ΖΩΗ

Πατατάκια αντί για αντικαταθλιπτικά

Πατατάκια αντί για αντικαταθλιπτικά

Η συναισθηματική πείνα είναι μία από τις πιο συχνές αιτίες της παχυσαρκίας. Οι ειδικοί εξηγούν τον μηχανισμό της

Ξαπλωμένη στον καναπέ με μια μεγάλη συσκευασία τσιπς στην αγκαλιά «χαζεύει» τηλεόραση, αλλάζοντας συνεχώς κανάλια και μασουλώντας. Είναι έντεκα παρά τέταρτο και είναι η «δική» της ώρα, η μοναδική παρένθεση στο 24ωρο στην οποία έχει τη δυνατότητα να χαλαρώσει. Ωστόσο, στο μυαλό της στριφογυρνούν η πικρόχολη ατάκα του διευθυντή της –«άλλη μια προθεσμία που έχασες»–, το απαξιωτικό βλέμμα του συζύγου της –«δεν καταλαβαίνεις τους νομικούς όρους»–, την κριτική του γιου της – «μόνο εσύ καταφέρνεις να κολλάς τα μακαρόνια». Μ’ αυτά κι εκείνα η ώρα είναι έντεκα και τέταρτο και η 46χρονη Δήμητρα βρίσκεται ήδη στη δεύτερη σακούλα πατατάκια. «Εχω περάσει πολλές ώρες της ζωής μου έτσι, προσπαθώντας μάταια να ηρεμήσω τρώγοντας πραγματικά σκουπίδια», διηγείται η Δήμητρα στην «Καθημερινή». «Θυμάμαι τον εαυτό μου να κατευθύνεται ενστικτωδώς προς την κουζίνα ήδη από φοιτήτρια, τότε το έκανα κυρίως την περίοδο της εξεταστικής», λέει.

«Τα πρώτα χρόνια μου φαινόταν μια φυσιολογική αντίδραση – έτσι έκανε και η μητέρα μου ύστερα από κάθε τσακωμό με τον πατέρα μου, το ίδιο και πολλοί άλλοι άνθρωποι στο περιβάλλον μου». Ηταν τα 14 παραπανίσια κιλά, αλλά και μια συζήτηση που με πραγματικό ενδιαφέρον της έκανε μια φίλη, που οδήγησαν τη Δήμητρα να ζητήσει βοήθεια. «Σε ένα πρώτο επίπεδο φοβόμουν ότι θα ανέπτυσσα διαβήτη, όπως οι δικοί μου», σημειώνει, «κατά βάθος, όμως, καταλάβαινα ότι χρειαζόμουν και ψυχολογική υποστήριξη».

Γρήγορα και μοναχικά

Η περίπτωση της Δήμητρας ούτε μεμονωμένη είναι ούτε σπάνια. Πολλοί, διαβάζοντας την «αδυναμία» της θα αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας. Η εν λόγω γνώριμη κατάσταση ονομάζεται «συναισθηματική πείνα» και οι επιστήμονες έχουν πλέον ισχυρά τεκμήρια ότι συνδέεται με την υπερφαγία και τη βουλιμία. «Ως συναισθηματική πείνα χαρακτηρίζουμε την ακατάσχετη ανάγκη συνήθως για ανθυγιεινά και επεξεργασμένα τρόφιμα και γενικά τροφές με χαμηλή θρεπτική αξία και υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες (λιπαρά, αλάτι, ζάχαρη και άμυλο), οι οποίες καταναλώνονται γρήγορα και μηχανικά, ειδικά όταν υπάρχει στρες, θυμός, φόβος, πλήξη, απογοήτευση, απόρριψη ή μοναξιά», εξηγεί στην «Κ» ο δρ Αντώνιος Ντακανάλης, καθηγητής και επικεφαλής ερευνητής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο Μπικόκα του Μιλάνου, που διευθύνει το Διεπιστημονικό Ερευνητικό Κέντρο Νευροεπιστημών, Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής και το Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Αριστείας για τη θεραπεία διατροφικών διαταραχών και τη διαχείριση βάρους.

«Τόσο η πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση των ερευνητικών δεδομένων όσο και οι μεγάλου βεληνεκούς αιτιολογικές μελέτες που πραγματοποίησε την τελευταία πενταετία η ομάδα μου, σε συνεργασία και με Ελληνες συναδέλφους, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: η συναισθηματική πείνα είναι ένας σημαντικός (αν και όχι ο μοναδικός) αιτιολογικός παράγοντας με καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη και τη διατήρηση της παχυσαρκίας», απαντάει στο εύλογο ερώτημα. Η παχυσαρκία, ως γνωστόν, μαστίζει τα δύο πέμπτα του παγκόσμιου πληθυσμού και σχετίζεται με μειωμένο προσδόκιμο ζωής κατά 5-20 έτη ανάλογα με τη διάρκειά της, την ποσότητα συσσωρευμένου λίπους και την ύπαρξη συνοδών παθήσεων.

Ο μηχανισμός της συναισθηματικής πείνας διαφέρει από αυτόν της «φυσιολογικής» ή αλλιώς «ομοιοστατικής» πείνας. «Στην ομοιοστατική πείνα ο οργανισμός μας θυμίζει ένα αυτοκίνητο που έχει ξεμείνει από καύσιμα και χρειάζεται ανεφοδιασμό, σηματοδοτεί την ανάγκη για ενέργεια και ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο», λέει ο ίδιος. «Η συναισθηματική πείνα, από την άλλη, δεν σηματοδοτεί κανένα ενεργειακό έλλειμμα, καθοδηγείται από την ηδονή και χρησιμοποιεί συναισθηματικά ερεθίσματα για να παρακάμψει ή να επισκιάσει τα βιολογικά σήματα πείνας, κορεσμού, ικανοποίησης». Ρυθμίζεται από τον προμετωπιαίο φλοιό και συνδέεται με το κύκλωμα ανταμοιβής, «έναν περίπλοκο μηχανισμό του εγκεφάλου, που μας επιτρέπει να συσχετίζουμε ορισμένες καταστάσεις με την ευχαρίστηση».

«Όσο πιο έντονη είναι η συναισθηματική κατάσταση, τόσο πιο έντονη γίνεται και η ανάγκη να καταφύγει κάποιος στο φαγητό ως ένα μέσο ανακούφισης, διαφυγής ή παρηγοριάς»

Τα μηνύματα, επομένως, που ωθούν στην πρόσληψη τροφής δεν σχετίζονται με την αίσθηση κορεσμού, αλλά με την ανάγκη του ατόμου να διαχειριστεί τα συναισθήματα που βιώνει. Μάλιστα, «όσο πιο έντονη είναι η συναισθηματική κατάσταση τόσο πιο έντονη γίνεται και η ανάγκη να καταφύγει στο φαγητό ως ένα μέσο ανακούφισης, διαφυγής ή παρηγοριάς». Ετσι, δημιουργείται και σταδιακά ενδυναμώνεται ένα σταθερό μοτίβο διαχείρισης των συναισθημάτων. Απλά ερεθίσματα, όπως μια αρνητική σκέψη που θα κάνουμε για τον εαυτό μας ή για ένα επερχόμενο γεγονός, όπως επίσης και δυσλειτουργικές εργασιακές ή διαπροσωπικές σχέσεις δύνανται να οδηγήσουν σε συναισθηματική υπερφαγία.

Σαν φάρμακο

«Μεγαλώνοντας έχουμε εμπεδώσει ότι η λύση σε πολλά προβλήματα μπορεί να έρθει μέσω του φαγητού», σημειώνει από την πλευρά της η δρ Αιμιλία Βασιλοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Επιστημών Διατροφής και Διαιτολογίας του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος (ΔΙΠΑΕ), στη Θεσσαλονίκη. Η ίδια, έχοντας σπουδάσει και Ψυχολογία καλείται συχνά να αναλάβει περιστατικά ανθρώπων με συναισθηματική πείνα. «Εχουμε μάθει, λανθασμένα, να καταφεύγουμε στο φαγητό και στη χαρά και στη λύπη, η κατανάλωση τροφής υποκαθιστά συχνά τη λήψη ενός αντικαταθλιπτικού ή αγχολυτικού σκευάσματος». Επιπλέον, ως ενήλικες «έχουμε ξεχάσει να αναγνωρίζουμε πότε πραγματικά πεινάμε». Οπως αναφέρει η δρ Βασιλοπούλου ενδεικτικά, «η κοινωνική πτυχή του γεύματος είναι τόσο ισχυρή, που καλύπτει τις υπόλοιπες· έτσι, τρώμε για να διακόψουμε την εργασία μας εν είδει διαλείμματος ή τρώμε για να βρούμε μια αφορμή να συναντηθούμε με αγαπημένους συγγενείς και φίλους». Πεινάμε, όμως, όλες αυτές τις φορές;

Η συναισθηματική πείνα, επί της ουσίας, δεν βρίσκεται στο στομάχι, αλλά στη σκέψη. Κατακλυζόμαστε από σκέψεις και ακατάσχετη επιθυμία να καταναλώσουμε συγκεκριμένες τροφές, αντί να νιώσουμε ότι το στομάχι μας είναι κενό ή γουργουρίζει (βιολογική πείνα). «Τρώγοντας “συναισθηματικά” δεν απολαμβάνουμε αυτό που τρώμε, χάνουμε εύκολα το μέτρο της ποσότητας που καταναλώνουμε και σταματάμε όταν το φαγητό πλέον προκαλεί δυσφορία», λέει ο δρ Ντακανάλης. «Τρώμε με την προσδοκία ότι η τροφή θα μας παρηγορήσει, αλλά αντί να καταπνίξει το στρες ή να καταπραΰνει τα αρνητικά συναισθήματα, προσθέτει επιπλέον φορτίο, με ντροπή και ενοχές επειδή φάγαμε περισσότερο και αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό μας». Αντιθέτως, όταν τρώμε για να ικανοποιήσουμε βιολογικές ανάγκες, «απολαμβάνουμε αυτό που τρώμε και δεν αισθανόμαστε άσχημα μετά το γεύμα». «Από την κλινική μας εμπειρία γνωρίζουμε ότι η αυτοεκτίμηση και η εικόνα του σώματος των ανθρώπων που ανακτούν το σωματικό βάρος κλονίζονται, γεννιούνται ενοχές, απογοήτευση, ντροπή, που συχνά πυροδοτούν υπερφαγικά επεισόδια στην προσπάθεια να καταστείλουν τα αρνητικά συναισθήματα, συντηρώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο», συμπληρώνει.

Βοήθεια από ειδικό

Η συναισθηματική πείνα, που αιτιακά συνδέεται με την παχυσαρκία, «σαμποτάρει» τις προσπάθειες απώλειας βάρους. Η δρ Βασιλοπούλου είναι πεπεισμένη ότι μόνο η διεπιστημονική προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους με παρόμοιο προφίλ. «Σε τέτοια περιστατικά, τα οποία είναι ομολογουμένως πολυάριθμα, δεν αρκεί ένα διαιτολόγιο εκτυπωμένο και κολλημένο στην πόρτα του ψυγείου», τονίζει, «χρειάζεται συνεργασία και με επαγγελματία ψυχικής υγείας». Αρχικά, το πρόβλημα πρέπει να αναγνωριστεί ως τέτοιο. «Είναι καλό να τονωθεί η αυτοπεποίθηση του ατόμου, να μπορεί να νιώσει ότι είναι επαρκώς δυνατός για να νικήσει την αδυναμία του». Παράλληλα, «δουλεύουμε για να απελευθερωθούμε από λανθασμένα σχήματα που κουβαλάμε από την παιδική μας ηλικία, κατά την οποία μπορεί το φαγητό να λειτούργησε ως μέσο ανταμοιβής, αλλά και για να εκπαιδευθούμε σε άλλους τρόπους εκτόνωσης – όπως άσκηση, χόμπι, επικοινωνία με φίλους». Η ιδέα της αποφυγής αγοράς ανθυγιεινών σνακ με πολλές θερμίδες, ώστε να μη διατίθενται στον προσωπικό μας χώρο, μοιάζει αναποτελεσματικό ως μέσο. «Εχω υπόψη περιστατικά, που όταν χρειάζονται ένα τέτοιο τρόφιμο θα σηκωθούν μέσα στη νύχτα και θα οδηγήσουν μέχρι το διανυκτερεύον κατάστημα που το πουλάει», περιγράφει, «όπως αντίστοιχα πολλοί επιδιώκουν να βρίσκονται μόνοι στο σπίτι για να κορέσουν τη συναισθηματική τους πείνα, απουσία της υπόλοιπης οικογένειας». Η δρ Βασιλοπούλου αισιοδοξεί ότι υπάρχουν στρατηγικές για την ορθή διαχείριση. «Εχουμε προγραμματισμένα γεύματα μέσα στη μέρα, πολλά και μικρά, κρατάμε τον βηματισμό μας ακόμη κι αν έχουμε κάποιο πισωγύρισμα», καταλήγει.

Γιατί είναι πιο επιρρεπείς οι γυναίκες και οι έφηβοι

Στην πιο πρόσφατη μελέτη της ομάδας του δρος Ντακανάλη, που τελείωσε το 2017, πήραν μέρος 4.713 ενήλικοι, 18-60 ετών. «Κατά την 4ετή παρακολούθηση, το 30,87% του δείγματος πληρούσε τα κριτήρια για παχυσαρκία, με το 8,6% αυτών των περιπτώσεων να αντιπροσωπεύει νέες περιπτώσεις παχυσαρκίας και το 91,4% αυτών των περιπτώσεων να έχει διατηρήσει τον ίδιο αυξημένο δείκτη σώματος», περιγράφει ο Ελληνας καθηγητής. «Οι πιθανότητες για παχυσαρκία αυξάνονταν όσο περισσότερες ήταν οι ώρες εργασίας ανά εβδομάδα και ήταν υψηλότερες στις ηλικιακές ομάδες 25-34 και 45-54 ετών», διευκρινίζει. Τα δεδομένα καταγραφής του επιπολασμού παχυσαρκίας μεταξύ ανδρών και γυναικών καταδεικνύουν «υπεροχή» των γυναικών και εφήβων άνω των 15 ετών και στην Ελλάδα. Το εύρημα επιδέχεται πολλές ερμηνείες, όπως ότι οι άνδρες είναι πιο επιρρεπείς σε «διεξόδους» όπως η νικοτίνη και το αλκοόλ. Επίσης, στην εν λόγω μελέτη υπήρχαν υψηλότερες πιθανότητες μεταξύ των παντρεμένων και των χωρισμένων σε σύγκριση με τους ανύπαντρους.

Οι πιθανότητες να είναι κανείς παχύσαρκος ήταν 1,8 φορές υψηλότερες μεταξύ των συμμετεχόντων που μεγάλωσαν σε οικογένεια με έναν ή δύο γονείς υπέρβαρους ή παχύσαρκους και 2,4 φορές υψηλότερες μεταξύ των συμμετεχόντων που μεγάλωσαν σε οικογένεια με δύο γονείς υπέρβαρους ή παχύσαρκους σε σύγκριση με όσους μεγάλωσαν με γονείς με φυσιολογικό βάρος. Oι πιθανότητες ήταν, επίσης, 3,5 φορές υψηλότερες μεταξύ των συμμετεχόντων οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι γονείς τους δυσκολεύονταν να διαχειριστούν τα αρνητικά συναισθήματα και τα στρεσογόνα ερεθίσματα σε αντιδιαστολή με όσους θεωρούσαν ότι οι γονείς τους ήταν σε θέση να τα διαχειριστούν με ουσιαστικό και υγιή τρόπο.

Τέλος, «από την αξιολόγηση της επίδρασης των κοινωνικοοικονομικών, δημογραφικών, ψυχολογικών (χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, κακοποίηση, δυσμενή γεγονότα στην παιδική/εφηβική ηλικία, αλεξιθυμία κ.ά.) και εξωτερικών παραγόντων (εύκολη πρόσβαση σε εύγευστα, θερμιδογόνα και επεξεργασμένα τρόφιμα κ.ά.) που θεωρητικά σχετίζονται με την παχυσαρκία, η συναισθηματική πείνα απεδείχθη ο πιο σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην εμφάνιση και τη διατήρηση της παχυσαρκίας». Παρόμοια αποτελέσματα, σύμφωνα με τον δρα Ντακανάλη, υπήρξαν και σε προγενέστερη μελέτη που τελείωσε το 2015 και πήραν μέρος 5.203 ενήλικοι, ηλικίας 20-65 ετών.

Ιωάννα Φωτιάδη – kathimerini.gr