«Πρωταθλητές» στο καθισιό τα Ελληνόπουλα
Σημαντική μερίδα εφήβων στη χώρα μας υιοθετεί έναν τρόπο ζωής που δεν περιλαμβάνει φυσική δραστηριότητα, ενώ η οικονομική κατάσταση της οικογένειας φαίνεται να συνδέεται με τη συχνότητα της φυσικής δραστηριότητας των εφήβων
Ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας μεταξύ των παιδιών στην Ελλάδα καταγράφει η μελέτη του ΕΠΙΨΥ με τίτλο «Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των έφηβων-μαθητών» (Έρευνα HBSC/WHO).
Συγκεκριμένα, πρόκειται για έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ» (ΕΠΙΨΥ) που διεξάγεται στο πλαίσιο του διεθνούς προγράμματος «Health Behaviour in School-Aged Children» (HBSC, www.hbsc.org) η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και επαναλαμβάνεται ανά τετραετία σε περισσότερες από 40 χώρες.
Στην έρευνα του 2018 συμμετείχε πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 3.863 μαθητών της ΣΤ’ Δημοτικού, της Β’ Γυμνασίου και της Α’ Λυκείου από 238 σχολικές μονάδες. Κατόπιν γονικής συναίνεσης, οι μαθητές απάντησαν σε ανώνυμο ερωτηματολόγιο που χορηγήθηκε ομαδικά στις τάξεις του δείγματος χωρίς (ή με διακριτική) την παρουσία των εκπαιδευτικών.
Από την ανάλυση των απαντήσεων των παιδιών προέκυψε ότι σημαντική μερίδα εφήβων στη χώρα μας υιοθετεί έναν τρόπο ζωής που δεν περιλαμβάνει φυσική δραστηριότητα. Μόνον οι δύο στους 5 εφήβους (41,7%) αναφέρουν ότι έκαναν τουλάχιστον 5 ημέρες την εβδομάδα «συχνή» φυσική δραστηριότητα, δηλαδή οποιαδήποτε δραστηριότητα διάρκειας τουλάχιστον 60 λεπτών, που αυξάνει τους σφυγμούς της καρδιάς και προκαλεί λαχάνιασμα (π.χ. έντονο περπάτημα για το σχολείο, γυμναστική στο σχολείο, παιχνίδι με φίλους, διάφορα αθλήματα). Μάλιστα, ο ένας στους 9 (11,7%) ανέφερε «χαμηλή συχνότητα» φυσικής δραστηριότητας -δηλαδή το πολύ μία ημέρα την εβδομάδα. Περιορισμένη φυσική δραστηριότητα αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό τα κορίτσια, σε σύγκριση με τα αγόρια καθώς και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μαθητές, σε σύγκριση με τους νεότερους.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας φαίνεται να συνδέεται με τη συχνότητα της φυσικής δραστηριότητας των εφήβων. «Χαμηλή συχνότητα» φυσικής δραστηριότητας (δηλαδή, το πολύ μία ημέρα την εβδομάδα) αναφέρουν το 2018 σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό (16,5%) οι έφηβοι των οποίων η οικογένεια ανήκει σε χαμηλότερο οικονομικό στρώμα σε σύγκριση με τους μαθητές που προέρχονται από πιο εύπορες οικογένειες. Και αντίστροφα, οι έφηβοι των οποίων η οικογένεια φαίνεται να ανήκει σε καλύτερη -αναλογικά- οικονομική κατάσταση αναφέρουν «συχνή» φυσική δραστηριότητα (δηλαδή, τουλάχιστον 5 φορές την εβδομάδα) σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό (51,7%) σε σύγκριση με εκείνους των οποίων η οικογένεια τοποθετείται σε μέση (39,4%) ή χαμηλότερη οικονομική κατάσταση (37,2%) κατάσταση.
Οι έφηβοι ρωτήθηκαν επίσης για το περιβάλλον στο οποίο ζουν και αν εκεί τούς παρέχονται οι εγκαταστάσεις για να συμμετέχουν σε φυσική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, σχεδόν ο ένας στους 3 (29,9%) απαντούν πως δεν «Υπάρχουν παιδικές χαρές, πάρκα ή άλλοι ανοιχτοί χώροι κοντά στο σπίτι τους, στα οποία μπορούν να παίξουν» και οι δύο στους 5 (39,9%) απαντούν πως δεν υπάρχουν «Στο σχολείο παιδικές χαρές ή ανοιχτά γήπεδα στα οποία να μπορούν να τρέχουν». Και πάλι, οι έφηβοι που ανήκουν σε οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου φαίνεται να στερούνται χώρων όπου μπορούν να αθλούνται σε σύγκριση με τους ομοτίμους τους από οικογένειες μέσης ή υψηλότερης οικονομικής κατάστασης.
Σύμφωνα με την Άννα Κοκκέβη, Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, και επιστημονικά υπεύθυνη της έρευνας, «τα ευρήματα της έρευνας υπογραμμίζουν την ανάγκη να ενισχυθεί ο ρόλος του σχολείου (ιδιαίτερα του δημόσιου) ως κεντρικού φορέα για την προαγωγή της φυσικής δραστηριότητας και της σωματικής άσκησης στους έφηβους-μαθητές τόσο εντός του σχολικού κτιρίου όσο και εκτός σχολικών ωρών. Τα οφέλη από τη συχνή φυσική δραστηριότητα των εφήβων δεν περιορίζονται μόνον στους ίδιους τους έφηβους και στις οικογένειές τους, αλλά αντανακλώνται πίσω στο σχολείο συμβάλλοντας στη βελτίωση της ακαδημαϊκής επίδοσης και γενικότερα της ποιότητας της ζωής στο σχολείο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η έρευνα του 2018 χρηματοδοτήθηκε μερικώς από τον ΟΚΑΝΑ και την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Προαγωγή της Γνώσης στις Ψυχικές Διαταραχές» και διενεργήθηκε με την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας.