ΚΟΣΜΟΣ

Παγιδευμένοι επί 70 χρόνια σε σοβιετική εξορία

Οι μεγάλες ουρές ανθρώπων που περίμεναν να αγοράσουν γάλα, χαρτί υγείας και άλλα είδη πρώτη ανάγκης εξαφανίστηκαν από τη Ρωσία πριν από δεκαετίες – αλλά μία ουρά μακραίνει διαρκώς. Είναι αυτή στην οποία η Γεβγέγινα Σάσεβα έχει μείνει να περιμένει. Επί 70 χρόνια.

Αυτός είναι ο χρόνος που έχει περάσει από τότε που γεννήθηκε σε μία απομακρυσμένη ρωσική περιοχή. Η οικογένειά της εστάλη στην εξορία εκεί από τη Μόσχα τη δεκαετία του 1930 επί Στάλιν, όταν εκατομμύρια πολίτες εκτελέστηκαν ή πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για επτά δεκαετίες η κ. Σάσεβα περιμένει να πάει στο σπίτι της, στη ρωσική πρωτεύουσα.

Μία απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου το 2019 όριζε ότι τα «παιδιά των γκουλάγκ» (περίπου 1.500 σύμφωνα με υπολογισμούς) θα πρέπει να λάβουν από την κυβέρνηση τα οικονομικά μέσα ώστε να μετακομίσουν στις πόλεις από τις οποίες εκδίωξε ο Στάλιν τους γονείς τους. Η Βουλή επρόκειτο να συζητήσει το θέμα τον Φεβρουάριο, αλλά το ζήτημα έφυγε από την ατζέντα.

Τώρα η διαδικασία έχει τελείως παγώσει, αφήνοντας την κ. Σάσεβα να είναι πίσω από σχεδόν 55.000 ανθρώπους που περιμένουν στη σειρά για κοινωνική στέγαση στη Μόσχα. Έτσι περιμένει σχεδόν 1.300 χιλιόμετρα μακριά από την Nizhny Odes, μία πόλη τόσο απομακρυσμένη, ώστε οι αρκούδες να κάνουν τακτικά την εμφάνισή τους στους δρόμους.

«Στη Ρωσία οι άνθρωποι ζουν ακόμη σε σοβιετική εξορία» λέει ο Γκριγκόρι Βαϊπαν, δικηγόρος με σπουδές στο Χάρβαρντ, ο οποίος έχει πάει την υπόθεση της κ. Σάσεβα στα δικαστήρια. «Πολλοί άνθρωποι περιμένουν σε αυτήν παγιδευμένοι για 70 και 80 χρόνια από τη γέννησή τους».

Το 1991 επί Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, του τελεταίου Σοβιετικού ηγέτη, η κυβέτνηση έδωσε άδεια στα θύματα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Επίσης έδωσε εντολή στο κράτος να στηρίξει εκείνους και τα παιδιά τους προσφέροντάς τους στέγη στον τόπο καταγωγής τους. Αλλά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης εκείνη τη χρονιά, ο νόμος αγνοήθηκε. Αντί να βοηθήσει τα θύματα να επιστρέψουν στα σπίτια τους, η Μόσχα μετακύλησε την ευθύνη στις τοπικές αρχές. Η διαδικασία βρέθηκε σε τέλμα.

Η αναγκαστική εξορία της οικογένειας της κ. Σάσεβα άρχισε το 1937 όταν ο πατέρας της, Μπόρις Τσεμποσκάροφ, συνελήφθη στο διαμέρισμά τους στην κεντρική Μόσχα. Έχοντας κατηγορηθεί για κατασκοπεία εκ μέρους των Ιαπώνων εστάλη για καταναγκαστική εργασία σε ένα ορυχείο στη βόρεια περιοχή του Κόμι. Από τα παιδικά της χρόνια εκεί η κ. Σάσεβα θυμάται κυρίως το κρύο. Μία φορά είχε πάει με τον πατέρα της με ένα φορτηγό σε κοντινή πόλη. Το όχημα διαλύθηκε και πήραν τα ξύλινα εξαρτήματά του να τα κάψουν για φωτιά όσο περίμεναν να σωθούν.

«Σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε πεθάνει από το κρύο σε λιγότερο από μία ώρα» λέει.

Τέτοιου είδους μνήμες ωθούνται στο περιθώριο από τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Το Κρεμλίνο πιέζει ιστορικούς, ερευνητές και οργανώσεις δικαιωμάτων που ασχολούνται με τα γκουλάγκ. «Η ρωσική κυβέρνηση θέλει να ελέγχει εκείνη το θέμα αυτό» λέει ο Νικολάι Έπλε, ανεξάρτητος ερευνητής. Τον Νοέμβριο η κάτω Βουλή διαπραγματεύτηκε λύσεις για ανθρώπους όπως η κ. Σάσεβα. Η κυβέρνηση τελικά συμβιβάστηκε με μία πρόταση, η οποία θέτει τις οικογένειας των θυμάτων σε μία ουρά 20 ετών για απόκτηση κατοικίας.

Ο δικηγόρος της κ. Σάσεβα, κ. Βάιπαν, ηγείται της προσπάθειας να τροποποιήσει το νομοσχέδιο. Η εκστρατεία του να βοηθήσεi τα παιδιά των γκουλάγκ έχει προσελκύσει δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές. Περπατώντας εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν το στρατόπεδο στο οποίο εστάλη ο πατέρας της για καταναγκαστική εργασία η κ. Σάσεβα λέει ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να μάχεται για την επιστροφή στη Μόσχα. «Αυτό που μου αρέσει στη Μόχα είναι ότι μπορείς να προχωράς μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων όταν έχει σκοτάδι και να βλέπεις τι συμβαίνει» λέει. «Θέλω να αισθανθώ τη ζωή της καθημερινότητας. Αυτό δεν το έχω εδώ».

Ακόμη και εάν το πετύχει, άλλες έγνοιες επιμένουν. «Φοβάμαι ακόμη ότι θα επιστρέψει η καταπίεση. Συνειδητοποίησα ότι κατά βάθος σε όλα τα θύματα καταπίεσης αυτός ο φόβος δεν φεύγει ποτέ».

The New York Times