ΕΛΛΑΔΑ

Πρέπει να αρέσεις για να υπάρχεις;

«Ο πατέρας μου ήταν πλανόδιος πλασιέ που περιόδευε σε όλη την Ελλάδα. Ετσι μεγάλωσαν με τη μητέρα μου τρία παιδιά. Η κούραση, οι βαλίτσες, η επιστροφή, οι πόνοι στα πόδια, όλα αυτά είναι στιγμές που έζησα στην προσωπική μου ζωή και τώρα με τον ρόλο του Γουίλι στη σκηνή», λέει ο Δημήτρης Καταλειφός

Τον Γουίλι Λόμαν, έναν περιοδεύοντα πλασιέ, που στα εξήντα του, έπειτα από χρόνια κούρασης και αγωνίας να είναι αρεστός στους άλλους, αισθάνεται ότι είναι άχρηστος και τελειωμένος, υποδύεται τον φετινό χειμώνα ο Δημήτρης Καταλειφός στο θέατρο «Εμπορικόν».

Το κορυφαίο έργο του Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου» που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον πρωταγωνιστή.

Δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του 20ού αιώνα, αλλά και ότι είχε παίξει τον εμβληματικό ρόλο του πλανόδιου πωλητή όταν ήταν 32 ετών. «Ημουν σε νεαρή ηλικία όταν το ανέβασε το 1986 ο Βασίλης Βαφέας και πάντα είχα την επιθυμία να παίξω αυτόν τον ήρωα στα 60 και κάτι». Ονειρευόταν τον Γουίλι, για έναν ακόμη λόγο. Ο πατέρας του ήταν επίσης πλανόδιος πωλητής και γι’ αυτό το αφιερώνει στη μνήμη του.

«Ηθελα να ανεβάσω το έργο για καλλιτεχνικούς και προσωπικούς λόγους. Δουλεύοντάς το όμως, με τον σκηνοθέτη Γιώργο Σκεύα, διαπιστώναμε ότι έχει μια τρομερή επικαιρότητα. Θίγει και ζητήματα σημερινά, όπως: πρέπει να αρέσεις για να υπάρχεις; Η τραγωδία του ήρωα είναι ότι ζει τη ζωή του μέσα από τα βλέμματα των άλλων.

Υπολογίζει τρομερά τη γνώμη των άλλων, στους οποίους οφείλει να αρέσει. Στήριξε τη ζωή του πάνω στην άποψη ότι αν οι άλλοι σε συμπαθούν, είναι σίγουρο ότι θα πετύχεις. Το να είσαι αρεστός, σου εξασφαλίζει την επιτυχία και μπορεί να σε κάνει σπουδαίο. Ετσι ζει, έτσι μεγαλώνει και τα παιδιά του. Σήμερα  ζούμε στην εποχή του “υπάρχω όταν αρέσω”, βλέπε like».

Θεωρεί ότι ο Μίλερ είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τον Ιψεν και τους αρχαίους τραγικούς. «Νεότερος το έβλεπα σαν ένα πολύ ωραίο δράμα, εν πολλοίς, οικογενειακό. Τώρα το αντιμετωπίζουμε περισσότερο σαν μια τραγωδία. Ο ήρωας πάσχει από το υπαρξιακό άγχος που όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς θέτουν στα έργα τους. Τα πρωταρχικά ερωτήματα, δηλαδή: αξίζει να ζούμε ελεύθεροι ή αξίζει να ζούμε για να γίνουμε διάσημοι;».

Ο Γουίλι Λόμαν από τη μια είναι ένα καθαρόαιμο θύμα του αμερικανικού ονείρου κι από την άλλη ένας ποιητικός τραγικός ήρωας, γιατί νιώθει την ανάγκη να αφήσει κάτι πίσω του. «Ενώ είναι ένας μέτριος άνθρωπος, αποτυχημένος, ταυτόχρονα έχει αυτή την αγωνία. Πώς ζει κανείς τη ζωή του; Τι είναι καλύτερο η ελευθερία ή η υστεροφημία; Γι’ αυτό είναι σπουδαίο το έργο αυτό, επειδή γεννά ερωτήματα που θέτουν οι τραγωδίες και όλα τα σπουδαία έργα. Μοιάζει απλό, αλλά κατά βάθος είναι σύνθετο και πολύ ποιητικό».

Συγκίνηση

Ο πατέρας μου, θυμάται με εμφανή συγκίνηση ο ηθοποιός, «ήταν ένας πλανόδιος πλασιέ που περιόδευε σε όλη την Ελλάδα πουλώντας και δειγματίζοντας στην επαρχία. Απαιτούσε να κατέχεις την τέχνη του αγοραπωλητή. Υπήρχαν και δύσκολες στιγμές, αγωνία, μετακινήσεις… Ετσι όμως, μεγάλωσαν με τη μητέρα μου τρία παιδιά. Η κούραση, οι βαλίτσες, η επιστροφή, οι πόνοι στα πόδια, όλα αυτά είναι στιγμές που έζησα στην προσωπική μου ζωή και τώρα με τον ρόλο του Γουίλι στη σκηνή. Στην Αμερική βέβαια μετά το κραχ, το να είναι κάποιος πλανόδιος πωλητής ήταν τρομερός θεσμός. Ο ανταγωνισμός μετά τον πόλεμο ήταν τεράστιος. Ηταν επάγγελμα με απίστευτο άγχος, να καταφέρεις να πουλήσεις. Εμείς στην Ελλάδα είχαμε τους δοσατζήδες που πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα για να εισπράξουν τις δόσεις».


Οι πρωταγωνιστές του κορυφαίου έργου του Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου», που ανεβαίνει τον φετινό χειμώνα (πρεμιέρα στις 25/10) στο θέατρο «Εμπορικόν».

Ο Μίλερ συχνά σ’ αυτό το έργο αποκαλεί την κοινωνία ζούγκλα. «Γιατί η επιβίωση έμοιαζε με μάχη. Μετά τον πόλεμο στην Αμερική είχαν ξεφυτρώσει πολλοί εμποράκοι και ο ανταγωνισμός ήταν τεράστιος. Σε αυτό το έργο, από τη μια έχουμε μια κοινωνία που σε εξωθεί να πουλήσεις οπωσδήποτε για να υπάρχεις, έχουμε όμως και τον γιο του Λόμαν, τον Μπιφ, ο οποίος είναι η άλλη δυναμική του έργου. Αυτός υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη αξία δεν είναι να πουλήσεις και να αρέσεις, όσο να ζήσεις ελεύθερος. Ο “Εμποράκος” για να πουλήσει έχει διαστρεβλώσει την αληθινή του κλίση που είναι να φυτεύει και να χαίρεται τη φύση. Επιθυμία που καταπιέζει μπροστά στην ανάγκη των πωλήσεων, καταστρέφοντας τη ζωή του. Αν δούμε ευρύτερα το έργο, μιλάει για την τραγωδία του ανθρώπου ο οποίος στην ανάγκη της επιβίωσης, του ανταγωνισμού των πωλήσεων και του πλουτισμού, καταστρέφει τον πλανήτη».

Η έννοια της πώλησης, λέει ο Δημήτρης Καταλειφός, έχει μπει στη ζωή όλων μας. «Αν το δούμε με την ευρύτερη έννοια, το να μπορέσεις να πουλάς αφορά και τον δημοσιογράφο και εμένα που είμαι ηθοποιός. Ζούμε σε μια εποχή ανησυχητικά προβληματική με την έννοια ότι είμαστε οι πρώτοι που αντιμετωπίζουμε την τεράστια αλλαγή που έφεραν στην ανθρωπότητα το Ιντερνετ και η τεχνολογία. Μέσα στο facebook, στο Τwitter, βλέπει κανείς την ανάγκη των ανθρώπων να υπάρξουν γράφοντας κάτι, να χαίρονται όταν παίρνουν like, να έχουν περισσότερους followers, να γίνονται πλασματικοί φίλοι. Ολα αυτά με φέρνουν σε αμηχανία. Θα σας πω πώς νιώθω μέσα από μια προσωπική ιστορία: επιστρέφοντας τέλος του καλοκαιριού με το καραβάκι από την Αίγινα, ανέβηκα κάποια στιγμή στο κατάστρωμα να καπνίσω και να θαυμάσω το δειλινό. Το καράβι ήταν γεμάτο και κοιτάζοντας γύρω μου διαπίστωσα πως δεν υπήρχε ούτε ένας, εκτός από εμένα και κάτι σκυλιά, να κοιτάζουμε τη θάλασσα. Τρεις ήταν οι κινήσεις τους. Ή έβλεπαν στο κινητό, ή φωτογραφίζονταν με το κινητό ή το ανεβοκατέβαζαν στο αφτί. Μα ούτε ένας δεν γύρισε να κοιτάξει τη θάλασσα σε όλη τη διαδρομή. Μου φάνηκε τρομακτική αυτή η απομάκρυνση από τη φύση. Οπως ότι μεταφέρεται το υπαρξιακό στο γράφω στο fb κάνοντας κριτική για ό,τι  έφαγα, ό,τι είδα στο θέατρο ή στον δρόμο. Γράφω στο fb, άρα υπάρχω. Είναι τραγικό για εμένα».

Ίντερνετ, το τέλειο όπιο του ανθρώπου

Θέλοντας και ο ίδιος να προσαρμοστεί στην εποχή, τα πρώτα χρόνια πήρε ένα δάσκαλο να του μάθει το Ιντερνετ. «Με το ζόρι με έβαλε στο fb». Στη σελίδα του βάζει κατά καιρούς ζωγραφιές. Η ζωγραφική, νέος έρωτας, προέκυψε εδώ και ένα χρόνο. «Δεν έπιανα ούτε μολύβι στο χέρι, μέχρι που στο Αγκίστρι όπου παραθέριζα, ένας ζωγράφος μου έδωσε ένα μπλοκάκι με χρώματα. Αυτό που βγήκε μου έδωσε απρόσμενη χαρά. Ολα πήραν μορφή και χρώμα…». Αυτή είναι η σχέση του με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Ολοι γράφουν για όλα. Ξέρετε και το κινητό ακόμη, σχεδόν το μισώ. Εχει καταστρέψει παραστάσεις. Εμείς αγωνιζόμαστε για μια σιωπή στο θέατρο, και έρχεται ένα κινητό και τα διαλύει όλα. Καταθέτοντας την απόγνωση του 65χρονου Δημήτρη, νιώθω ότι δυστυχώς μειώνεται κάθε πνευματικότητα στη χώρα μου. Ενώ γίνονται 3.000 παραστάσεις τον χρόνο, 3.000 εκδόσεις, νομίζω ότι ζούμε μια απίστευτα αντιπνευματική εποχή. Τα θέατρα είναι σαν μαγαζάκια που διαφημίζονται στο fb “είμαστε sold out”, λες κι αυτό είναι το ζητούμενο. Αυτά μου προκαλούν τεράστια θλίψη, γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος ξέχασε τα πρωταρχικά ερωτήματα: γιατί ζούμε, τι νόημα έχει το κάθε τι που κάνουμε. Ζούμε σαν κοπάδι και το Ιντερνετ είναι το τέλειο όπιο του ανθρώπου. Οταν δεν υπάρχει σκέψη δεν υπάρχει πολιτισμός».

Θυμωμένος; «Ναι, έχω θυμό. Αισθάνομαι ότι διαψεύστηκαν όλα, ελπίδες, όνειρα, αξίες. Συμβαίνουν τόσα παράλογα γύρω μας. Καταστρέφουμε τον πλανήτη, τις ζωές μας, τις σχέσεις μας, δεν διαβάζουμε βιβλία, αλλά μετράμε τους εικονικούς φίλους. Κάποτε σε μια οντισιόν, είπαν “αυτή να την πάρουμε γιατί έχει 3.000 followers”. Η ηθοποιός το είχε στο βιογραφικό της ως εύσημο. Σε αυτή την εποχή θεωρώ ευλογία ότι έχω ως στήριγμα το θέατρο».

Θέατρο «Εμπορικόν», 25/10. Παίζουν οι: Δημήτρης Καταλειφός, Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Νούσης, Γιώργος Ζιόβας, Χρήστος Ευθυμίου, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Τάσος Λέκκας, Δημήτρης Αποστολόπουλος, Γιώργος Πατεράκης, Χρύσα Γκινίκη, Ιοκάστη Αγαύη Παπανικολάου.

ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ