ΚΟΣΜΟΣ

Πώς φτάσαμε στο πρωτοφανές χάος της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού

Τα άσχημα νέα είναι ότι τα προβλήματα της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού είναι πιο επίμονα και πιο σοβαρά από ό,τι είχε μέχρι πρόσφατα γίνει αντιληπτό.

Τα χειρότερα νέα είναι ότι δεν υπάρχει κανένας μεμονωμένος λόγος γι’ αυτό και, επομένως, καμία απλή συνταγή διόρθωσης. Και το ακόμη χειρότερο νέο είναι ότι κανείς δεν ξέρει πραγματικά πότε θα βελτιωθεί η κατάσταση.

Τα καλά νέα; Είναι τουλάχιστον δυνατό να γράψει κανείς ένα άρθρο σύντομης εξιστόρησης του πώς έχουν συμβεί όλα αυτά.

Μείγμα

Ουσιαστικά, ορισμένα βασικά “νευρικά κέντρα” της παγκόσμιας οικονομίας έχουν πληγεί από ένα μείγμα Covid και κακοτυχίας, ειδικά στο τελευταίο μέρος του τρέχοντος έτους. Οι μεταφορές, η ενέργεια και τα υψηλής ποιότητας τσιπ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα μεγάλα προβλήματα, για λόγους διακριτούς αλλά – με την ευρεία έννοια – συνδεδεμένους.

Ας ξεκινήσουμε με τις μεταφορές. Μολονότι ορισμένα κινεζικά λιμάνια έχουν αδρανοποιηθεί ή λειτουργούν με μειωμένη χωρητικότητα λόγω του Covid, αυτό δεν είναι ούτε κατά προσέγγιση το μόνο πρόβλημα.

Ένα ισχυρό και δυναμικό εμπόριο διαρκών αγαθών έχει ασκήσει μεγάλη πίεση στα εμπορευματοκιβώτια (κοντέινερ), τα πλοία και τις λιμενικές δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο. Η τιμή των εμπορευματοκιβωτίων έχει εκτοξευθεί στα ύψη και ενδεχομένως να είναι πάνω από 10 φορές υψηλότερη απ’ ό,τι πριν από δύο χρόνια. Εν ολίγοις, ένα μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, ενώ μέρος του δεν είναι πλέον κερδοφόρο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υπηρεσίες οι οποίες σχετίζονται με τις μεταφορές εξορθολογίζονται, καθώς οι τιμές διατηρούνται χαμηλές – ίσως για να αποφευχθεί η αποξένωση πιστών αγοραστών ή ίσως επειδή οι πωλητές αμφιβάλλουν για το κατά πόσον οι τρέχουσες “κρούσεις” ζήτησης θα αποδειχθούν μόνιμες. Ακόμη κι έτσι, το αποτέλεσμα είναι πολλές συναλλαγές απλώς να μην εκτελούνται εγκαίρως.

Πολλοί προμηθευτές απαιτούν διεθνώς εμπορεύσιμα εξαρτήματα για να ολοκληρώσουν την παραγωγή και τη διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών τους. Και αυτοί και αυτά έχουν “κολλήσει”.

Επιπλέον, πολλές λιμενικές δραστηριότητες και συναφείς τοπικές μεταφορές απαιτούν ένταση εργασίας. Πολλά μέρη του κόσμου αντιμετωπίζουν έλλειψη εργατικού δυναμικού, καθώς οι άνθρωποι δεν είναι σίγουροι πώς να αναδιαμορφώσουν το εργασιακό τους μέλλον μετά τον Covid ή σε ορισμένες περιπτώσεις τα κρατικά επιδόματα πιθανόν να τους αποτρέπουν από το να εργαστούν. Αυτό προσθέτει περαιτέρω καθυστερήσεις στα εμπορικά δίκτυα.

Μια τυπική απάντηση της αγοράς θα μπορούσε να είναι η παραγωγή περισσότερων κοντέινερ (είναι πιο δύσκολο και πιο χρονοβόρο να αυξηθεί ο αριθμός των πλοίων ή των λιμένων). Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε ακριβώς τα εμπορικά και μεταφορικά δίκτυα που σήμερα δυσλειτουργούν.

Καθώς εκτυλισσόταν ολόκληρη αυτή η διαδικασία, εξάλλου, τα αποθέματα μειώνονταν, πράγμα που σημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία έχει πολύ μικρότερο “μαξιλάρι” για να στηριχθεί.

Ενεργειακή κρίση

Στη συνέχεια, υπάρχουν τα παγκόσμια ενεργειακά προβλήματα, τα οποία έχουν βαθύτερες ρίζες. Πολλές χώρες επιδιώκουν εδώ και καιρό τη μετάβαση σε πιο πράσινες μορφές προμήθειας ενέργειας, χωρίς όμως πρώτα να έχουν εξασφαλίσει επαρκείς εναλλακτικές λύσεις.

Η Ιαπωνία και η Γερμανία αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις προηγούμενες επενδύσεις τους στην πυρηνική ενέργεια και – πιο πρόσφατα – η Κίνα παρουσίασε έλλειμμα ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα παγκόσμια ενεργειακά δίκτυα φαίνονταν να λειτουργούν αρκετά ικανοποιητικά πριν από έναν χρόνο, καθώς ωστόσο η ανάκαμψη προχωρούσε, η παροχή φυσικού αερίου δεν ήταν επαρκής για να καλύψει τη νέα ζήτηση. Η παραγωγή φυσικού αερίου και η εξερεύνηση για νέα κοιτάσματα απορρίφθηκαν σε προηγούμενα στάδια της πανδημίας, ενώ η ανάκαμψη ήταν ισχυρότερη και ταχύτερη απ’ ό,τι περίμενε ο τομέας της ενέργειας.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 700% τον τελευταίο χρόνο, ενώ η Ευρώπη αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να μην έχει αρκετές ενεργειακές προμήθειες για τον ερχόμενο χειμώνα.

Φυσικά, η ενέργεια έχει σημαντική συμβολή στην παραγωγή πολλών άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό λοιπόν δημιουργεί ένα άλλο κύμα επακόλουθων συνεπειών. Και, εάν τα δίκτυα ενέργειας και διεθνούς εμπορίου δεν λειτουργούν καλά, πολλά άλλα τμήματα της οικονομίας μοιραία θα δυσλειτουργούν.

Τσιπ

Ένας επιπλέον προβληματικός τομέας είναι τα υψηλής ποιότητας τσιπ υπολογιστών. Η παγκόσμια οικονομία ήταν ήδη υπερβολικά εξαρτημένη από δύο χώρες για τον εφοδιασμό της – την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα.

Τότε συνέβησαν τρία πράγματα: τα εργοστάσια τσιπ έκλεισαν κατά τη διάρκεια του lockdown, μια σειρά από τυχαίου χαρακτήρα φυσικές καταστροφές έπληξαν την προσφορά τσιπ, ενώ η ζήτηση για τα τελευταία αυξήθηκε μαζί με την αυξημένη ζήτηση των καταναλωτών για διαρκή αγαθά, όπως αυτοκίνητα και συσκευές.

Με τα τρέχοντα περιθώρια, η παραγωγή αυτοκινήτων περιορίζεται σοβαρά από τη διαθέσιμη προσφορά τσιπ, κάτι που αποτελεί έναν από τους λόγους που οι τιμές καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων παραμένουν τόσο υψηλές.

Οι δύο πλευρές

Έτσι, στη μία πλευρά της εξίσωσης υπάρχουν καθυστερήσεις στο εμπόριο, καθυστερήσεις εισροών, υψηλότερο κόστος συναλλαγών και μεταφορών, πολύ υψηλότερες τιμές ενέργειας και ελλείψεις τσιπ. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι καταναλωτές, οι οποίοι εξοικονόμησαν τεράστια χρηματικά ποσά κατά τη διάρκεια του 2020 και των αρχών του 2021 και τώρα τα ξοδεύουν.

Αυτός ο συνδυασμός έχει τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό των τιμών. Η ζήτηση κατακλύζει την αγορά και η προσφορά δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει. Και δεν είναι ένα και μόνο πρόβλημα το οποίο να έχει μια εύκολη, άμεση διόρθωση, αλλά μια σειρά αλληλοσυνδεόμενων “διαδρομών” οικονομικού χάους και καθυστερήσεων.

Τα συγκεκριμένα προβλήματα με την αλυσίδα εφοδιασμού θα λυθούν τελικά, μολονότι κανείς δεν μπορεί να πει με ασφάλεια πότε ακριβώς.

Εν τω μεταξύ, οι προμηθευτές και οι διανομείς – καθώς και οι καταναλωτές – μπορούν ίσως να λάβουν μια μικρή παρηγοριά από το γεγονός ότι διαπλέουν – ευτυχώς μέχρι στιγμής χωρίς να καταστρέφονται – μια χαώδη, πολύπλοκη “θάλασσα” η οποία δεν έχει ανάλογο προηγούμενο στην πρόσφατη ιστορία.

Του Tyler Cowen/Bloomberg View/capital.gr