώμη και στη βάση της ειδικής σχέσης του με τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, τις άμεσα υπαγόμενες σε αυτό μητροπόλεις της Δωδεκανήσου όπως και την Εκκλησία την Κρήτης, θα έπρεπε να είχε αποτελέσει τμήμα του σχετικού διαλόγου.

Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια πολιτική παράμετρο. Η συμφωνία του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό θεωρήθηκε και ως μία κίνηση που ενίσχυε την προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ όπως και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και στο χώρο της ΝΔ, που εκτός όλων των άλλων παραδοσιακά θεωρεί ότι παραδοσιακά εκπροσωπεί πολύ περισσότερο το «χριστεπώνυμο πλήρωμα» από ό,τι η παραδοσιακά υπέρ του ανεξίθρησκου κράτους ριζοσπαστική Αριστερά.

Όλα αυτά διαμόρφωσαν εντός της ιεραρχίας ένα κλίμα αρνητικό για τις πρωτοβουλίες του Αρχιεπισκόπου και όσων ιεραρχών συμμετείχαν ή παρακολούθησαν στη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους της κυβέρνησης.

Το αποτέλεσμα ήταν αυτή η απόφαση που θέλει να διατηρήσει το κεκτημένο της συμφωνίας για την περιουσία, να συνεχίσει το διάλογο για τα άλλα ζητήματα και να επιμείνει στη μισθοδοσία των κληρικών από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, όπως γινόταν μέχρι τώρα. Προφανώς και μια τέτοια διαδικασία διαλόγου έχει το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον, καθώς δύσκολα θα μπορούσε να ολοκληρωθεί πριν τις επόμενες εκλογές.

Την ίδια στιγμή η διατύπωση της απόφασης είναι τέτοια ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί και ως «συνέχεια της διαπραγμάτευσης» και εντός μιας λογικής «εφόσον πήραμε αυτά που θέλαμε για την εκκλησιαστική περιουσία, να προσπαθήσουμε να πάρουμε και τη μόνιμη μισθοδοσία από το δημόσιο».

Τα ερωτήματα για το από εδώ και πέρα

Νομικοί και θεολογικοί κύκλοι που έχουν γνώση της όλης διαπραγμάτευσης επεσήμαναν ότι η όλη εξέλιξη μπορεί και να οδηγήσει σε μεγαλύτερα προβλήματα.

Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, που απηχεί και το γιατί πρόκρινε τη συμφωνία ο Αρχιεπίσκοπος, η συμφωνία ήταν στην πραγματικότητα συμφέρουσα για την Εκκλησία σε μια κρίσιμη συγκυρία όπου αναπροσαρμόζονται οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους.

Διασφάλιζε την μισθοδοσία των κληρικών στο διηνεκές και αναγνώριζε επίσημα ότι δίνεται ως ανταπόδοση για τη μοναστηριακή και εκκλησιαστική περιουσία που το δημόσιο είχε οικειοποιηθεί. Αντίθετα, χωρίς τη συμφωνία η μισθοδοσία των κληρικών θα παραμείνει, από τυπική σκοπιά τουλάχιστον, στον αέρα, έστω και εάν όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι δύσκολα θα μπορούσε μια ελληνική κυβέρνηση να διακόψει τη μισθοδοσία των κληρικών. Επιπλέον, η συμφωνία εξασφάλιζε πολύ καλούς όρους για την εκκλησιαστική περιουσία. Με αυτό τον τρόπο η Εκκλησία θα απαλλασσόταν του φόβου ότι θα ετίθετο κάποια στιγμή σε διακινδύνευση η μισθοδοσία και το δημόσιο δεν θα αντιμετώπιζε μια μαζική διεκδίκηση αμφισβητούμενων ακινήτων.

Αντίθετα, τώρα φαίνεται ως εάν η Εκκλησία να μην μπορεί να αποδεχτεί τους όρους μιας διαπραγμάτευσης (και άρα το ενδεχόμενο συμβιβασμών) και ενώ καταλήγει σε μια καταρχήν συμφωνία, εν συνεχεία φέρεται ως εάν απλώς να διεκδικεί περισσότερα.

Επιπλέον, επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι, σε μια περίοδο όπου ενισχύονται φαινόμενα «αντικληρικαλισμού» υπάρχει σε μερίδα του πολιτικού κόσμου ο πειρασμός ενός κάθετου διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους δεν είναι προς το συμφέρον της Εκκλησίας κινήσεις που δείχνουν ότι επί της ουσίας δεν επιθυμεί διαπραγμάτευση αλλά απλώς μονομερή εξασφάλιση.

Ο αντίλογος σε αυτή την προσέγγιση, που αποτυπώθηκε στις αντιρρήσεις στη συμφωνία αλλά εν πολλοίς και στη χθεσινή απόφαση της Ιεραρχίας είναι ότι σε μια περίοδο όπου έστω και διακηρυκτικά τίθεται θέμα χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους δεν μπορούν να υπάρχουν αλλαγές σε ζητήματα που αφορούν την ίδια την υπόσταση της Εκκλησίας, όπως είναι αυτό της εργασιακής μονιμότητας των κληρικών και ότι αυτό που προβάλλει η συμφωνία ως εξασφαλισμένη μισθοδοσία είναι στην πραγματικότητα η διακύβευσή της.

Σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση δεν μπορεί να κλείσει τόσο εύκολα και εντός μιας εν εξελίξει προεκλογικής εκστρατείας το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους αλλά αντίθετα πρέπει να συνεχιστεί ο διάλογος με στόχο την ακόμη μεγαλύτερη κατοχύρωση όχι απλώς των «συμφερόντων» της Εκκλησίας και του κλήρου, αλλά και του ρόλου της Ορθοδοξίας συνολικά στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου.

Και το τελευταίο: Μπορεί να υπάρξει όντως «σχίσμα» στην Ελλαδική Εκκλησία που θα πυροδοτήσει μπαράζ απρόβλεπτων εξελίξεων με τη δημιουργία μετώπου κατά του Αρχιεπισκόπου;

Πηγή: in.gr